Σε μια περίοδο ραγδαίων αλλαγών και προκλήσεων για τον πρωτογενή τομέα, το Τμήμα Γεωργίας προχωρά δυναμικά στον εκσυγχρονισμό της κυπριακής γεωργίας, στοχεύοντας στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας του τομέα. Παρά τις διαχρονικές δυσκολίες και τη φθίνουσα συνεισφορά στο ΑΕΠ, η γεωργία παραμένει πυλώνας για την οικονομία, το περιβάλλον και την κοινωνική συνοχή της υπαίθρου.
Η κυπριακή οικονομία, κυρίως από το 2000 μέχρι και σήμερα, χαρακτηρίζεται από τη μεγέθυνση του τριτογενή τομέα (υπηρεσίες) και τη συρρίκνωση των άλλων δύο τομέων της οικονομίας (πρωτογενή και δευτερογενή).
Η γεωργία σήμερα συμβάλλει μόλις κατά 1,8% στο ΑΕΠ και απασχολεί το 3,4% του εργατικού δυναμικού, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία. Αν ωστόσο ληφθεί υπόψη και η μεταποιητική βιομηχανία τροφίμων, τα ποσοστά εκτοξεύονται: 6% στο ΑΕΠ, 11% στην απασχόληση και 30% στις εξαγωγές. Αυτό αποδεικνύει ότι η γεωργία, πέρα από οικονομική δραστηριότητα, έχει κρίσιμο ρόλο στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού, στην παροχή πρώτων υλών, στην προστασία του περιβάλλοντος και στην ανάδειξη της παράδοσης.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΚΟΑΠ (2024), οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις αριθμούν τις 28.782, με μέση έκταση ανά αιτητή τα 4,5 εκτάρια. Ωστόσο, το 85% αφορά μικρές εκμεταλλεύσεις κάτω των 5 εκταρίων, που καλύπτουν μόλις το 28% της συνολικής έκτασης.
Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα είναι η γήρανση του αγροτικού πληθυσμού. Η μέση ηλικία των αγροτών παραμένει στα 63 έτη, ενώ το 76% είναι άνω των 55. Ελάχιστοι διαθέτουν γεωργική εκπαίδευση: μόνο το 0,4% έχει πλήρη κατάρτιση.
Η διαρθρωτική αυτή εξέλιξη είναι κυρίως αποτέλεσμα της μεταβολής του πλαισίου λειτουργίας του αγροτικού τομέα μετά την ένταξη στην ΕΕ και πιο συγκεκριμένα της μείωσης του προστατευτισμού, της κατάργησης της στήριξης των τιμών, της αποσύνδεσης της ενίσχυσης από την παραγωγή, της ταυτόχρονης μείωσης των τιμών και των επιδοτήσεων, της αύξησης του κόστους εισροών, του ανοίγματος των αγορών και της λειτουργίας του γεωργικού τομέα σε ένα έντονο ανταγωνιστικό πλαίσιο.
Η γεωργία στην Κύπρο επηρεάζεται άμεσα από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Ανομβρία, ξηρασία, ακραία καιρικά φαινόμενα, μειώνουν την παραγωγικότητα και την ποιότητα των προϊόντων, αυξάνοντας παράλληλα τις ασθένειες και το κόστος.
Το Τμήμα Γεωργίας έχει θέσει σε εφαρμογή ένα νέο Σύστημα Διαχείρισης Κινδύνων, χρηματοδοτούμενο από Εθνικούς Πόρους, για την προστασία των παραγωγών από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Το Σύστημα Διαχείρισης Κινδύνων αποτελεί το «δίχτυ ασφαλείας» των παραγωγών απέναντι στις απειλές και κρίσεις. Η διαχείριση των κινδύνων στη γεωργική παραγωγή γίνεται μέσω της εφαρμογής Σχεδίων που διαχειρίζεται το Τμήμα Γεωργίας και τα οποία χρηματοδοτούνται από Εθνικούς Πόρους, μέσω του Ταμείου Προστασίας και Ασφάλισης της Γεωργικής Παραγωγής.
Προτεραιότητα η ανταγωνιστικότητα – Νέα στρατηγική μέχρι το 2029
Σε απάντηση στα πιο πάνω προβλήματα, εκπονήθηκε η Μελέτη για την Ανάπτυξη του Γεωργικού Τομέα, η οποία αποτέλεσε τη βάση της νέας Στρατηγικής για την Ανάπτυξη του Πρωτογενούς Τομέα, που εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 2 Οκτωβρίου 2024.
Η Στρατηγική καλύπτει την περίοδο 2024–2029 και περιλαμβάνει 11 Δράσεις, με προτεραιότητα στους επαγγελματίες αγρότες: Πράσινη Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα, Ενίσχυση Κτηνοτροφίας, Νέα Χρηματοδοτικά Εργαλεία, Προώθηση Αγροδιατροφικών Προϊόντων, Ενίσχυση της Θέσης των Αγροτών στην Αλυσίδα Αξίας, Ποιότητα και Πιστοποίηση Προϊόντων, Επαγγελματική Κατάρτιση, Θεσμοθέτηση Γραφείων Γεωργού, Χωροταξική Ανάπτυξη και Αξιοποίηση Γης, Διαχείριση Κινδύνων, Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, Ανάδειξη Κυπριακών Προϊόντων και Ενίσχυση Ντόπιας Παραγωγής.
Έμφαση δίνεται στην προώθηση προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως τα ΠΟΠ και ΠΓΕ. Ήδη 13 κυπριακά προϊόντα έχουν καταχωρηθεί στην ΕΕ, ανάμεσά τους το Χαλλούμι, το Λουκούμι Γεροσκήπου και το Παφίτικο Λουκάνικο. Συγκεκριμένα, σε σχέση με τα ΠΓΕ και ΠΟΠ, έχουν ήδη καταχωρηθεί ως ΠΓΕ 11 προϊόντα, το Λουκούμι Γεροσκήπου, η Κουφέτα Αμυγδάλου Γεροσκήπου, το Παφίτικο Λουκάνικο, το Γλυκό Τριαντάφυλλο Αγρού, το Χοιρομέρι Πιτσιλιάς, το Λουκάνικο Πιτσιλιάς, η Λούντζα Πιτσιλιάς, τα Μακαρόνια της Σμύλας/ Μακαρόνια του Σκλινιτζιού, τα Χαλίτζια Τηλλυρίας, τα Τερτζιελλούθκια και το Ροδόσταγμα Αγρού. Ως ΠΟΠ έχουν καταχωρηθεί δύο προϊόντα, το Κολοκάσι Σωτήρας/ Κολοκάσι – Πούλλες Σωτήρας και το Χαλλούμι. Περαιτέρω, έχει διαβιβαστεί στην Ε.Ε, για εξέταση σε κοινοτικό επίπεδο, ο φάκελος για την Κυπριακή Πατάτα Κοκκινογής.
Επίσης, θεσμοθετείται σήμα κυπριακού προϊόντος, για την ενίσχυση της ταυτότητας και προστασίας των ντόπιων αγαθών, αλλά και η καταπολέμηση Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών στην αλυσίδα εφοδιασμού.
Το Παρατηρητήριο Τιμών «e-κοφίνι» ήδη λειτουργεί για τα οπωροκηπευτικά, ενώ ετοιμάζεται και νέο Χρηματοδοτικό Εργαλείο για νέους αγρότες, μέσω συνεργασίας με τράπεζες. Πιο συγκεκριμένα το χρηματοδοτικό εργαλείο θα απευθύνεται στους νέους αγρότες που έχουν πρόσφατα εγκριθεί από τα σχετικά Μέτρα του ΠΑΑ 2014 – 2020 και θα καλύπτει και τους επόμενους αιτητές των επενδυτικών μέτρων του Στρατηγικού Σχεδίου ΚΑΠ 2023 – 2027. Το χρηματοδοτικό αυτό εργαλείο έχει ως στόχο, τόσο την κάλυψη της ανάγκης ρευστότητας όσο και πιο μακροπρόθεσμα, τη συμβολή για τη βελτίωση της βιωσιμότητας των αγροτικών εκμεταλλεύσεων της γεωργίας και κτηνοτροφίας.
Σημαντικές αλλαγές προωθούνται και στον τομέα της πατατοκαλλιέργειας, με την αναδιάρθρωση του Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Πατατών και τη δημιουργία νέου Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου και ιδιωτικής εταιρείας για την εμπορική του δραστηριότητα.
Κοινή Αγροτική Πολιτική: Οικονομική ενίσχυση και αναπτυξιακά μέτρα
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) παραμένει το βασικό εργαλείο στήριξης του τομέα. Το Στρατηγικό Σχέδιο ΚΑΠ 2023–2027, με συνολικό προϋπολογισμό €455 εκατομμύρια (€378 εκατ. από ΕΕ), περιλαμβάνει: Άμεσες Ενισχύσεις (€238 εκατ.) Τομεακές Παρεμβάσεις (€18 εκατ.) Αγροτική Ανάπτυξη (€199 εκατ.) Μέχρι το τέλος του 2024, είχαν ήδη εκταμιευθεί πάνω από €119 εκατ.
Παράλληλα, μέσω του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, υλοποιούνται δράσεις για την κατάρτιση νέων επαγγελματιών στη γεωργία, με χορηγίες υποτροφιών.
Η κυπριακή γεωργία βρίσκεται ενώπιον κρίσιμων μεταρρυθμίσεων. Η νέα στρατηγική ανάπτυξης, συνδυάζοντας εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους, φιλοδοξεί να οδηγήσει τον πρωτογενή τομέα σε ένα πιο βιώσιμο, ανταγωνιστικό και εξωστρεφές μέλλον.