Ούτε μέρα δεν διαφοροποιήθηκε το Εφετείο, από την ποινή των 20 ετών φυλάκισης που επέβαλε το Κακουργιοδικείο Λάρνακας-Αμμοχώστου σε έναν παππού που κακοποιούσε σεξουαλικά την ανήλικη εγγονή του.

Ο καταδικασθείς είχε καταχωρήσει έφεση τόσο κατά της καταδίκης του όσο και για το ύψος της ποινής του. Το Εφετείο με σύνθεση που απάρτιζαν οι δικαστές Χ.Β. Χαραλάμπους, Μ. Παπαδοπούλου και Μ.Γ. Πικής έκρινε πως η υπόθεση αυτή είναι μια από τις πλέον σοβαρές που εξετάστηκαν.

Ο εφεσείων μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκε ένοχος σε: (α) Οκτώ κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού καταχρώμενος θέση εμπιστοσύνης, (β) οκτώ κατηγορίες βιασμού (γ) τέσσερεις κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού δια σεξουαλικών πράξεων άλλων από συνουσία, καταχρώμενος θέση εμπιστοσύνης, (δ) τέσσερεις κατηγορίες άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας (ε) μία κατηγορία αιμομιξίας και (στ) μία κατηγορία επίθεσης με πραγματική βλάβη.

Παραπονούμενη σε όλες τις κατηγορίες ήταν η ανήλικη εγγονή του εφεσείοντος, γεννηθείσα το 2009. Το Δικαστήριο τον καταδίκασε σε 20χρόνια φυλάκιση, αποδεχόμενος τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας.

Η καταδίκη προσβάλλεται με 13 λόγους έφεσης οι οποίοι αφορούν ως επί το πλείστον τον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία. Προσβάλλεται τόσο η διαδικασία αξιολόγησης και εξαγωγής ευρημάτων, όσο και η μη αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας. Επιπλέον προβάλλονται εισηγήσεις περί παραβίασης της δίκαιης δίκης και ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Επίσης προσβάλλονται οι επιβληθείσες ποινές, με ψηλότερες αυτές των 20 ετών, ως έκδηλα υπερβολικές. Οι πράξεις για τις οποίες κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων εκτείνονται σε περίοδο από τον Δεκέμβριο του 2020 μέχρι και τον Ιούλιο του 2021.

Το Εφετείο απέρριψε τη θέση της υπεράσπισης ότι τα αδικήματα τα διέπραξε άλλος, και τόνισε ότι «δεν διστάζουμε να αναφέρουμε ότι η υπό κρίση περίπτωση είναι από τις σοβαρότερες του είδους της.

Ο εφεσείων ήταν παππούς της 11χρονης παραπονούμενης, ένα πρόσωπο στο οποίο αυτή αποτείνετο για προστασία ιδιαίτερα αφού οι γονείς της ήσαν διαζευγμένοι και οι καταστάσεις διαβίωσης της καταδείκνυαν παραμέληση της. Αντί τέτοιας προστασίας, ο εφεσείων καταχρώμενος την εμπιστοσύνη που το μικρό παιδί τού έδειχνε, χρησιμοποίησε αυτήν την εμπιστοσύνη για να ικανοποιήσει τις διαστροφές του. Δεν μπορεί να μην προκαλέσει αποτροπιασμό το ότι ταυτόχρονα ο εφεσείων εξηγούσε στην παραπονούμενη ότι με αυτά που της έκανε και τις λοιπές άνομες πράξεις στις οποίες ο ίδιος προέβαινε, διαφύλασσε δήθεν ταυτόχρονα την «αγνότητα» της για τον μελλοντικό της σύζυγο. Το Άρθρο 19(γ) του Ν.91(Ι)/14 προβλέπει ότι όπου το αδίκημα διεπράχθη από μέλος της οικογένειας του θύματος, ή από πρόσωπο που έχει προβεί σε κατάχρηση θέσεως εμπιστοσύνης, επιρροής ή εξουσίας, θα λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο ως επιβαρυντικός παράγοντας”.

Στην απόφασή του το Εφετείο έκρινε ότι το Κακουργιοδικείο ορθά κατέγραψε ότι η περίπτωση φέρνει στην επιφάνεια μια αρρωστημένη και απεχθή συμπεριφορά η οποία υποσκάπτει τα θεμέλια της οικογένειας όπως τα γνωρίζουμε.

Τόνισε, περαιτέρω, τον έντεχνο τρόπο που ο εφεσείων χρησιμοποίησε για να προβεί στις αποτρόπαιες πράξεις του παρουσιάζοντας τες ως παιχνίδι, την συνεχή και συστηματική κακοποίηση της παραπονούμενης και το γεγονός ότι τη μία φορά που η παραπονούμενη αντιστάθηκε την χτύπησε προκαλώντας της πραγματική σωματική βλάβη, ενώ σε άλλες περιπτώσεις της έλεγε ότι δεν θα πάνε βόλτα με τα σκυλιά αν δεν ενδώσει.

«Δεν συμφωνούμε ότι οι επιβληθείσες ποινές είναι έκδηλα υπερβολικές. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, πρόκειται για ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση η οποία προκαλεί αποστροφή. Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών ήταν ενδεδειγμένη», κατέληξαν οι τρεις δικαστές.