Συναντηθήκαμε σε μια καφετερία της Λάρνακας στις 10:30 το πρωί της προηγούμενης Κυριακής. Ήταν με ελάχιστες ώρες ύπνου. Είχε σχολάσει τα μεσάνυκτα από την ταβέρνα που δουλεύει ως σερβιτόρα και στις 3:30 τα ξημερώματα ξύπνησε για να εργαστεί υπερωριακά στην κύρια δουλειά της ως οδοκαθαρίστρια. Το απόγευμα, όπως μου εξήγησε, θα πήγαινε σε μια καντίνα γηπέδου για να δουλέψει, οπόταν εκείνη η ώρα βόλευε για τη συνέντευξη.

Η αλήθεια είναι πως η επικοινωνία μαζί της έγινε αρχικά επειδή τόλμησε να σπάσει ένα παρωχημένο στερεότυπο, όντας η μοναδική γυναίκα που εργάζεται ως οδοκαθαρίστρια στον Δήμο Λάρνακας, γεγονός αξιοσημείωτο για τα δεδομένα της Κύπρου.

Ούτε αυτό, ωστόσο, ούτε τα συγχαρητήρια που δέχεται τόσο η ίδια, όσο και ο Δήμος Λάρνακας για την καθαριότητα στον τομέα που ανέλαβε είναι τα πιο αξιοσημείωτα στην ιστορία της Σύλβιας Μηλιώτου, 42 χρόνων, από την κατεχόμενη Αμμόχωστο και τη Λάρνακα. Είναι απλώς στοιχεία της πορείας δύναμης της θέλησης μιας γυναίκας, που έφτασε στα όρια της εξαθλίωσης, αλλά πάλεψε και καταφέρνει σήμερα, κάνοντας τρεις δουλειές, να προσφέρει όσα χρειάζεται η οικογένειά της.

Η Σύλβια αφηγήθηκε στον «Φ» την ιστορία της όχι για να τη λυπηθούν, ούτε επειδή έχει ανάγκη από κάποια βοήθεια, αλλά για να στείλει το μήνυμα σε όσους ανθρώπους αντιμετωπίζουν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, πως μπορούν να τα καταφέρουν.

«Έχω δύο αγόρια που είναι σήμερα 21 και 20 χρόνων και εργάζονται. Ο σύζυγός μου αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Έκανε επέμβαση στην καρδία και έχει προβλήματα με τον σπόνδυλό του, αλλά δεν μπορούν να τον κάνουν εγχείρηση, επειδή μπορεί να μείνει ανάπηρος. Πριν τη δουλειά στον Δήμο εργαζόμουν για 20 χρόνια σε εργοστάσιο με κεντήματα και φανέλες ομάδων. Είχε όμως διαστήματα που εν είχε δουλειά και καθόμασταν για πολύ καιρό.

Περάσαμε από πολλές οικονομικές δυσκολίες ως οικογένεια. Υπήρξε φάση πριν έξι χρόνια, που δεν είχαμε ούτε γάλα, ούτε ψωμί στο σπίτι. Για έξι μήνες ήμασταν χάλια. Στο εργοστάσιο δεν είχε δουλειά και ο σύζυγος δεν μπορούσε να δουλέψει, λόγω του προβλήματος με τον σπόνδυλο. Τότε ενοικιάζαμε ένα σπίτι στις Κόκκινες. Εν διανοείσαι πόσα πράγματα εστοιβαστήκαν… Ρεύματα, νερά, ενοίκια… Δεν είχα ούτε ένα σεντ να δώσω στα μωρά μου να παν σχολείο. Ερχόταν, όποτε μπορούσε, η πεθερά μου και μας έφερνε ψωμί και γάλα για τα μωρά και μας έδιναν τρόφιμα και από το Κοινωνικό Παντοπωλείο.

Κάναμε διαδικασίες για Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, αλλά χρειάστηκε πολύς χρόνος για να μας εγκρίνουν. Μια μέρα πήγαμε με τον σύζυγό μου, που δεν μπορούσε να ταξιδέψει, στη Λευκωσία για να ζητήσουμε βοήθεια από την υπηρεσία που εγκρίνει το ΕΕΕ. Μπήκαμε στο γραφείο και ήταν μια πάρα πολλά καλή κοπέλα και την ευχαριστώ. Της είπα τι περνούσαμε και μας είπε «αύριο θα έχετε επιταγή σπίτι σας. Να πάτε τώρα στο Γραφείο Ευημερίας να σας δώσουν €200 για να περάσετε σήμερα με τα μωρά». Εγκρίναν μας και ευτυχώς μπορούσαμε να περάσουμε. Όταν άνοιξε η δουλειά μου, εκόψαν μου μέρος του ΕΕΕ και προσπάθησα να τα φέρω όπως πρέπει. Μετά δούλευα περισσότερες ώρες στο εργοστάσιο, άρχισε να παίρνει και σύνταξη ανικανότητας ο σύζυγός μου και κόπηκε το ΕΕΕ. Έπιανα εγώ €200 την εβδομάδα από το εργοστάσιο και €500 η σύνταξη του άντρα μου. Στερούμασταν, αλλά εκαταφέρναμεν τα πιο καλά και τώρα είμαι καλά».

Με δάκρυα στα μάτια και χωρίς να εκφράζει κανένα παράπονο, λέει πως τα τελευταία τρία χρόνια κάνει τρεις δουλειές, προκειμένου να μην χρειάζονται βοήθεια.
«Πριν πάω στον Δήμο δούλευα στο εργοστάσιο μέχρι τις 5 το απόγευμα. Στις 6 πήγαινα σε μια ταβέρνα και τα Σαββατοκύριακα στις καντίνες γηπέδων. Όταν βρήκα δουλειά στον Δήμο άφησα το εργοστάσιο και δουλεύω στις άλλες δουλειές. Στην ταβέρνα πάω τώρα τέσσερις φορές την εβδομάδα. Κοιμάμαι περίπου τρεις με τέσσερις ώρες την ημέρα. Ξυπνώ στις 4:30 για να κάνω φαγητό και να συγυρίσω το σπίτι και στις 6 ξεκινώ δουλειά στον Δήμο. Δόξα τω Θεώ, εν θέλω που κανέναν βοήθεια τώρα.

Από τον Σεπτέμβρη έκοψαν το επίδομα από τον σύζυγό μου, επειδή κάποιος γιατρός είπε πως μπορεί να χειρουργηθεί και βάλαμε δικηγόρο γι’ αυτήν την υπόθεση. Θα συνεχίσω να δουλεύω έτσι για να μεν έχουμε ανάγκη από κανέναν. Θέλω να μην ξαναέρθω σε έτσι φάση και μακάρι να μην ζήσει κανένας αυτά που ζήσαμε ως οικογένεια. Αν εγκριθεί το επίδομα του συζύγου ίσως σταματήσω τη μια δουλειά, για να πάρω μια μικρή ανάσα. Και να μην τον εγκρίνουν, όμως, εγώ είμαι δαμέ. Όπως το πάλεψα τότε, θα το παλέψω και τώρα».

«Νιώθω πολλά ευτυχισμένη με τη δουλειά της οδοκαθαρίστριας»

Η ιδέα για να υποβάλει αίτηση στον Δήμο Λάρνακας της μπήκε στο μυαλό όταν πριν από δύο χρόνια σ’ ένα ταξίδι στην Αθήνα είχε δει πολλές γυναίκες οδοκαθαρίστριες, με κάποιες άλλες να οδηγούν σκυβαλοφόρα.

«Το αποφάσισα επειδή ο μισθός ήταν καλός και υπήρχε και υπερωριακή εργασία. Ρώτησα στο σπίτι και αρχικά ήταν αρνητικοί. Είπα τους πως θέλω να κάνω αυτό που πιστεύκω πως θα είναι καλό για μένα και την οικογένειά μας. Τους έλεγα «εν δουλειά που εν να πάω και η δουλειά εν νεν ντροπή». Έτσι έκανα αίτηση και με κάλεσε ο δήμαρχος ο κ. Βύρας και μου είπε «αύριο πιάνεις δουλειά». Μου είπε πως ήθελαν να προσλάβουν γυναίκες, αλλά καμιά δεν ενδιαφερόταν».

Από την 1η Αυγούστου του 2023 η Σύλβια εργάζεται στον Δήμο έχοντας αναλάβει έναν ιδιαίτερα απαιτητικό τομέα του κέντρου της Λάρνακας, αυτόν της περιοχής Καλογερά.
«Στην αρχή ένιωθα λίγο άβολα. Εν ήξερα πώς θα με αντιμετωπίσει ο κόσμος, επειδή στη δουλειά ήταν πάντα μόνο άντρες. Όσο περνούσαν οι μέρες, όμως, έβλεπα πως με αγκάλιαζε ο κόσμος. Με σταματούν στον δρόμο και μου λεν μπράβο και πόσο ευχαριστημένοι είναι. Μια μέρα σταμάτησε μια κοπέλα με το αυτοκίνητο. Μαζί της ήταν ο γιος της που ήταν έξι χρονών. Λέει μου «εψάχναμεν σε μέρες επειδή ήθελε να σε γνωρίσει ο γιος μου και να σου πει ένα καλημέρα και ευχαριστώ». Αισθάνθηκα πολλά όμορφα.

Την περιοχή που μου ανέθεσαν βλέπω την σαν το σπίτι μου. Νιώθω πως καθαρίζω το σπίτι μου. Νιώθω πολλά ευτυχισμένη γι’ αυτήν τη δουλειά. Ξυπνώ και είμαι καλά και θέλω να πάω δουλειά. Είμαι με πάνω από 50 άνδρες στη δουλειά και με σέβονται όλοι. Ευχαριστώ πολλά τους συναδέλφους μου, επειδή εφανήκαν τσιακκούθκια».

Πριν φύγει για να συνεχίσει τον άοκνο και αξιέπαινο αγώνα της, θέλησε να στείλει ένα μήνυμα σε όσους βιώνουν όσα πέρασαν με την οικογένειά της πριν από έξι χρόνια.

«Να είναι δυνατοί, να πιστεύκουν στον εαυτό τους και θα τα καταφέρουν. Εγώ πίστεψα στον εαυτό μου και είπα πως θα τα καταφέρουμε, βλέπω πάντα θετικά τη ζωή. Το κίνητρό μου ήταν τα μωρά μου και ο σύζυγός μου. Τα μωρά μου εν πάνω που μένα. Εν θέλεις να βλέπεις τα μωρά σου στεναχωρημένα. Τα μωρά μου εκείνους τους έξι μήνες ήταν στεναχωρημένα, επειδή εν είχα τίποτε να τους δώσω. Όμως ήβρα τη δύναμη και τα κατάφερα. Ήθελα τα μωρά μου να βγουν σωστά στην κοινωνία, οι φίλες μου λεν μου «μπράβο σου που έχεις έτσι μωρά». Για μένα αυτά που πέρασα τότε ήταν ένα μάθημα ζωής, για να σταθώ στα πόδκια μου».