Η δωρεάν παροχή υπηρεσιών υγείας οδηγεί σε «υπερκατανάλωση», αρκετοί γιατροί λόγω του βεβαρημένου προγράμματός τους δεν αφιερώνουν αρκετό χρόνο στους ασθενείς τους, σε κάποιες ειδικότητες ή στα ιατρεία συγκεκριμένων γιατρών παρατηρείται συμφόρηση και υπάρχει μεγάλος χρόνος αναμονής που ξεπερνά τους έξι μήνες.

Σε γενικές γραμμές, όμως, το ΓεΣΥ έχει πετύχει την οικονομική προστασία των πολιτών, έχει σχεδόν εκμηδενίσει τις ανικανοποίητες ανάγκες υγείας, έχει δώσει το δικαίωμα της ισότιμης πρόσβασης, έχει δώσει επιλογές με χαμηλό κόστος για τους δικαιούχους σε ό,τι αφορά τα φάρμακα. Ο μονοασφαλιστικός χαρακτήρας του, η αρχιτεκτονική και δομή του δεν χρήζουν καμίας αλλαγής, ενώ η οικονομική κατάσταση του ταμείου του ΓεΣΥ παρέχει την ασφάλεια στον ΟΑΥ να προχωρήσει κανονικά στους σχεδιασμούς του με ενδεχόμενο επέκτασης των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Η πρώτη αξιολόγηση του Γενικού Συστήματος Υγείας έχει ολοκληρωθεί και η σχετική έκθεση έχει ήδη προωθηθεί προς τον υπουργό Υγείας, Μιχάλη Δαμιανό. Ο ΟΑΥ στο πλαίσιο της υποχρέωσης του, βάσει νόμου, για αξιολόγηση του συστήματος ανά τριετία προέβη σε αξιολόγηση των δεδομένων του ΓεΣΥ και κατέγραψε τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά ευρήματα που προέκυψαν από την σχετική έρευνα.

Γενικές διαπιστώσεις για την πρώτη τριετία:

>> «H οικονομική προστασία των πολιτών μέσω ης εφαρμογής του ΓεΣΥ βελτιώθηκε σημαντικά, αφού ο δείκτης των απευθείας δαπανών μειώθηκε δραστικά από 50% στο περίπου 15%.

>> Σε μεγάλο βαθμό έχει επιτευχθεί το δικαίωμα της ισότιμης πρόσβασης, αφού ο κάθε δικαιούχος αποφασίζει από μόνος του σε ποιο πάροχο θα απευθυνθεί.

>> Παρά την επίτευξη της ισότιμης πρόσβασης για τον γενικό πληθυσμό, παρουσιάστηκαν κάποια φαινόμενα μη ισότιμης πρόσβασης σε συγκεκριμένες κατηγορίες.

>> Χωρίς να υπάρχουν ακριβή στοιχεία, είναι γενική διαπίστωση ότι κάποια ιδιωτικά νοσηλευτήρια απέφυγαν να αναλάβουν παθολογικούς ασθενείς ή/και ηλικιωμένα άτομα αφού τα εν λόγω περιστατικά κρίθηκαν οικονομικά ασύμφορα ή δύσκολα, οπόταν παραπέμπονταν στον ΟΚΥπΥ.

>> Οι περισσότερες υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο του ΓεΣΥ, δηλαδή υπηρεσίες προσωπικού γιατρού, διαγνωστικές εξετάσεις, κλινικές εργαστηριακές εξετάσεις, ενδονοσοκομειακές υπηρεσίες, πρόσβαση σε φάρμακα μέσω των φαρμακείων της κοινότητας, παρέχονται σχεδόν άμεσα με ελάχιστα προβλήματα στην ευκολία πρόσβασης.

>> Τον Σεπτέμβριο 2023 ξεκίνησε η εφαρμογή συστήματος καταγραφής της ικανοποίησης των ασθενών που λαμβάνουν υπηρεσίες ενδονοσοκομειακής φροντίδας μέσω ερωτηματολογίων. Τα πρώτα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο βαθμός ικανοποίησης των ασθενών ήταν κατά μέσο όρο στο 90%.

>> Ιδιαίτερα σημαντική είναι η επιλογή που δίνεται όσον αφορά στα φάρμακα. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των φαρμακευτικών προϊόντων, το ΓεΣΥ ακολούθησε την πολιτική των επιλογών. Αυτό αυξάνει τον δείκτη ικανοποίησης του ασθενή και μειώνει την πιθανότητα να παρουσιαστούν σημαντικές ελλείψεις φαρμάκων.

>> Προβλήματα παρουσιάζονται στον χρόνο αναμονής για ραντεβού σε συγκεκριμένες ειδικότητες γιατρών ή σε συγκεκριμένους γιατρούς, κάτι που ταλαιπωρεί τους ασθενείς και δημιουργεί αρνητική εικόνα για το ΓεΣΥ. Τα στοιχεία δείχνουν ότι περίπου το 85% όλων των παραπεμπτικών από προσωπικούς γιατρούς εκτελείται εντός 30 ημέρων. Εντούτοις, είναι γεγονός ότι κάποιοι συγκεκριμένοι ιδιώτες γιατροί δίνουν ραντεβού μετά από 6-8 μήνες.

>> Υπάρχει ανησυχία ότι κάποιοι ιατροί, υποβάλλουν τους ασθενείς σε διαδικασίες/ υπηρεσίες οι οποίες πιθανόν να είναι αχρείαστες. Αυτό πέραν της σπατάλης, μπορεί να αποβεί σε βάρος της υγείας των ασθενών.

>> Υπάρχουν αναφορές ότι αριθμός ιδιωτών ιατρών, λόγω του βεβαρυμμένου προγράμματος τους, δεν αφιερώνουν επαρκή χρόνο ή/και προσοχή στους ασθενείς τους, όπως έκαναν παλαιότερα ή σε κάποιες περιπτώσεις δεν ανταποκρίνονται καθόλου στις κλήσεις των ασθενών.

>> Χρειάζονται πιο εξειδικευμένες μελέτες για να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα για το επίπεδο της ποιότητας των υπηρεσιών.

>> Η δωρεάν παροχή υπηρεσιών προς τους ασθενείς δημιουργεί τάσεις για υπερκατανάλωση, αφού γιατροί και ασθενείς λαμβάνουν αποφάσεις χωρίς να έχουν έγνοια ότι θα υποστούν κάποια οικονομική επιβάρυνση.

>> Η έλλειψη σωστής κουλτούρας και επαρκούς ενημέρωσης, δημιουργεί πιέσεις στο σύστημα, αφού οι ασθενείς πολλές φορές αναλαμβάνουν οι ίδιοι τον ρόλο του ιατρού και αποφασίζουν από μόνοι τους ποιες υπηρεσίες υγείας χρειάζεται να λάβουν.

>> Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού κλινικών εργαστηρίων, αιμοληπτικών κέντρων, ακτινοδιαγνωστικών κέντρων δημιουργεί τον κίνδυνο προκλητής ζήτησης, κάτι που σταδιακά αν δεν αντιμετωπιστεί, θα δημιουργήσει πιέσεις στον προϋπολογισμό.

>> Εξακολουθεί να υπάρχει σύγχυση για το ποιος φορέας είναι αρμόδιος να ασκεί τους ιατρικούς ελέγχους. Το Υπουργείο, ο ΟΑΥ, ο ΠΙΣ (Επιτροπή Δεοντολογίας) ή κάποιος άλλος; Αυτό δημιουργεί πρόβλημα σωστής στόχευσης και δίνει λανθασμένη προσδοκία, με αποτέλεσμα οι επιτήδειοι πάροχοι να εκμεταλλεύονται την εν λόγω κατάσταση.

>> Ο βαθμός ελέγχου της αναγκαιότητας των ιατρικών πράξεων στο ΓεΣΥ αυτή τη στιγμή είναι αρκετά περιορισμένος. Παρ’ όλα αυτά, ο οργανισμός έχει ενισχύσει τις προσπάθειες και τους μηχανισμούς του. Έχει εφαρμόσει στο σύστημα πληροφορικής πέραν του 1.000.000 κανόνων, ενώ έχει διενεργηθεί σημαντικός αριθμός διερευνήσεων σε σχέση με τη συμπεριφορά παρόχων στο σύστημα.

Ιδιαίτερα αναφορά γίνεται στο κενό που φαίνεται να διαπιστώνεται και αφορά τους ασθενείς άνω των 70 ετών: «Εντοπίζεται σημαντικό κενό στη μετανοσοκομειακή διαχείριση ασθενών κυρίως ηλικίας άνω των 70 ετών. Υπάρχουν αρκετοί ηλικιωμένοι ασθενείς οι οποίοι, ειδικά μετά από μια εγχείρηση, αδυνατούν να αυτοεξυπηρετηθούν. Σε αρκετές περιπτώσεις οι συγγενείς πιέζουν τα νοσηλευτήρια να κρατήσουν τους ασθενείς για μεγαλύτερη περίοδο από ότι δικαιολογείται από την κλινική κατάσταση τους μέχρις ότου να καταφέρουν να εξεύρουν ειδικό κέντρο που θα τους αναλάβει».

Σε ό,τι αφορά την αρχιτεκτονική του ΓεΣΥ, στην έκθεση αναφέρεται ότι: «Ο μονοασφαλιστικός χαρακτήρας του, η σχετικά επαρκής αυτονομία του οργανισμού, η ενεργή συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη διαχείριση του συστήματος, καθώς και κάποιες άλλες βασικές ρυθμίσεις, δημιουργούν τις καλύτερες προϋποθέσεις ώστε το ΓεΣΥ να βελτιώνεται συνεχώς. Συνεπώς, χωρίς να σημαίνει ότι ο σχεδιασμός του συστήματος δεν πρέπει με την πάροδο του χρόνου συνεχώς να εκσυγχρονίζεται, επιβάλλεται να διατηρηθεί σταθερότητα στο σχεδιασμό ώστε να δοθεί χρόνος να αποδώσει ακόμη περισσότερο».

Ποιότητα υπηρεσιών, υπερπροσφορά, επενδυτικά ταμεία

Δεν είναι εύκολο, όπως επισημαίνεται στην έκθεση αξιολόγησης, να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα σε ό,τι αφορά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. «Υπάρχει αρκετή συζήτηση επί του θέματος, η οποία όμως περιορίζεται, συνήθως, στην περιγραφή προσωπικών εμπειριών. Η εξίσωση έχει ιδιαιτερότητες αφού πριν την εφαρμογή του ΓεΣΥ λειτουργούσαν δύο εντελώς διαφορετικά “συστήματα”. Το ένα αφορούσε στο δημόσιο σύστημα για τα άτομα που στη βάση εισοδηματικών κριτηρίων ήταν δικαιούχοι στα δημόσια νοσηλευτήρια και το άλλο αφορούσε στην παροχή φροντίδας υγείας από τον ιδιωτικό τομέα σε όσα άτομα είχαν τη δυνατότητα να αναλάβουν την οικονομική επιβάρυνση. Συνεπώς, ο πληθυσμός βίωνε δύο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις, οπότε το μέτρο σύγκρισης με την παρούσα κατάσταση είναι διαφορετικό. Υπάρχουν άτομα που ένιωσαν έντονα το όφελος από την εφαρμογή του ΓεΣΥ, ενώ από την άλλη υπάρχει μια μερίδα ατόμων που δεν είναι τόσο ευχαριστημένοι αφού, λόγω του ΓεΣΥ, μοιράζονται τις ίδιες παροχές με όλους τους υπόλοιπους δικαιούχους».

Αναφορά την έκθεση αξιολόγησης γίνεται και στην έλευση ξένων επενδυτικών ταμείων στην Κύπρο: «Η έλευση ξένων επενδυτικών ταμείων έχει επιφέρει κυρίως θετικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων. Από την άλλη, όμως, αν μελλοντικά τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια συγκεντρωθούν κάτω από το ιδιοκτησιακό καθεστώς 2-3 επενδυτικών ταμείων, αυτό θα αυξήσει την εξάρτηση του ΓεΣΥ έναντι των συγκεκριμένων ταμείων, θα περιορίσει τον υγιή ανταγωνισμό και κατ’ επέκταση θα επηρεάσει αρνητικά την αποδοτικότητα του συστήματος».

Στην έκθεση επισημαίνεται και το φαινόμενο της υπερπροσφοράς υπηρεσιών: «Με τη λειτουργία του ΓεΣΥ έχει επιτευχθεί ένα πάρα πολύ υψηλό ποσοστό συμμετοχής των παρόχων σε όλες τις κατηγορίες υπηρεσιών. Αυτό δίνει επιλογές στους δικαιούχους, προωθεί τον υγιή ανταγωνισμό και επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση των ασθενών προς τους παρόχους για λήψη υπηρεσιών. Η ανησυχία προκύπτει στο κατά πόσο ο ρυθμός εγγραφής νέων παρόχων θα συνεχιστεί με τρόπο που θα οδηγήσει σε υπερπροσφορά υπηρεσιών με κίνδυνο οι πάροχοι, στην προσπάθεια τους να επιβιώσουν οικονομικά, να προσφεύγουν σε κακές πρακτικές με αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών και φυσικά στην αποδοτικότητα του συστήματος».