Δύο αραβικής καταγωγής επιχειρηματίες που διασυνδέθηκαν από τους Αμερικανούς με δίκτυο παράνομης εμπορίας όπλων σε εχθρικά προς τη Δύση κράτη, παρουσιάζονται να έχουν σχέση με την Κύπρο.

Στοιχεία τα οποία πλέον δίδονται στη δημοσιότητα από τις Αρχές των ΗΠΑ, παρουσιάζουν τα δύο αυτά πρόσωπα, τα οποία καταζητούνται από το FBI, να είχαν στήσει ένα μηχανισμό για διευκόλυνση των δραστηριοτήτων τους. Μηχανισμό, ο οποίος περιλάμβανε και το νησί μας.

Όπως προκύπτει, είχαν συμμετοχή σε τουλάχιστον δύο εταιρείες εγγεγραμμένες στον Έφορο Εταιρειών Κύπρου, ενώ για τους σκοπούς τους έχουν χρησιμοποιήσει και τα κατεχόμενα. Η έδρα των εν λόγω επιχειρηματικών οντοτήτων είναι δηλωμένη στην Πάφο.

Ο λόγος για τον 45χρονο Σαμίρ Ραγιά και τον 63χρονο συνεργάτη του Μοχάμαντ Ντεϊρί. Αμφότεροι φαίνεται να αποτελούν για τις ΗΠΑ τους εγκεφάλους του δικτύου Black Shield, κατά του οποίου πρόσφατα έχουν επιβληθεί μαζικά κυρώσεις από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών (OFAC). Το εν λόγω δίκτυο πήρε την ονομασία του από ομώνυμη εταιρεία στην οποία οι Ραγιά και Ντεϊρί φέρονται να είναι συμμέτοχοι.

Ο λόγος που ο 45χρονος και ο 63χρονος έχουν συμπεριληφθεί σε λίστα καταζητούμενων της ομοσπονδιακής Αστυνομίας των ΗΠΑ είναι ότι –σύμφωνα με τις αμερικανικές θέσεις- ασχολήθηκαν με εμπόριο όπλων χωρίς να λάβουν τις απαραίτητες άδειες και ότι είναι ύποπτοι για αδικήματα που σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Το κατηγορητήριο

Επίσημες πληροφορίες που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, αναφέρουν ότι οι Ντεϊρί και Ραγιά μέσω της Black Shield υποστηρίζουν παράνομο εφοδιασμό οπλισμού και πυρομαχικών, που χρησιμοποιείται σε συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο από στρατεύματα τα οποία δεν υπηρετούν τα συμφέροντα της Δύσης.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο που παρουσιάστηκε σε δικαστήριο της νότιας περιφέρειας της Φλόριδας των ΗΠΑ, οι δύο ύποπτοι μεταξύ Απριλίου και Νοεμβρίου του 2016 μαζί με άλλα πρόσωπα «συνωμότησαν για εξαγωγή πυρομαχικών, περιλαμβανομένων αντιαεροπορικών βλημάτων 23 χιλιοστών, εκτοξευτές χειροβομβίδων Bushmaster 40 χιλιοστών, ατομικά όπλα εφόδου FN SCAR-L CQC (5.56x45mm), τυφέκια FN SCAR-H CQC (7.62x51mm), πυρομαχικά FNH 5.7×28 χιλιοστών και στρατιωτικά τυφέκια HK MR762A1 LRP ii (7.62x51mm), από τις ΗΠΑ με προορισμό το Σουδάν και το Ιράκ, χωρίς πρώτα να αποκτήσουν τις απαιτούμενες άδειες από την αρμόδια υπηρεσία των ΗΠΑ (DDTC)».

Ψευδείς χρήστες στην Κύπρο

Με βάση επεξηγηματικό σημείωμα του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης για τα αδικήματα που φέρονται να διέπραξαν οι προαναφερθέντες, το όνομα της Κύπρου βρίσκεται στο κάδρο της υπόθεσης. Παραθέτουμε σχετική αυτούσια αναφορά: «Οι συνωμότες επιχείρησαν παράνομα να αποκτήσουν τα πυρομαχικά από τις Ηνωμένες Πολιτείας σε μια συμφωνία αξίας $1.200.000 που ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου για παράνομη απόκτηση πυρομαχικών 23 χιλιοστών αξίας $4 εκατ. Η συνωμοσία περιλάμβανε μεταφόρτωση πυρομαχικών από τις ΗΠΑ στη Γουατεμάλα και από τη Γουατεμάλα σε ψευδείς τελικούς χρήστες στην Κύπρο, πριν τελικώς φθάσουν στο Σουδάν και στο Ιράκ. Προς περαιτέρω εκπλήρωση της συνωμοσίας, η Black Shield έκανε τραπεζική μεταφορά $100.000 από μια εταιρεία-βιτρίνα (σ.σ. απόκρυψη πραγματικών δικαιούχων) που είναι στο Μπενίν, της Δυτικής Αφρικής. Η συνωμοσία εμπλέκει απεσταλμένους από την Ινδία και τη Λευκορωσία, οι οποίοι ταξίδευσαν στις ΗΠΑ για να επιθεωρήσουν τα πυρομαχικά, καθώς και Ισραηλινοαμερικανούς και Ρουμανοουζμπέκους μεσίτες, που ενήργησαν ως μεσάζοντες μεταξύ προμηθευτών και τελικών χρηστών».

Τα κατεχόμενα

Ο «Φ» αναζητώντας τον ακριβή ρόλο της Κύπρου στην υπόθεση, εξέτασε το κατηγορητήριο που καταχωρίσθηκε στο δικαστήριο της νότιας περιφέρειας των ΗΠΑ. Σ’ αυτό δεν δίδονται αναλυτικές λεπτομέρειες. Ωστόσο, αναφέρεται σε ένα από τα επεξηγηματικά σημειώματα του κατηγορητηρίου ότι ένας εκ των συνωμοτών, «έστειλε κρυπτογραφημένο μήνυμα στο οποίο περιλαμβάνονταν φωτογραφίες πιστοποιητικών δύο τελικών αποδεκτών 750.000 βολών αντιαεροπορικών βλημάτων 23 χιλιοστών (…) ψευδώς παρουσιάζοντας ως τελικό αποδέκτη των πυρομαχικών πρόσωπο στην Βόρεια Κύπρο (σ.σ. γίνεται λόγος για TRNC)».

Η συμμετοχή τους στις εταιρείες με έδρα την ΠάφοΤο FBI τους καταζητεί από τον Νοέμβριο του 2021

Αυτό που γνωρίζουμε στα σίγουρα και πέραν των όσων αναφέρονται στο κατηγορητήριο που συντάχθηκε μετά τις έρευνες του FBI είναι ότι οι Ραγιά και Ντεϊρί συμμετέχουν σε τουλάχιστον δύο επιχειρηματικές οντότητες που έχουν δηλωμένη διεύθυνση στην Πάφο. Οι εταιρείες αυτές την περασμένη Τρίτη συμπεριλήφθηκαν σε κυρώσεις του OFAC που αποσκοπούσαν στο να πληγεί η Λευκορωσία -για την υποστήριξη της στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία- και το σχετιζόμενο με αυτή δίκτυο Black Shield.

Πρόκειται για τις εταιρείες S. Group Airlines Ltd και Centuronic Ltd. Στην διοικητική δομή της S. Group Airlines Ltd συμμετέχει και ο 45χρονος Σαμίρ Ραγιά και ο 63χρονος Μοχάμαντ Ντεϊρί. Ο πρώτος εμφανίζεται διευθυντής και ο συνεργάτης του ως γραμματέας. Σε ό,τι αφορά την Centuronic Ltd, ως διευθυντής της παρουσιάζεται ο Ραγιά και γραμματέας η Λευκορωσίδα Τατιάνα Προτόποβιτς. Η τελευταία πρόσφατα χαρακτηρίστηκε από τον OFAC, ως μετέχουσα σε προσπάθειες «προμηθειών όπλων».

Στο κάδρο της υπόθεσης έχει προστεθεί και η Τουρκία. Η υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, OFAC, σε αναφορά της για το εν λόγω πακέτο κυρώσεων, σημειώνει ότι το δίκτυο Black Shield «χρησιμοποιεί ενδιάμεσες εταιρείες και πρόσωπα όπως η Centuronic Ltd (Centuronic) και η S. Group Airlines Ltd (σ.σ. οι δύο κυπριακές οντότητες), και η Rayya Danişmanlik Hizmetleri Limited Şirketi (Rayya Danismanlik), που βρίσκεται στην Τουρκία, για να πραγματοποιεί τις επιχειρήσεις του».

Οι δύο εταιρείες έχουν δηλωμένη την έδρα τους στην Πάφο, στην ίδια διεύθυνση κυπριακής εταιρείας παροχής διοικητικών υπηρεσιών.

Οι Ραγιά και Ντεϊρί έχουν προστεθεί σε λίστα καταζητούμενων του FBI στη βάση εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2021. Στην σχετική αγγελία για τους Ραγιά και Ντεϊρί σημειώνεται ότι ομιλούν Αραβικά, Αγγλικά και Ρωσικά κι ότι «έχουν δεσμούς ή μπορεί να επισκεφτούν τη Συρία, τον Λίβανο, το Ιράκ, την Τουρκία, την Ρωσία, την Λευκορωσία, το Σουδάν και τη Λιβύη». Την υπόθεση εξετάζει το γραφείο του FBI στο Μαϊάμι.

Ο βοηθός Γενικός Εισαγγελέας του τμήματος του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ για θέματα εθνικής ασφάλειας, Μάθιου Όλσεν, σχολιάζοντας την περασμένη Τρίτη το θέμα των δύο καταζητούμενων προσώπων, ανέφερε: «Οι κατηγορούμενοι φαίνεται ότι διαχειρίζονταν ένα διεθνές δίκτυο εμπορίας όπλων και συνωμότησαν για την παράνομη εξαγωγή αντιαεροπορικών πυρομαχικών και άλλων στρατιωτικών όπλων και πυρομαχικών από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε Σουδάν και Ιράκ, προωθώντας τη βία και θέτοντας σε κίνδυνο τους Αμερικανούς και τους συμμάχους μας». Ο Όλσεν σχολιάζοντας τις κατηγορίες σε βάρος τους, ανέφερε: «Αποτελούν παράδειγμα της δέσμευσης του υπουργείου Δικαιοσύνης να διερευνά και να επιβάλλει κυρώσεις σε αυτούς που παραβιάζουν τους ελέγχους εξαγωγών μας από τις Ηνωμένες Πολιτείες».

Δηλώσεις κι από FBI

Σε τοποθετήσεις προέβη και η εκτελεστική αναπληρώτρια διευθύντρια του εθνικού τμήματος ασφαλείας του FBI, Λαρίσα Ναπ: «Αυτή η προσαγωγή δείχνει την αποφασιστικότητα του FBI να διερευνά όσους επιδιώκουν να αποκτήσουν και να πωλήσουν παράνομα αμερικανικά όπλα, τροφοδοτώντας τελικά συγκρούσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι ενέργειες των Deiry και Rayya δεν θα γίνουν δεκτές με ελαφρότητα, και το FBI θα κάνει τα πάντα στη δύναμή του για να διασφαλίσει ότι θα τους φέρει ενώπιον της δικαιοσύνης. Δεν θα ανεχθούμε την παράνομη εξαγωγή όπλων και το διεθνές κύκλωμα ξεπλύματος».