Η θερμοκρασία έπεσε, πόρτες παράθυρα στα σπίτια μας και όχι μόνο είναι πλέον κλειστά. Ο συγχρωτισμός και οι καιρικές συνθήκες αποτελούν τον τέλειο συνδυασμό για τη μετάδοση των ιογενών εποχικών λοιμώξεων, οι οποίες ευνοούνται από τη στενή επαφή μεταξύ των ανθρώπων.

Με απλά λόγια, οι εποχικές λοιμώξεις μας χτυπούν ήδη την πόρτα και οι ειδικοί συστήνουν πιστή εφαρμογή των μέτρων προφύλαξης, κάνοντας ιδιαίτερες επισημάνσεις για την προστασία των ανθρώπων που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως είναι τα μικρά παιδιά, οι ηλικιωμένοι, οι έγκυες γυναίκες, οι ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς, κ.λπ.

Γενική συμβουλή: «Mην πηγαίνετε στην εργασία σας, μην στέλνετε τα παιδιά στο σχολείο, μην έρχεστε σε επαφή με άτομα που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου, όταν κάνουν την εμφάνιση τους τα σχετικά συμπτώματα. Για τους περισσότερους μπορεί οι εποχικές λοιμώξεις να μην ενέχουν σοβαρό κίνδυνο, αλλά για κάποιους ανθρώπους τα δεδομένα είναι διαφορετικά».

«Οι εποχικές λοιμώξεις του φθινοπώρου και του χειμώνα κυρίως επηρεάζουν το αναπνευστικό σύστημα αλλά δεν περιορίζονται μόνο σε αυτό», ανέφερε στον «Φ» ο παθολόγος – λοιμωξιολόγος, Νικόλαος Σπερνοβασίλης. «Προκαλούνται κυρίως από ιούς και στη πλειονότητά τους προσβάλλουν το ανώτερο αναπνευστικό. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων το κοινό κρυολόγημα, το οποίο οφείλεται κυρίως σε διάφορους ρινοϊούς, αδενοϊούς και απλούς κορωνοϊούς».

«Αν μπορούμε να πούμε ότι το κρυολόγημα στις περισσότερες περιπτώσεις είναι “αθώο”, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για άλλες ιογενείς λοιμώξεις. Υπάρχουν ιοί που μπορεί να προκαλέσουν σημαντικά προβλήματα, όπως ο SARS-COV-2, δηλαδή ο κορωνοϊός που προκάλεσε την πρόσφατη πανδημία, ο ιός της γρίπης και ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV). Όλοι αυτοί οι ιοί συνδέονται, μεταξύ άλλων, με αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα, ειδικά όταν μιλάμε για ανθρώπους που ανήκουν στις ομάδες αυξημένου κινδύνου. Για αυτό τον λόγο άλλωστε, τονίζουμε ότι για τις περιπτώσεις για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα εμβόλια, πρέπει να εμβολιαζόμαστε. Ειδικά τα άτομα που αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο, πρέπει να προσέρχονται για εμβολιασμό, είτε μιλάμε για τη γρίπη είτε για τον κορωνοϊό. Μπορεί να μην διασφαλίζεται η μη μετάδοση, αλλά σίγουρα τα εμβολιασμένα άτομα προστατεύονται και τα συμπτώματα καθίστανται πιο ήπια, άρα και λιγότερο επικίνδυνα. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων, πρέπει να πούμε, ενέκρινε επίσης πρόσφατα και 2 εμβόλια έναντι του RSV».

Πέραν από αυτούς τους ιούς, «έχουμε και άλλους ιούς οι οποίοι, αν και κυκλοφορούν συνεχώς, εμφανίζουν αυξημένη συχνότητα κατά τους φθινοπωρινούς και τους χειμερινούς μήνες. Αυτό συμβαίνει επειδή όταν κάνει κρύο, οι χώροι δεν αερίζονται σωστά, κλεινόμαστε όλοι στον ίδιο χώρο και ως εκ τούτου η επαφή είναι πιο στενή και ευνοείται η μετάδοση. Σε αυτή την κατηγορία ιών ανήκουν και οι ιοί “κοξάκι”. Αυτοί οι ιοί, ανήκουν στην κατηγορία των εντεροϊών και μεταδίδονται μέσω της επαφής μολυσμένων χεριών με το στόμα αλλά και μέσω σταγονιδίων του αναπνευστικού. Παρατηρούμε ότι προσβάλλουν περισσότερο τα παιδιά, τα οποία ειδικότερα στις μικρές ηλικίες δεν είναι σε θέση να εφαρμόσουν σωστά και πιστά τους κανόνες προσωπικής υγιεινής. Με παρόμοιο τρόπο μεταδίδονται και οι διάφοροι ιοί που προκαλούν γαστρεντερίτιδα και πρέπει να πούμε ότι διαγιγνώσκουμε αυτήν την περίοδο αρκετά περιστατικά».

Ο λόγος για τον οποίο παρατηρείται αυξημένη συχνότητα στη μετάδοση των ιών αυτών, είναι απλός: Η μετάδοση τους ευνοείται τόσο από τις κλιματικές συνθήκες όσο και από τον συγχρωτισμό των ανθρώπων σε κλειστούς χώρους. Σε όλες τις περιπτώσεις και για όλους τους ιούς, τα μέτρα προστασίας είναι κοινά. Η πιστή εφαρμογή τους αποτρέπει τη μετάδοση και προστατεύει εκείνους που κινδυνεύουν περισσότερο».

Πότε όμως πρέπει να αποταθούμε στον γιατρό;

«Η απάντηση είναι κοινή για όλες τις εποχικές λοιμώξεις: Όταν παρατηρήσουμε ανησυχητικά συμπτώματα και εντοπίσουμε συγκεκριμένα στοιχεία. Για παράδειγμα, υψηλός πυρετός ο οποίος δεν υποχωρεί με τη λήψη αντιπυρετικών, αίσθημα δύσπνοιας, πολλαπλές διάρροιες ή εμετοί με συνοδό αφυδάτωση, πτώση επιπέδου συνείδησης, παρατεταμένη νόσηση η οποία διαρκεί σε πλήρη ένταση πάνω από τρεις έως πέντε ημέρες. Στις περιπτώσεις αυτές συστήνεται άμεση επικοινωνία με τον γιατρό προς εκτίμηση της κατάστασης. Καλό θα ήταν επίσης, τα άτομα υψηλού κινδύνου για σοβαρή νόσηση να υποβάλλονται άμεσα αλλά και μεταξύ της 2ης με 4ης ημέρας σε περίπτωση αρνητικού αρχικού αποτελέσματος και σε διαγνωστική εξέταση για γρίπη και SARS-COV-2. Στις περιπτώσεις που μιλάμε για αμιγώς ιογενείς λοιμώξεις η χρήση αντιβιοτικών δεν ενδείκνυται. Υπάρχουν αντιιικά φάρμακα για κάποιες από τις λοιμώξεις αυτές, συγκεκριμένα τη γρίπη και την COVID-19, και καλό θα ήταν να χορηγούνται εάν υπάρχει ένδειξη και πάντοτε με ιατρική συνταγή».