Ας αρχίσουμε από τα καλά νέα: Εδώ και μερικές μέρες ο κορωνοϊός παύει δειλά-δειλά να είναι πρώτο θέμα στις ειδήσεις. Τα άσχημα νέα είναι ότι πρώτο θέμα είναι πλέον η πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση. Όσο απομακρυνόμαστε από τον υγειονομικό κίνδυνο και τα πράγματα δείχνουν να εξελίσσονται στη βάση του καλού σεναρίου, τόσο η προσοχή μας θα εστιάζει στις δραματικές επιπτώσεις της πρωτοφανούς κρίσης, η οποία πλήττει όλο τον πλανήτη. Επιπτώσεις οικονομικές και βεβαίως κοινωνικές. 
Σε όλο τον κόσμο υγεία και οικονομία μπαίνουν στη ζυγαριά των κυβερνήσεων, οι οποίες καλούνται να καθορίσουν τις προτεραιότητές τους για την επόμενη μέρα και αναλόγως να προχωρήσουν με βήματα προς την κανονικότητα, ώστε τα πράγματα να κινηθούν προς τα εμπρός. 
Τα ερωτήματα είναι πολλά: Μήπως είναι πολύ γρήγορα και διακυβεύεται η υγεία των ανθρώπων, ιδιαίτερα εκείνων που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες; Μήπως είναι πολύ αργά και οι συνέπειες θα γίνουν δυσβάστακτες; Τα διλήμματα είναι δύσκολα και ως εκ τούτου ξεκάθαρη απάντηση κανένας δεν μπορεί να δώσει. Ακόμη και οι ειδικοί διαφωνούν μεταξύ τους, γιατί δεν υπάρχει προηγούμενο ώστε να αντλήσουν διδάγματα, εμπειρίες και επιχειρήματα.  
Υγεία ή οικονομία, λοιπόν; Το ερώτημα μοιάζει με ακροβασία στο κενό. «Υγεία χωρίς οικονομία δεν γίνεται», λέει η λογική, αλλά την ίδια ώρα σπεύδει να συμπληρώσει: «Τι να την κάνεις την οικονομία χωρίς υγεία;»
Η Ευρώπη, η κοινή μας πατρίδα, που γιόρτασε πρόσφατα τα γενέθλιά της, δεν κατάφερε να έχει μια κοινή γλώσσα στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Η κάθε χώρα ενεργεί κατά το δοκούν, βάζοντας στη ζυγαριά από τη μια την οικονομία και από την άλλη την υγεία, με διαφορετικά μέτρα και σταθμά, γιατί παραμένει χωρισμένη στους ισχυρούς και τους αδύναμους, σε εκείνους που επιβάλλουν τους όρους και σε εκείνους που ακολουθούν. 
Επίκαιρος όσο ποτέ ο λόγος που εκφώνησε ο Οδυσσέας Ελύτης στην Ακαδημία της Στοκχόλμης κατά την τελετή παραλαβής του Νόμπελ Λογοτεχνίας (Δεκ. 1979): «Πάσχουμε από την έλλειψη μιας κοινής γλώσσας. Και ο αντίκτυπος απ’ αυτή την έλλειψη -αν ανεβούμε την κλίμακα- σημειώνεται ακόμη και στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της κοινής μας πατρίδας, της Ευρώπης.
Λέμε, και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ’ ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική θα έλεγα τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο. Η αντίφαση είναι διδακτική. Όταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης, προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή». 
Τα πλάνα που δείχνουν ανθρώπους να πεθαίνουν αβοήθητοι στα νοσοκομεία συνιστούν όνειδος. Η αποτίμηση της ανθρώπινης ζωής με αμιγώς οικονομικούς όρους είναι ντροπιαστική. Τα κράτη που μετρούν τον πολίτη στη βάση του ισολογισμού ανάμεσα στις εισφορές που κατέβαλλε κατά τη διάρκεια της ζωής του και στα ωφελήματα που απολαμβάνει στα υστερινά του, προφανώς δεν είναι το πρότυπό μας. Κι ας έχουν ζηλευτό βιοτικό επίπεδο και θαυμαστά συστήματα υγείας. 
Στην Κύπρο μπορούμε να είμαστε περήφανοι γιατί την κρίσιμη ώρα η προτεραιότητα δόθηκε σ᾽αυτούς που ήθελαν ζωτικό χρόνο και χώρο. Πολιτεία και κοινωνία ιεράρχησαν ως κορυφαίο εκείνο που υπαγορεύει ο πολιτισμός μας και το αξιακό μας σύστημα. Ο κίνδυνος φαίνεται να παρέρχεται αλλά η συνέχεια παραμένει δύσκολη.
Τα καλά νέα είναι ότι η ζωή δεν σταματά ποτέ και αφήνει τους ανθρώπους να ζουν με την απορία εάν συνεχίζει από εκεί που έμεινε ή εάν κάνει μια καινούργια αρχή. Τα κακά νέα είναι ότι στο δίλημμα υγεία ή οικονομία, η ζωή βρίσκει πάντοτε τη λύση, αλλά δεν είναι πάντοτε η επιθυμητή. Εξού και κάποιοι υπερτροφούν και ορισμένοι ατροφούν, όπως λέει με παράπονο ο ποιητής.

[email protected]

 
Φιλελεύθερα, 17.5.2020.