Ανοικτό είναι το ενδεχόμενο να διαταχθεί νέα έρευνα για την υπόθεση του Θανάση Νικολάου, στην περίπτωση που η θανατική ανακρίτρια αποφασίσει στο πόρισμά της, ότι στον θάνατό του πιθανόν ή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, να ενέχονται τρίτα πρόσωπα.

Σύμφωνα με νομικό που παρακολουθεί από κοντά την υπόθεση, στην περίπτωση που στο πόρισμα θα γίνεται σαφής υπόδειξη περί εγκλήματος –χωρίς αυτό να αναφέρεται– γιατί έτσι συμβαίνει με τις θανατικές ανακρίσεις, τότε θα είναι μονόδρομος η διαταγή για νέα έρευνα. Σημειώνεται ότι οι θανατικές ανακρίσεις διεξάγονται για να φανούν –αν αυτό είναι δυνατόν από τα στοιχεία που θα κατατεθούν στον θανατικό ανακριτή– οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη ο θάνατος κάποιου προσώπου. Όπως αναφέρθηκε στον «Φ», ως συνήθως στα πορίσματα δεν αναφέρεται ότι ο θάνατος κάποιου οφείλεται σε εγκληματική ενέργεια ή σε αυτοκτονία, αλλά καταγράφεται πως «πιθανόν να υπάρχει η εμπλοκή τρίτων», αφήνοντας να νοηθεί η εγκληματική ενέργεια. Σε περίπτωση φυσικών αιτίων, τότε αυτό καταγράφεται, για να μην γίνονται άσκοπα άλλες ενέργειες.

Ανάλογα με την κατάληξη της θανατικής ανακρίτριας, πρέπει η Νομική Υπηρεσία να μελετήσει το πόρισμα και ανάλογα να δώσει οδηγίες, είτε για νέα έρευνα είτε για αρχειοθέτηση. Το τραγικό είναι πως 18 ½ χρόνια μετά και αφού ο θάνατος ενός 26χρονου στρατιώτη αποδόθηκε αρχικά σε αυτοκτονία, μετά σε δολοφονία, φτάσαμε σήμερα να μην υπάρχει μια ξεκάθαρη απάντηση της Πολιτείας προς τη μητέρα και τους συγγενείς αυτού του παιδιού, πώς έχασε τη ζωή του ο Θανάσης. Για τους ίδιους, δεν υπάρχει και η παραμικρή αμφιβολία ότι το παιδί τους δολοφονήθηκε από κάποιους προφανώς για να του κλείσουν το στόμα λόγω ναρκωτικών, ωστόσο, επιζητούν αυτό να το αποδείξει και η Πολιτεία και την ίδια ώρα να εντοπιστούν οι ένοχοι και να τιμωρηθούν.

Σημειώνεται ότι μέχρι σήμερα, έχουν διαταχθεί πέντε έρευνες, δυο από ποινικούς ανακριτές και τρεις από την Αστυνομία. Αν φτάσουμε και σε έκτη έρευνα, τότε προκύπτει ζήτημα, καθ’ ότι η μητέρα του αδικοχαμένου νέου, δεν δέχεται αυτή τη φορά να την αναλάβει εκ νέου η Αστυνομία, όπως συνέβη και πέρσι, αφού αμφισβητεί την αμεροληψία τόσο της Αστυνομίας όσο και της Νομικής Υπηρεσίας, κατηγορώντας τους ότι δεν επιθυμούν ν’ αποκαλυφθεί η αλήθεια.

Ο θάνατος του 26χρονου που ήρθε από τη μακρινή Αυστραλία για να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στη Λεμεσό, συνέπεσε τότε με την έξαρση του εγκλήματος στην πόλη. Οι συνθήκες θανάτου του, δηλαδή να βρεθεί πεσμένος ανάσκελα κάτω από τη γέφυρα της Άλασσας μια μέρα του Σεπτέμβρη το 2005, χωρίς εμφανή τραύματα, αποδόθηκε από τον ιατροδικαστή που κλήθηκε στη σκηνή, ότι οφειλόταν από πτώση και ουσιαστικά εκλήφθηκε ως αυτοκτονία. Είναι γι’ αυτό που η ανάθεση της διερεύνησης των συνθηκών του θανάτου του, έγινε από έναν αστυνομικό του Αστυνομικού Σταθμού Λάνιας και όχι από το ΤΑΕ Λεμεσού όπως έπρεπε. Από εκεί ξεκίνησαν μια σειρά από λάθη και παραλείψεις, τα οποία οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση με τις έρευνες να μην φτάνουν ποτέ στους υπαίτιους του θανάτου του 26χρονου.

Η έρευνα των δυο ποινικών ανακριτών Μάτσα και Αλεξόπουλου, χρόνια μετά, έφερε στην επιφάνεια τις παραλείψεις αστυνομικών και ιατροδικαστή που τελικά οδήγησαν τις έρευνες σε λάθος κατεύθυνση. Ξεσκεπάστηκε, για παράδειγμα, μέσα από μαρτυρίες, ότι ο Θανάσης είχε αντιληφθεί τη χρήση ναρκωτικών στο στρατόπεδο και το είχε αναφέρει στους ανωτέρους του. Ακόμα και συμπτώσεις να ήταν όλα αυτά, θα έπρεπε να διερευνηθούν εξ αρχής, να εντοπιστούν τα πρόσωπα αυτά και να ανακριθούν. Παράλληλα, παρ’ όλο που και η πρώτη έρευνα ποινικών ανακριτών οι οποίοι διορίστηκαν από τον τέως Γενικό Εισαγγελέα, Κώστα Κληρίδη, είχε αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο της εγκληματικής ενέργειας, εντούτοις και πάλι η έρευνα της Αστυνομίας που ακολούθησε δεν οδήγησε πουθενά.

Και όταν μετά από επιμονή και αγώνες της μητέρας του Θανάση, Αντριάνας, έγινε η εκταφή ορισμένων οστών του Θανάση και αποκαλύφθηκε πως το υοειδές οστό ήταν σπασμένο και ο θάνατός του αποδόθηκε σε στραγγαλισμό, ούτε και αυτό ήταν αρκετό για ν’ αλλάξει το αφήγημα της αυτοκτονίας ή του θανάτου από άγνωστα αίτια.

Και φτάσαμε στην τελευταία αστυνομική έρευνα η οποία διατάχθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα, Γιώργο Σαββίδη, με τον διορισμό τεσσάρων αστυνομικών από άλλες επαρχίες πλην της Λεμεσού. Η έρευνα ζητήθηκε για εντοπισμό των δραστών, όπως προέκυπτε μέσα από το πόρισμα των Μάτσα – Αλεξόπουλου. Οι ανακριτές της Αστυνομίας παρ’ όλο που προσπάθησαν να βρουν κάποια διασύνδεση των ατόμων που κατονομάζονταν ως «ύποπτοι», έπεσαν στον βράχο της σιωπής, ή του ξεθωριάσματος της μνήμης, των λαθών που έγιναν αρχικά, αφού δεν είχαν ληφθεί καίριες καταθέσεις από πρόσωπα που σχετίζονταν με το στρατόπεδο ή βρίσκονταν εκτός στρατοπέδου, ή τη διενέργεια σωστής ανάκρισης ως να επρόκειτο για δολοφονία.

Οι ανακριτές της Αστυνομίας στο πόρισμά τους δεν φαίνεται να εντόπισαν στοιχεία ικανά για να παρουσιαστούν κάποιοι στο Δικαστήριο, γι’ αυτό και τώρα όλα εξαρτώνται από την τρίτη και τελευταία θανατική ανάκριση.

Η θανατική ανάκριση που ολοκληρώθηκε μόλις πρόσφατα, εξελίχθηκε τελικά σε μια άνευ προηγουμένου αντιπαράθεση Νομικής Υπηρεσίας και υπεράσπισης, με αλληλοκατηγορίες, αντιπαραθέσεις και χωρίς να ρίχνεται περαιτέρω φως στην υπόθεση. Στις 10 Μαΐου θα γνωρίζουμε αν από το πόρισμα της θανατικής ανακρίτριας θα δοθεί το έναυσμα για έναρξη νέας έρευνας, ή αν θα γίνει κάτι άλλο. Πάντως, για την οικογένεια τίποτε δεν τελειώνει, αφού έχει στο οπλοστάσιό της τις ιδιωτικές ποινικές, την αγωγή που εκκρεμεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας κατά της Δημοκρατίας, ενώ έχει και το δικαίωμα έφεσης κατά του πορίσματος της θανατικής ανάκρισης. Το σίγουρο είναι πως αυτή η υπόθεση θα βασανίζει την οικογένεια και θα τη βρίσκουν μπροστά τους όσοι είχαν την ευθύνη των ερευνών.

Εδώ και χρόνια έρευνες επί ερευνών

Η πρώτη έρευνα ολοκληρώθηκε από την Αστυνομία τον Ιούνιο του 2006 με αποκλεισμό κάθε υποψίας για εγκληματική ενέργεια. Ακολούθησε και δεύτερη αστυνομική έρευνα, η οποία ολοκληρώθηκε 13 χρόνια μετά τον θάνατο του Θανάση, αφού προηγήθηκε έρευνα από ποινικούς ανακριτές. Ο τέως Γενικός Εισαγγελέας, Κώστας Κληρίδης, τον Σεπτέμβριο του 2018, αποφάσισε πως δεν υπήρχαν στοιχεία που να καταδεικνύουν έγκλημα και έκλεισε και πάλι την υπόθεση.

Η οικογένεια είχε προσφύγει στο μεταξύ στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο το 2020 διαπίστωσε πλημμελή έρευνα εκ μέρους των κυπριακών Αρχών και επιδικάστηκε αποζημίωση στην οικογένεια.

Τον Οκτώβριο του 2021, ο Γενικός Εισαγγελέας, Γιώργος Σαββίδης, διόρισε ως ανεξάρτητους ποινικούς ανακριτές τον Σ. Μάτσα και τον Α. Αλεξόπουλο, για να διενεργήσουν νέα έρευνα. Στο πόρισμά τους απέρριψαν ευθύνες στον ιατροδικαστή και σε τέσσερις αστυνομικούς, ωστόσο, ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε να μην προχωρήσει σε διώξεις και άφησε το θέμα να το χειριστεί η οικογένεια με ιδιωτικές ποινικές διώξεις.