«Μια δύναμη μέσα μου, μου έλεγε πάντα, “μπορείς να πετύχεις, προχώρα μπροστά”.

Εν τούτη η δύναμη που με βοήθησε. Ό,τι χρειαζόταν γερά πόδια και δεν μπορούσα να το κάνω, έλεγα “αυτό δεν μπορείς να το κάνεις”. Δεν τα έβαλα ποττέ κάτω. Στα 56 μου αποφάσισα να τελειώσω το σχολείο και θα ήθελα να πάω και πανεπιστήμιο», λέει και κτυπά αποφασιστικά το χέρι στο γραφείο του.

Είναι πλέον 68 χρόνων και συνεχίζει να δουλεύει ακατάπαυστα, παρά το γεγονός πως επιδεινώθηκε η κατάσταση του ποδιού του. Η δύναμη μέσα του, όπως λέει, τον βοηθά να προχωρά συνεχώς μπροστά. Ο ράφτης και κοινοτάρχης της ενορίας του Αποστόλου Λουκά, πρώην αντιδήμαρχος Αραδίππου, Δημήτρης Παγώνη, είναι από αυτούς τους ανθρώπους που κατάφεραν να ξεπεράσουν τα όρια που τους έθεσε η μοίρα.

Στο γραφείο του μας οδήγησε το γεγονός πως η ιστορία του συνεχίζει να διαδίδεται από στόμα σε στόμα στο Εσπερινό Γυμνάσιο και Λύκειο Λάρνακας, παρ’ όλο που αποφοίτησε πριν από σχεδόν οκτώ χρόνια. Το μικρό γραφείο κοντά στην πλατεία του Αποστόλου Λουκά, έχει διαμορφωθεί κατάλληλα, ώστε να μπορεί ν’ ασκεί παράλληλα και τα δύο του επαγγέλματα. Μπροστά είναι το γραφείο του κοινοτάρχη και πίσω οι ραπτομηχανές. Εκεί αφηγήθηκε στον «Φ» την ιστορία του, που αποτελεί πηγή έμπνευσης για όλους.

«Όταν ήμουν 4 χρόνων ήταν επιδημία και έπιασα πολιομυελίτιδα. Το αριστερό μου πόδι έμεινε εντελώς παράλυτο. Πήγα στο Δημοτικό με εμφανές πρόβλημα στο περπάτημα. Μετά άρχισα να φοιτώ στην Αμερικάνικη Ακαδημία. Οι γονείς μου, λόγω και του προβλήματός μου, ήθελαν να σπουδάσω. Όταν τελείωσα τη Β΄ Γυμνασίου με παρότρυναν θείοι μου από την Αγγλία να πάω για θεραπεία. Έμεινα εκεί δύο χρόνια. Έκανα δύο επεμβάσεις στο πόδι και είδα αρκετή βελτίωση, αλλά πάλι είχα το πρόβλημα.

Όμως η παραμονή μου στην Αγγλία με βοήθησε να μπω στο κοινωνικό σύνολο. Τότε, ελάχιστα άτομα με πολιομυελίτιδα κατάφερναν να ενταχθούν στην κοινωνία. Στο Δημοτικό δεχόμασταν πολύ μπούλινγκ. Επεριπαίζαν μας κι εάν υπήρχε μια διαφωνία με κάποιον σου έλεγε κάτι για το πρόβλημά σου. Ελέαν, “είσαι κουτσάππαρος” και πολλά άλλα. Αυτά τα πράγματα επληγώναν με πάρα πολλά, μέχρι που πήγα στην Αγγλία. Εκεί ένιωσα μέσα μου μια δύναμη, που μου έλεγε πως πρέπει να ζήσω τη ζωή μου κάνοντας αυτά που μπορώ. Με αυτήν την αυτοπεποίθηση επέστρεψα πίσω στα 16 μου. Οι γονείς μου ήθελαν να με στείλουν σχολείο, αλλά εγώ ακολούθησα το επάγγελμα του ράφτη. Δεν μετάνιωσα που πήγα ράφτης, από βιοποριστικής άποψης, αλλά εκ των υστέρων κατάλαβα πως θα ήταν καλύτερα αν άκουα τους γονείς μου».

Στην πορεία των χρόνων ο κ. Παγώνη άνοιξε δικό του ραφτάδικο και παντρεύτηκε τη σύζυγό του, Ιωάννα, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά που τους χάρισαν, μέχρι στιγμής, έξι εγγόνια. 

«Ευτυχήσαμε και σπουδάσαμε και τους τρεις με ανώτατες σπουδές. Όταν τέλειωσε η μικρή μου κόρη το Πανεπιστήμιο Κύπρου κι ερχόμασταν σπίτι από τη Λευκωσία, τους είπα στο αυτοκίνητο “τώρα που τελειώσετε εσείς, θα πάω να τελειώσω κι εγώ ”. Ήθελα να το κάνω για σκοπούς ικανοποίησης. Στεναχωριόμουν όταν χρειαζόταν να γράψω το βιογραφικό μου και έγραφα πως φοίτησα μέχρι το Γυμνάσιο. Τότε ήμουν 56 χρόνων. Τηλεφώνησα στο Εσπερινό Γυμνάσιο και Λύκειο Λάρνακας, στην αγαπητή Δέσπω στη Γραμματεία, η οποία με βοήθησε πολύ και έχουμε σχέσεις μέχρι σήμερα, όπως και με όλους τους συμμαθητές μου.

Το 2010 άρχισα να φοιτώ στην Γ΄ τάξη του Γυμνασίου. Δεν σας κρύβω πως τις πρώτες μέρες, ήμουν σε δίλημμα αν θα τα παρατήσω. Την πρώτη μέρα που μπήκα στην τάξη, οι άλλοι μαθητές νόμιζαν πως είμαι ο καθηγητής τους. Με ρωτούσαν τι μάθημα έκανα. Τους είπα “είμαι κι εγώ μαθητής”. Διερωτόμουν εάν έπρεπε να πηγαίνω για πέντε χρόνια από τις 5:30 το απόγευμα ως τις 9:30 το βράδυ. Έλεγα όμως στον εαυτό μου, “εν είσαι άνθρωπος εσύ να θέλεις να κάμεις κάτι και να μεν το κάνεις”. Από την τέταρτη ημέρα σταμάτησα να το σκέφτομαι. Έκλεινα το μαχαζί, περνούσα από σπίτι και έπιανα ό,τι μου ετοίμαζε η σύζυγος και πήγαινα στο σχολείο. Ήμουν ο πιο μεγάλος μαθητής.

Να σου πω και κάτι χαρακτηριστικό. Η μάμα μου η μακαρίτισσα όταν πήγε μια μέρα να δει τα μωρά διερωτήθηκε πού είμαι. Όταν της είπε η γυναίκα μου πως είμαι σχολείο, έβγαλε λεφτά και της είπε “δωσ’ του τα ν’ αγοράσει μια βαλίτσα”».

«Έζησα το σχολείο όπως το ζούσε ένας μαθητής»

Για τον ίδιο η μαθητική ζωή στο Εσπερινό ήταν αξέχαστη. Είχε, μάλιστα, συμμετοχή στις εκδηλώσεις του σχολείου και πρωταγωνίστησε σε δύο θεατρικές παραστάσεις. Όταν η κουβέντα έρχεται στην τελετή αποφοίτησης συγκινείται.

«Έζησα το σχολείο όπως το ζούσε ένας μαθητής, δεν πήγα ποτέ αδιάβαστος. Αποφοίτησα με βαθμό 18 και είμαι πολύ ευχαριστημένος. Στην τελετή αποφοίτησης ήρθαν τα παιδιά και η σύζυγός μου. Ήταν μια αξέχαστη στιγμή, ιδιαίτερα την ώρα που ήρθαν τα παιδιά μου να μου δώσουν την ανθοδέσμη. Για πολλούς ήταν απίστευτο στην ηλικία μου, που κατάφερα να τελειώσω. Αν ήταν πιο κοντά και δεν είχα αυτές τις δυσκολίες με τη μετακίνηση θα ήθελα να πάω και πανεπιστήμιο. Είναι, όμως, στη σκέψη μου. Θα ήθελα να σπουδάσω Ιστορία ή κάτι που έχει σχέση με φιλολογικά».

Η πολιομυελίτιδα δεν ήταν η μόνη δυσκολία που έφερε η μοίρα στον δρόμο του. Ο αδελφός του, υπολοχαγός Μιχάλης Παντελή Παγώνη, βρίσκεται από το 1974 στη μακρά λίστα των αγνοουμένων, με τους γονείς του να φεύγουν από τη ζωή με τον καημό πώς δεν έμαθαν ποτέ νέα του. Αυτό στιγμάτισε τόσο τον ίδιο, όσο και τα πέντε του αδέλφια. Όταν σπούδαζε τα παιδιά του, εξάλλου, δούλευε τα βράδια και σε ένα πρακτορείο στοιχημάτων προκειμένου ν’ ανταπεξέλθει οικονομικά. Παρ’ όλα αυτά είχε αδιάλειπτη προσφορά στα κοινά και διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος και αντιδήμαρχος Αραδίππου, βγαίνοντας, μάλιστα, πρώτος σε σταυρούς προτίμησης.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης, ο κ. Παγώνη δεν σταματούσε να εκφράζει τις ευχαριστίες του για τη μάνα του, για τη μεγάλη του αδελφή, για τον πρώην διευθυντή του Εσπερινού Σχολείου, Γιώργο Κάκκουρα, για τη Δέσπω της Γραμματείας και για όλους τους καθηγητές του, τους οποίους ανέφερε ονομαστικά έναν προς έναν. Συνέχισε να ευχαριστεί ακόμη κι όταν έκλεισε το κασετοφωνάκι και τότε αντιλήφθηκα ποια είναι αυτή η δύναμη που έλεγε και ξανάλεγε. «Είχατε κάθε λόγο να είστε απογοητευμένος για όσα σας στέρησε η ζωή. Όμως εσείς είστε γεμάτος ευγνωμοσύνη για όσα σας πρόσφερε. Αυτή είναι η δύναμή σας;», ρωτώ. «Ναι», απαντά άμεσα, «η δύναμη μου είναι η ευγνωμοσύνη. Δεν μπορώ να σου πω πόση αγάπη έπιασα εγώ από την οικογένειά μου. Δεν μπορεί να μετρηθεί».