Την αύξηση των ξένων/κοινοτικών που δικαιούται να έχει μια ομάδα ποδοσφαίρου στο ρόστερ της, από 15 σε 17, αποφάσισαν στην ΚΟΠ πριν μερικές μέρες. Η απόφαση δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς εκεί στην ομοσπονδία, δεν έχουν δείξει ότι κόπτονται για την προστασία αυτού που αποκαλούμε «κυπριακό ποδόσφαιρο», παρά μόνο για την ευημερία των παραγόντων, των ατζέντηδων, των εταιρειών. Η εκστρατεία για εκμοντερνισμό και πλήρη εμπορικοποίηση του ποδοσφαίρου δείχνει να είναι ανεξέλεγκτη και ασταμάτητη.

Οι αντιδράσεις μετά την απόφαση ήταν ελάχιστες, συνήθισε κι ο κόσμος να φορούν τα χρώματα των ομάδων του Πορτογάλοι, Καμερουνέζοι, Γάλλοι, Εγγλέζοι, Ισπανοί, Κροάτες και να αντιμετωπίζονται ως εξαιρέσεις οι γηγενείς ποδοσφαιριστές, που αντιλαμβάνονται και καλύτερα την ιστορία των συλλόγων και την όποια έννοια του «κυπριακού ποδοσφαίρου». Αντέδρασε το ΑΚΕΛ, τάχα επειδή έχει έγνοια για την Εθνική Κύπρου, αλλά δεν αντέδρασε η Ομόνοια και η εταιρεία «ΑΠΟΕΛ ΛΤΔ» γιατί υπάρχει, λέει, όρος, να μην εγγράφονται και οι 17 κάθε μήνα, αλλά οι 15 –άκου έγνοια. Αντέδρασε κι ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Ποδοσφαιριστών (ΠΑΣΠ) που έχει ξεσπάσματα, τα οποία δεν αφορούν στην προστασία του ποδοσφαίρου γενικότερα αλλά στα δικαιώματα/ωφελήματα των ποδοσφαιριστών. Αντέδρασε με μια επιστολή, μη φανταστείτε κάτι περισσότερο.

Τέλος πάντων, η απόφαση της ΚΟΠ δεν είναι άσχετη με τη φιλοσοφία του μοντέρνου ποδοσφαίρου, έστω κι αν μοιάζει παρατραβηγμένο το παρόν άρθρο. Η ουσία της εμπορικοποίησης και εκβιομηχάνισης του ποδοσφαίρου έχει να κάνει με την ισοπέδωση των πάντων, που αρχίζει ουσιαστικά με τον «νόμο Μπόσμαν» το 1995. Τότε, μπορεί απλώς να επετράπη (δικαστικά) η μετεγγραφή του Βέλγου Ζαν-Μαρκ Μπόσμαν στη γαλλική Δουνκέρκη, μα ουσιαστικά ήταν η μέρα που λύθηκαν τα χέρια των εταιρειών, των ατζέντηδων, των παραγόντων, των επενδυτών και άνοιγε μια τεράστια πόρτα για αυτό που αποκαλούμε «μοντέρνο ποδόσφαιρο».

Μπορεί, όμως, η «υπόθεση Μπόσμαν» και τα ανοικτά σύνορα της ΕΕ να αποτελούν δικαιολογία για όσους –σαν την ΚΟΠ– αντιμετωπίζουν τους συλλόγους ως βιλαέτια ενός σύγχρονου σκλαβοπάζαρου (με προύχοντες σκλάβους αυτή τη φορά), αλλά αρκετές ομοσπονδίες και αρκετές ομάδες δεν συναινούν στην αυτοακύρωση και στην αντιμετώπιση των ακαδημιών τους ως απογευματινό χόμπι για τους έφηβους. Κι αν το παράδειγμα της Αθλέτικ Μπιλμπάο, που βάσει καταστατικού δεν επιτρέπει την απόκτηση μη Βάσκων ποδοσφαιριστών, δεν είναι αρκετό, αξίζει να παρατηρήσει κανείς τι γίνεται σε χώρες που προτίμησαν να επενδύσουν στις ακαδημίες των συλλόγων, παρά στην αγορά ξένων ποδοσφαιριστών.

Το παραπάνω δεν αφορά κάποιου είδους ξενοφοβία ή αφέλεια για το τι είναι πλέον το ποδόσφαιρο που αγαπήσαμε. Είναι έκφραση αγανάκτησης για τη μετατροπή του λαϊκού ποδοσφαίρου σε μπίζνα, σε κάποιου είδους «Σαρβάιβορ» που οι τηλεθεατές επιλέγουν τον παίκτη που θα υποστηρίξουν για να κερδίζει εκατομμύρια ο Τούρκος δισεκατομμυριούχος. Εκεί στοχεύει κι η ΚΟΠ και όλοι εκείνοι που απολαμβάνουν τα πούρα τους στα κουτιά VIP των γηπέδων, οι επενδυτές, οι μέτοχοι, οι φίλοι προέδρων και υπουργών. Σε μια ανεξέλεγκτη εμπορευματοποίηση, ασχέτως συλλόγων, ιστορίας και αξιών, για ένα άθλημα που θα απασχολεί την ελίτ και η οποία θα μπορεί να πλουτίζει χωρίς οπαδούς και ακαδημίες. Χωρίς οπαδούς, όπως αποδείχτηκε και με τα θεόστραβα νομοσχέδια για τη βία και την αντιμετώπιση όλων ως υπόπτων για εγκλήματα, αλλά με μερικούς φίλαθλους που δεν θα τους απασχολεί το χρώμα, το σύμβολο, ο σύλλογος. Μοντέρνο Ποδόσφαιρο; Όχι, ευχαριστώ.