Μετά από πέντε σχεδόν χρόνια συζητήσεων, μελετών, διαφωνιών, συστάσεων και πολλών δισεκατομμυρίων για την ανάπτυξη νέων σκευασμάτων, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εξέδωσε την πρώτη παγκόσμια κατευθυντήρια οδηγία για την χρήση θεραπειών GLP-1 για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.

Μάλιστα, οι συστάσεις του ΠΟΥ αφορούν τρεις συγκεκριμένες ουσίες οι οποίες περιέχονται σε έξι συνολικά σκευάσματα που μέχρι σήμερα προορίζονταν, κάποια αυστηρά, μόνο για τον διαβήτη. Πρόκειται για τις ουσίες liraglutide (σκευάσματα: Saxenda / Victoza), semaglutide (σκευάσματα: Wegovy / Ozempic) και tirzepatide (σκευάσματα: Zepbound / Mounjaro).

Οι δύο πρώτες ουσίες είναι αγωνιστές GLP-1, ενώ η tirzepatide είναι διπλός αγωνιστής GIP/GLP-1, ωστόσο συμπεριλαμβάνεται στην οδηγία, καθώς χρησιμοποιείται για τη μακροχρόνια αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.

Η ανακοίνωση έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν με παχυσαρκία και όπως επισημαίνει ο παγκόσμιος οργανισμός, χωρίς αποφασιστική δράση, ο αριθμός αυτός αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2030. Το 2024, η παχυσαρκία συνδέθηκε με 3,7 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως.

Ο ΠΟΥ υπενθυμίζει ότι τον Σεπτέμβριο του 2025 οι θεραπείες GLP-1 είχαν προστεθεί στη λίστα βασικών φαρμάκων για τη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2 σε ομάδες υψηλού κινδύνου.

Απαραίτητη προϋπόθεση
Με τη νέα οδηγία, ο Οργανισμός προχωρά σε «υπό όρους» συστάσεις για τη χρήση των θεραπειών αυτών και στην παχυσαρκία, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι επιβάλλεται «συνολική προσέγγιση» η οποία πρέπει να περιλαμβάνει υγιεινή διατροφή, τακτική σωματική δραστηριότητα και υποστήριξη από επαγγελματίες υγείας.

Όπως ανέφερε στη σχετική δήλωσή του ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ, δρ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους, η καθοδήγηση αυτή αναγνωρίζει ότι η παχυσαρκία «είναι μια χρόνια νόσος που μπορεί να αντιμετωπιστεί με ολοκληρωμένη και διά βίου φροντίδα», υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι «τα φάρμακα από μόνα τους δεν θα λύσουν την παγκόσμια κρίση υγείας».

Ο ΠΟΥ τονίζει ότι η παχυσαρκία αποτελεί σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης σοβαρών ασθενειών, όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο διαβήτης τύπου 2 και ορισμένα είδη καρκίνου, ενώ συμβάλλει και σε χειρότερη έκβαση κάποιων λοιμώξεων.

Στην οδηγία του ο ΠΟΥ υπογραμμίζει ότι «η αποτελεσματική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας απαιτεί μια συνολική στρατηγική, η οποία περιλαμβάνει τη δημιουργία υγιέστερων περιβαλλόντων, την προστασία των ατόμων υψηλού κινδύνου και την πρόσβαση σε διά βίου, ανθρωποκεντρική φροντίδα».

Οι θεραπείες αυτές, τονίζεται στη σχετική ανακοίνωση, μπορούν να χορηγούνται σε ενήλικες, εξαιρουμένων των εγκύων. «Παρά τη διαπιστωμένη αποτελεσματικότητά τους στην απώλεια βάρους και στη βελτίωση μεταβολικών δεικτών, η σύσταση παραμένει, υπό όρους, λόγω περιορισμένων δεδομένων για τη μακροχρόνια ασφάλεια, του υψηλού κόστους και της ανεπαρκούς ετοιμότητας πολλών συστημάτων υγείας».

Το παγκόσμιο οικονομικό της κόστος προβλέπεται να φθάσει τα 3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έως το 2030, με τον ΠΟΥ να προειδοποιεί για ενδεχόμενη «αύξηση παραποιημένων και υποβαθμισμένων προϊόντων GLP-1 λόγω της υψηλής ζήτησης» και να καλεί «σε αυστηρή εποπτεία, ρυθμιζόμενη διανομή και διεθνή συνεργασία για την προστασία της δημόσιας υγείας».