Προς το παρόν δεν υπάρχει καμία ανάγκη για αύξηση των υποχρεωτικών εισφορών στο Ταμείο του ΓεΣΥ. Σε περίπτωση όμως που αποφασιστεί η ένταξη όλων των οδοντιατρικών υπηρεσιών στο Σύστημα, τότε τα δεδομένα θα διαφοροποιηθούν αφού το ΓεΣΥ θα χρειαστεί επιπρόσθετα €100 εκατομμύρια.

Τα αποτελέσματα τη έκθεσης αξιολόγησης του συστήματος, σε ό,τι αφορά τα οικονομικά του δεδομένα, είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά ενώ οι συνολικές δαπάνες υγείας στην Κύπρο, παρά την σταθερή αύξηση στον προϋπολογισμό του ΓεΣΥ, παραμένουν σε επίπεδα χαμηλότερα του μέσου όρου της Ε.Ε. Οι δε υποχρεωτικές εισφορές των δικαιούχων στο Ταμείο, εξακολουθούν να συγκαταλέγονται στις χαμηλότερες μεταξύ των συστημάτων υγείας που εφαρμόζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η οικονομική αξιολόγηση του ΓεΣΥ καταλήγει στο γενικό συμπέρασμα ότι με βάση όλους τους δείκτες που έχουν χρησιμοποιηθεί, το σύστημα παρουσιάζει θετική εικόνα η οποία παρέχει την απαραίτητη ασφάλεια τόσο σε ό,τι αφορά την βιωσιμότητα όσο και σε ό,τι αφορά την αποδοτικότητά του.

Στην έκθεση δίνονται απαντήσεις και στα ερωτήματα που τίθενται πολύ συχνά και αφορούν τον προϋπολογισμό του ΓεΣΥ, ο οποίος παρουσιάζεται αρκετά διαφοροποιημένος από την αναλογιστική μελέτη Mercer στην οποία βασίστηκε η εφαρμογή του συστήματος ενώ καταγράφονται και συμπεράσματα που αφορούν το διαχειριστικό κόστος.

Η συγκεκριμένη έκθεση αξιολόγησης, είναι η πρώτη που ετοιμάζεται από την εφαρμογή του ΓεΣΥ και ως εκ τούτου η σύγκριση των πραγματικών δεδομένων με τα δεδομένα που υπολογίζονταν στην προ ΓεΣΥ εποχή, κρίθηκε επιβεβλημένη. Η μελέτη Mercer άλλωστε έγινε και στο παρελθόν αφορμή για έντονες δημόσιες διαφωνίες και αντιπαραθέσεις.

Όπως λοιπόν αναφέρεται: «Η δαπάνη του ΓεΣΥ είναι αρκετά μεγαλύτερη από τη δαπάνη που υπολογίστηκε από την αναλογιστική μελέτη Mercer του 2013 κάτι που ίσως εκ πρώτης προκαλεί ανησυχία».

Ωστόσο, προστίθεται, «η συγκεκριμένη μελέτη έγινε κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης (2013) με στοιχεία του 2010 και οι παράμετροι που επιβλήθηκαν από την Τρόϊκα, όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη, ήταν τότε πολύ συντηρητικές».

Στην πραγματικότητα, «η οικονομία αναπτύχθηκε με πολύ υψηλότερους ρυθμούς κάτι που αναντίλεκτα επηρέασε και τις δαπάνες στον τομέα της υγείας». Ως εκ τούτου, «δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια βάσιμη ανησυχία με δεδομένο ότι, παρά την αύξηση της δαπάνης, τα ποσοστά εισφοράς που καθορίστηκαν τότε ενώ παραμένουν σταθερά χρηματοδοτούν με επάρκεια το σύστημα».

Συνεπώς, «σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις, τα έσοδα καθώς και οι δαπάνες του ΓεΣΥ είχαν υποεκτιμηθεί σχετικά ομοιόμορφα. Μάλιστα, τα σημερινά δεδομένα είναι πολύ καλύτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει δημιουργηθεί σημαντικό ταμειακό απόθεμα ύψους περίπου €500 εκατ.».

Σε ό,τι αφορά την αύξηση του προϋπολογισμού του ΓεΣΥ, στην έκθεση επισημαίνεται ότι: «Η δαπάνη του ΓεΣΥ έχει μια αυξητική τάση. Αυτό βέβαια από μόνο του δεν λέει κάτι ουσιαστικό με δεδομένο ότι ο τομέας της υγείας αποτελεί ένα κομμάτι της συνολικής οικονομίας η οποία με τη σειρά της, πέραν της περιόδου της πανδημίας, έχει μια σταθερή ανάπτυξη. Επίσης, η αύξηση ισχύει σε όλα τα εθνικά συστήματα αφού η γήρανση του πληθυσμού, οι νέες τεχνολογίες και οι αυξημένες ανάγκες του πληθυσμού πιέζουν προς τα πάνω τις δαπάνες υγείας».

Κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του ΓεΣΥ, υπογραμμίζεται, «ήταν φυσιολογικό να υπάρχουν υψηλοί ρυθμοί αύξησης των δαπανών αφού υπήρξε η προσθήκη νέων υπηρεσιών. Σταδιακά οι δαπάνες στις περισσότερες κατηγορίες άρχισαν να σταθεροποιούνται. Με την πλήρη ανάπτυξη των υπηρεσιών του συστήματος αναμένεται ότι η μέση ετήσια αύξηση των δαπανών από το 2024 μέχρι το 2031 θα σταθεροποιηθεί γύρω στο 4%. Ο ρυθμός αυτός κρίνεται λογικός λαμβάνοντας υπόψη την αυξητική τάση των δικαιούχων και τον αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας».

Κατά πολύ κάτω από το προβλεπόμενο από το νόμο, είναι το ποσοστό του διαχειριστικού κόστους του ΓεΣΥ. Όπως μάλιστα επισημαίνεται στην έκθεση, «πρόκειται για μια καλή ένδειξη ότι το ΓεΣΥ λειτουργεί αποδοτικά».

«Με βάση τον νόμο, ο οργανισμός έχει την αρμοδιότητα να διαθέτει ποσοστό των χρημάτων του ετήσιου προϋπολογισμού το οποίο να μην υπερβαίνει το 5% για τη διαχείριση του ίδιου του οργανισμού. Στην πράξη το διαχειριστικό κόστος του ΓεΣΥ είναι περίπου γύρω στο 1,6% δηλαδή πολύ χαμηλότερο από αυτό που επιτρέπει ο νόμος αλλά και από τα αντίστοιχα ποσοστά άλλων εθνικών συστημάτων υγείας».

Τέλος, σε ό,τι αφορά το ύψος των υποχρεωτικών εισφορών, στην έκθεση αναφέρεται ότι «τα ποσοστά εισφοράς στο ΓεΣΥ συγκαταλέγονται στα χαμηλότερα στην Ε.Ε. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η συνολική εισφορά στο ΓεΣΥ για εισόδημα ενός μισθωτού ανέρχεται στο 10,25% (μισθωτός 2,65% εργοδότης 2,9% πάγιο ταμείο 4,7%) ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία, η οποία χρηματοδοτεί το εθνικό σύστημα υγείας της με παρόμοιο τρόπο είναι στο 14,6% (μισθωτός 7,3% εργοδότης (7,3%)».

Αύξηση στις εισφορές θα μπορούσε ωστόσο να απαιτηθεί στην περίπτωση που στο σύστημα ενταχθούν όλες οι οδοντιατρικές υπηρεσίες.

«Περιθώριο για περαιτέρω σημαντική βελτίωση (του πακέτου υπηρεσιών) υπάρχει στην περίπτωση που συμπεριληφθούν οι οδοντιατρικές υπηρεσίες. Οι οδοντιατρικές υπηρεσίες σήμερα αποτελούν την πιο σημαντική απευθείας δαπάνη για τα νοικοκυριά. Αυτό βέβαια απαιτεί επαναξιολόγηση των σχετικών ποσοστών εισφοράς αφού εκτιμάται ότι αφορά δαπάνη πέραν των €100 εκατ.».

Προβλέψεις για τη συνέχεια και σύγκριση δαπανών

Σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις της πρώτης αναλογιστικής μελέτης (μετά την εφαρμογή του ΓεΣΥ), στην έκθεση αναφέρεται ότι αυτή «επιβεβαίωσε ότι δεν απαιτείται οποιαδήποτε διαφοροποίηση των ποσοστών χρηματοδότησης του Συστήματος. Συνεπώς παρά την συνεχή προσπάθεια που καταβάλλεται από τον ΟΑΥ για εμπλουτισμό του πακέτου υπηρεσιών του ΓεΣΥ, κάτι που προϋποθέτει και αύξηση δαπανών, εντούτοις το σύστημα παραμένει βιώσιμο με σημαντικά αποθέματα».

Αυτό, όπως τονίζεται, «δεν αναιρεί την ανάγκη για συνεχή αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης ιδιαίτερα στη βάση των εξελίξεων της ευρύτερης οικονομίας και τη λήψη μέτρων σε περίπτωση που στην πράξη ανατραπούν οι βασικές υποθέσεις της αναλογιστικής μελέτης».

Υπόψη στην οικονομική αξιολόγηση του ΓεΣΥ λήφθηκαν και τα δεδομένα που αφορούν τις δαπάνες υγείας στην Κύπρο και την Ε.Ε.

«Ένας δείκτης που δίνει μια καλή ένδειξη στο κατά πόσο το εθνικό σύστημα υγείας λειτουργεί αποδοτικότερα είναι ο δείκτης «εθνικές δαπάνες υγείας έναντι του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος». Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι οι δαπάνες του εκάστοτε εθνικού συστήματος υγείας δεν ταυτίζονται με τις εθνικές δαπάνες υγείας αφού οι εθνικές δαπάνες υγείας περιλαμβάνουν όλες ανεξαιρέτως τις δαπάνες υγείας, δηλαδή και εκείνες που πραγματοποιούνται εκτός του εθνικού συστήματος υγείας.

«Ο δείκτης αυτός είναι σημαντικός αφού σε περίπτωση που το εθνικό σύστημα υπολειτουργεί οι πολίτες αναγκάζονται, πέραν της υποχρεωτικής εισφοράς τους να καταβάλλουν σημαντικά ποσά για απευθείας ιδιωτικές δαπάνες ώστε να καλύψουν τις ανάγκες τους».

Από τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας διαφαίνεται ότι «ο εν λόγω μέσος ευρωπαϊκός δείκτης κυμαίνεται γύρω στο 10% ενώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας ανήλθε μέχρι και το 11%. Στην Κύπρο ο δείκτης μετά την εφαρμογή του ΓεΣΥ παραμένει συστηματικά κάτω από το 9%».