Αποζημίωση ύψους €97.500 καλείται να καταβάλει η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ) σε ιδιοκτήτρια κατοικίας στο χωριό Πλατανιστάσα της επαρχίας Λευκωσίας, μετά από πυρκαγιά που ξέσπασε έπειτα από έντονη βροχόπτωση, τα μεσάνυχτα της 13ης με 14ης Ιανουαρίου 2012. Η ιδιοκτήτρια είχε καταχωρήσει αστική αγωγή εναντίον της ΑΗΚ, διεκδικώντας αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστη η κατοικία της, ισχυριζόμενη ότι η φωτιά προκλήθηκε με ευθύνη της ΑΗΚ. Μετά από 11 χρόνια δικαστικής διαδικασίας, το Επαρχιακό Δικαστήριο της Λευκωσίας έκανε δεκτή την αγωγή της και διέταξε την ΑΗΚ να της καταβάλει το πιο πάνω ποσό, πλέον νόμιμων τόκων και δικηγορικών εξόδων.

Η αγωγή στηρίχθηκε στον ισχυρισμό της ενάγουσας (ιδιοκτήτριας) ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από βραχυκύκλωμα στα ηλεκτρικά καλώδια της ΑΗΚ, τα οποία βρίσκονταν πολύ κοντά στην οικία και συνδέονταν με αυτή μέσω ξύλινου κουτιού του μετρητή. Σύμφωνα με τα ευρήματα των εξετάσεων από διάφορους εμπειρογνώμονες, η πυρκαγιά οφειλόταν σε ηλεκτρικό βραχυκύκλωμα, ενώ αποκλείστηκε οποιαδήποτε κακόβουλη ή εγκληματική ενέργεια. Εξ όσων διαφάνηκε από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, αν και η ΑΗΚ είχε αποσυνδέσει τον μετρητή από την κατοικία της ιδιοκτήτριας, τα καλώδια παρέμεναν συνδεδεμένα και ενεργά με αποτέλεσμα αυτά να προκαλέσουν τη φωτιά.

Από την πλευρά της, η ΑΗΚ αρνήθηκε οποιαδήποτε ευθύνη, υποστηρίζοντας ότι η κατοικία ήταν ασφαλισμένη, ότι η ηλεκτροδότηση είχε διακοπεί ήδη από το 2011, και ότι η συντήρηση του κουτιού και του μετρητή αποτελούσε ευθύνη του καταναλωτή. Επιπλέον, υποστήριξε ότι η πυρκαγιά πιθανόν να προκλήθηκε από κεραυνό και όχι από τα δικά της δίκτυα, ενώ ανέφερε πως το ρεύμα είχε διακοπεί και επομένως δεν μπορούσε να προκληθεί φωτιά από τα καλώδια της.

Για την υπόθεση κατέθεσαν δέκα μάρτυρες από την πλευρά της ενάγουσας και δύο από την πλευρά της ΑΗΚ.

Σε πολυσέλιδη απόφαση 35 σελίδων, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η πυρκαγιά ξεκίνησε από εγκατάσταση που τελούσε υπό την ευθύνη της ΑΗΚ. Όπως σημειώνεται στην απόφαση, «αν υπήρχε επιμέλεια και ομαλή λειτουργία του συστήματος παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, δεν θα προέκυπτε βραχυκύκλωμα σε καλώδια ούτε φωτιά που να εξαπλωθεί στην κατοικία».

Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι «η ΑΗΚ, ως μια εταιρεία παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, πόσο μάλλον μία μονοπωλιακή εταιρεία για την οποίαν οι καταναλωτές κατέβαλλαν και καταβάλλουν υψηλό κόστος για την παροχή ηλεκτρισμού, οφείλει να διατηρεί το δίκτυο παροχής ενέργειάς της ασφαλές σε κανονικές συνθήκες (και οι κανονικές συνθήκες δεν μπορεί και παρά να περιλαμβάνουν και βροχόπτωση, ακόμη και τη λεγόμενη “κακοκαιρία”)». Όπως επισήμανε το Δικαστήριο, δεν τέθηκε κάποια μαρτυρία για τόσο ακραίες καιρικές συνθήκες οι οποίες να ήταν τέτοιες που να μην αναμένονταν λογικά να προκαλέσουν βλάβες σε ένα δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας. Υπήρξαν απλώς, όπως επισήμανε το Δικαστήριο, κάποιες γενικές και αόριστες εικασίες περί κεραυνού χωρίς όμως να δοθεί οποιαδήποτε πρόσθετη ή έστω ενισχυτική μαρτυρία που προς αυτή την κατεύθυνση. Συνεπώς κατέληξε το Δικαστήριο, δεν μπορεί παρά να προκύπτει εφαρμογή της αρχής Res Ipsa Loquitur («το πράγμα μιλά από μόνο του»). Δηλαδή με απλά λόγια στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, δεν θα προέκυπτε πυρκαγιά λόγω βραχυκυκλώματος μετά από βροχή.

Τελικά, 13 ολόκληρα χρόνια μετά την πυρκαγιά, η απαίτηση της ιδιοκτήτριας έγινε αποδεχτή και το Δικαστήριο αποφάσισε υπέρ της ιδιοκτήτριας, επιδικάζοντας αποζημίωση ύψους €97.500, συν δικηγορικά έξοδα και νόμιμους τόκους από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, το 2014. Την υπόθεση χειρίστηκε εκ μέρους της ιδιοκτήτριας η δικηγόρος Βικτώρια Γαμβρουδίου για το Δικηγορικό Γραφείο Αγαθοκλέους – Νεοφύτου και Σια ΔΕΠΕ.