Ας υποθέσουμε πως θέτω στον εαυτό μου το ερώτημα: «Τι είσαι; Κύπριος; Έλληνας; Ελληνοκύπριος; Ελληνόφωνoς; Νεοκύπριος; Αυτόχθων Αρκαδοκύπριος; Ευρωπαίος; Ασιάτης; Φραγκολεβαντίνος; Tι από όλα τούτα τέλος πάντων ταιριάζει στην περίπτωσή σου;» Δεν ξέρω αν είναι ζήτημα επιλογής, και αν όντως εναπόκειται σε μένα να αποφασίσω. Επιβάλλεται πάντως ένα επιστημονικό συνέδριο, για να συμβάλει ακαδημαϊκά στη διερεύνηση των υποστασιακών μας στοιχείων, υπό την προϋπόθεση οι σύνεδροι να καταθέσουν τα όπλα τους στη γραμματεία πριν εισέλθουν στην αίθουσα του συνεδρίου. Έτσι θ’ αποτραπεί και το ενδεχόμενο να επιδοθούν σε πόλεμο οχυρωμένοι στα αμετακίνητα πιστεύω τους, μακριά από τη σωκρατική σωφροσύνη και την αριστοτελική επιστημοσύνη.

Όσο περνούν τα χρόνια καταλαβαίνω ακόμα πιο βαθιά πόση νηφαλιότητα και ορθοφροσύνη απαιτείται για να συλλάβει κανείς το πλήρες νόημα των πραγμάτων, μακριά από ιδεολογικούς εγκλωβισμούς. Στην Κύπρο ιδιαίτερα, οι ιστορικές διαμάχες και οι γεωπολιτικές συνθήκες διαμορφώνουν ένα ιδιότυπο πλαίσιο μέσα στο οποίο οι κάτοικοι του νησιού αναζητούν, ή μάλλον περιπλέκουν, τα υποστασιακά τους στοιχεία. Κάθε απόπειρα ομογενοποίησης των φυλετικών και γλωσσικών ταυτοτήτων παραβλέπει το γεγονός ότι η ουσιαστική μας ταυτότητα είναι εξ ορισμού αποτέλεσμα εσωτερικών ρυθμίσεων και συναίσθηση βαθύτερης μνήμης που μας συνέχει οντολογικά.

Η έννοια της ταυτότητας προαπαιτεί επομένως μια βαθιά κατανόηση της πολυπλοκότητας που φέρει κάθε άτομο, ως μέλος μιας κοινότητας, αλλά και ως ξεχωριστή οντότητα με προσωπική αναφορά σε ρυθμιστικές αξίες της εθνολογικής του υπόστασης. Φυσικά η ένταξή μας σε ένα σύστημα ιδεών εντείνει και το περίγραμμα του δογματικού αφηγήματος. Εάν ωστόσο το ζητούμενο είναι η αλήθεια, το πρώτο που θα πρέπει να εξετάσουμε είναι το τι εστίν αλήθεια, τους όρους δηλαδή επισήμανσης και αποδοχής της.

Το πρόβλημα καθ’ εαυτό εστιάζεται στην προδιαγεγραμμένη αλήθεια μας, που απεικονίζει προειλημμένες θέσεις επί χάρτου. Με άλλα λόγια, ο τύπος της «δικής μας αληθείας» προσδιορίζει και το πλαίσιο της θεωρητικής μας αντίληψης και των πρακτικών ενεργειών μας. Θα το πω απλούστερα: εφόσον η αλήθεια μας κινείται στις ράγες προδιατεταγμένης γραμμής, δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγει από την τροχιά της.

Προσωπικά, ονειρεύομαι την ανεξαρτησία του πνεύματος, που δεν επιτυγχάνεται χωρίς την απαραίτητη λαχτάρα για καθαρή ματιά, πέρα από εντάξεις σε apriori ετοιμοπαράδοτες αλήθειες. Αυτό διεγείρει την υποχρέωση να παίρνουμε θέση και να λέμε τη γνώμη μας γύρω από θέματα όχι μονάχα προσωπικής αλλά και σε θέματα ομαδικής (εθνικής) αυτογνωσίας.

Ένα τέτοιο θέμα, που προέκυψε πρόσφατα, είναι οι θέσεις και απόψεις, συνυφασμένες και με τον τρόπο με τον οποίο μια ομάδα τις κατέθεσε, στο συνοδευτικό λεύκωμα για τη συμμετοχή της Κύπρου στη Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής στη Βενετία. Εκείνο που εκπλήσσει είναι το εγχείρημα των μελών της ομάδας να εκπροσωπούν με την έκδοση αυτή επίσημα το κράτος και αφετέρου να το καταργούν χρησιμοποιώντας μιαν επίπλαστη ψευδοκυπριακή διατύπωση που ισοπεδώνει συμβολικά τον χαρακτήρα της ίδιας της κρατικής μας οντότητας με την ελεεινή μορφή ενός γλωσσικού ανακατέματος . Αυτό που ήθελαν πάντως να πουν το είπαν, αφελληνίζοντας την ίδια τη γλώσσα και, το χειρότερο, βιάζοντάς την – σ’ αυτό το νησί, που υφίσταται, πενήντα ένα τώρα χρόνια, τα «καλά» μιας εισβολής και κατοχής. Και το έκαναν επικαλούμενοι το αναφαίρετο δικαίωμα της ελεύθερης γνώμης. Πλην όμως, όταν η ελευθερία του λόγου παρεκκλίνει από την ουσία της ιστορίας και την πραγματικότητα της κατοχής, αρχίζει να αναπτύσσεται μια δεύτερη σκλαβιά, χειρότερη της πρώτης.

Το ζήτημα της ελευθερίας είναι μείζον. Έχει να κάνει με τον λόγο τον εσωτερικό της ψυχής, που παύει να είναι κούφιος ήχος όταν εκφωνείται στον καθαρό «αγέρα της ανδρείας», κατά τον τύπον του Διονύσιου Σολωμού.

Συνεπώς η ταυτότητα συνίσταται από ένα βαθύτερο επίπεδο εθνικής αυτεπίγνωσης που αγγίζει τον πυρήνα του είναι. Η ταυτότητα δεν πρέπει να χάνει τη βασική της δεσπόζουσα. Η σημασία της προσέγγισης αυτής έγκειται στο να αναγνωρίσουμε ότι το ερώτημα «ποιοι είμαστε», δεν εξαρτάται από το πώς μας αντιλαμβάνονται οι άλλοι, αλλά κυρίως από το πώς αντιλαμβανόμαστε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ανθρώπινης περιπέτειας. Και τούτο δεν έχει να κάνει μόνο με ό,τι πιστεύουμε, αλλά και με τον τρόπο που διατυπώνουμε την πίστη μας. Η αυθεντικότητα λοιπόν της γλώσσας κρύβει όλη τη μαγιά και την ουσία. Αν θέλεις να κλονίσεις την υπόσταση ενός τόπου και την αντοχή του στον χρόνο, τραυμάτισε τη συμπαγή μάζα της γλώσσας του. Διασάλεψε τον «αντιστασιακό» της πυρήνα με αφελείς απλοποιήσεις. Ο Βαλερύ το λέει καλύτερα: « Τι πιο προσβλητικό και ταπεινωτικό από το να σε απλουστεύουν;».

Εδώ θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε και την κλασική διαπίστωση του κοινωνιολόγου Μάρσαλ Μακ Λούαν, ότι «το μέσο είναι το μήνυμα». Και την επιτονίζει περαιτέρω, καθώς υπογραμμίζει ότι «όλες οι λέξεις σε κάθε γλώσσα είναι μεταφορές». Η μεταφορά είναι και μια «μετάφραση» ψυχής που χάνει την αληθινή της υπόσταση αν απολέσει τον ψιθυρισμό της πέτρας, τη γήινη δηλαδή και φυσική της θεμελίωση, με τη διασάλευση του γλωσσικού της οικοσυστήματος.

Εκείνο που τραυματίζει την καλαισθησία, από το προφανές ιδεολόγημα της συντακτικής ομάδας του λευκώματος στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής, είναι ο τρόπος με τον οποίο κακοποιείται η κυπριακή μας διάλεκτος. Αλλά ας μη προτρέχουμε, γιατί είναι αδιανόητο να χρησιμοποιείται καταρχάς η διάλεκτος σε επίσημο κείμενο που να εκπροσωπεί την Κύπρο διεθνώς! Πέρα από αυτό, η αφύσικη μετατροπή της διαλέκτου «σε γλώσσα του καφενέ», ουσιαστικά προσβάλλει τους εν τοις μνήμασι Βασίλη Μιχαηλίδη, Δημήτρη Λιπέρτη, Παύλο Λιασίδη, Κώστα Μόντη, Μιχάλη Πασιαρδή… Δεν θα υπεισέλθω στις αιτίες (έχουν ήδη αναπτυχθεί από άλλους) ως προς τις πλάγιες θέσεις του επίμαχου κειμένου, αλλά οφείλω να επισημάνω τη λεκτική του πλατφόρμα, που είναι συμβατή με αυτές. Και να υπενθυμίσω βέβαια τα ομηρικά τιμαλφή της ντοπιολαλιάς μας, τον «λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες», ο οποίος εις πείσμα όλων αυτών «εγεννήθη εις κεφαλήν γωνίας», ως ριζιμιό αγκωνάρι. Μιλάμε για τη διάλεκτό μας, που τα δικά της σπλάχνα μας προσφέρουν τη σταθερή εγγύηση και την απόδειξη του πατρογονικού μας είναι.

Ενδέχεται κάποιοι αναγνώστες να παραξενευτούν από αυτά που λέω, αλλά θα πρέπει να αποδεχτούν ότι «ο καθένας από εμάς είναι το μήνυμα που φέρνει μαζί του» και τον συναποτελεί. Συμπερασματικά, είμαστε φορείς και ενεργούμενα του δικού μας κόσμου και των προσωπικών μας επιλογών. Αν λόγου χάρη αποφασίζουμε μονολιθικά να χρίσουμε την κυπριακή διάλεκτο ως «ελληνοκυπριακή», ισομερίζουμε την επιτόπια γλώσσα με τη σύνοικο «τουρκοκυπριακή», όπου τον πρώτο λόγο έχουν τα πολιτικά κυρίως κριτήρια και όχι τα γλωσσικά. Η δε κακογουστιά στη χρήση μια τέτοιας «ελληνοκυπριακής», που παραφθέρνει τον αργέγονο χαρακτήρα και την πανάρχαια ελληνική ουσία της διαλέκτου (ασχέτως βέβαια των ιστορικών προσχώσεων από τη μίξη λαών), καθιστά φανερή την προγραμματισμένη από μέρους μας αλλοίωση των λεκτικών της χρωμοσωμάτων.

(Εγράφη εν Κύπρω το έτος 2025, εν αναμονή της κατάργησης της τουρκικής σημαίας στον Πενταδάκτυλο. Εγράφη με το όραμα της οικουμενικής συναδέλφωσης, χωρίς να χρειαστεί να αλλοιώσει ή να απολέσει κανείς το προσωπικό του πτέρωμα και τη λαλιά του.)