Ο Χριστόδουλος Γ. Παχουλίδης γράφει με αφορμή τη σημερινή εορτή της Θείας Μεταμόρφωσης του Κυρίου.

Ο Κύριος, σαράντα ημέρες προ του σωτηριώδους Αυτού Πάθους, παραλαμβάνει τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, οι οποίοι ανήκαν στον στενό κύκλο των μαθητών Του και αναβαίνει στο όρος Θαβώρ και εκεί, «μεταμορφώνεται έμπροσθεν αυτών», για να τους  προετοιμάσει ώστε, όταν θα Τον δουν να πάσχει επί του Σταυρού, να μην εκλάβουν από το γεγονός αυτό, ότι είναι ένας κοινός άνθρωπος και σκανδαλισθούν, αλλά να είναι βέβαιοι, ότι ο πάσχων Διδάσκαλός τους, δε παύει να είναι «Ο αγαπητός Υιός του Θεού» (Ματθ. ιζ΄5). 

Οι τρεις μαθητές του Χριστού γίνονται μάρτυρες της άκτιστης δόξας Του, όσον βέβαια μπορούσαν οι πεπερασμένες  αισθήσεις τους να τη δεχτούν. Είδαν το πρόσωπο Του Χριστού να λάμπει «ως ο ήλιος»  και τα ιμάτιά Του να είναι «λευκά ως το φως» (Ματθ. ιζ΄ 2). Τόσο δυνατή ήταν η λάμψη του Κυρίου. Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας συμφωνούν, ότι το υπέρλαμπρο αυτό φως, που αξιώθηκαν να δουν οι τρεις άγιοι Απόστολοι δεν ήταν ένα συνηθισμένο λαμπρό φως, αλλά το άκτιστο φως της Θεότητας. Ήταν το «απρόσιτον», κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, το «άκτιστον», «απόρρητον», «υπερφυές», κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, (ομιλία 34,34 και 35, εις Σεπτήν Μεταμόρφωσιν), που αξιώθηκαν να δουν με τα χοϊκά τους μάτια, «καθώς ηδύναντο».

Σύμφωνα με τη διδασκαλία του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτη, «η θεία φύσις έλαμψε σήμερον εις το Θαβώριον όρος, αρρήτως και υπέρ λόγον, όχι με όλον το ιδικόν της άκτιστον φως, διότι εξάπαντος, όχι μόνον ήθελαν τυφλωθή οι οφλαλμοί των Αποστόλων, αλλά και ήθελαν αποθάνῃ, μη υποφέροντες την υπερβολήν του φωτός» (εορτοδρόμιον αυτού, Βενετία 1836, σελ.602). Έτσι « παρήνοιξε, ως ευδόκησεν, ολίγον της Θεότητος, και τοις μύσταις έδειξε τον εκοικούντα Θεόν». Το άκτιστο φως, που ακτινοβολεί από το Θεάνθρωπο πρόσωπο του Χριστού, αποκαλύπτει τη Θεότητά Του, η οποία μέχρι τη στιγμή εκείνη κρυβόταν επιμελώς από Αυτόν. Μέχρι εκείνης της στιγμής, ο Κύριος συγκάλυπτε τη δόξα της Θεότητάς Του.

Στο Θαβώριο όρος αφήνεται προς στιγμής, από τον ίδιο τον Κύριο, να φανεί ενώπιον των τριών μαθητών Του, η θεϊκή Του δόξα, η οποία πάντοτε, «εξ άκρας συλλήψεως», υπήρχε μέσα Του, γιατί «εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. β΄ 9).

Αυτό το «θείον» και «υπερφυές» και «άκτιστον» φως, το οποίο είδαν οι τρεις άγιοι Απόστολοι, ήταν κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, οι άκτιστες ενέργειες και όχι η αμέριστη και ακατάληπτη ουσία του Θεού (Ομιλία Γρ. Παλαμά, αρ. 34, εις την σεπτήν Μεταμόρφωσιν). Αυτήν τη δόξα και λαμπρότητα, την οποία, φύσει έχουν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και έχουν και κατά χάριν οι άγγελοι, μπορούμε να αποκτήσουμε και εμείς οι άνθρωποι. Πρέπει  όμως πρώτα να αποβάλουμε το σαρκικό φρόνημα και να ζούμε «βίον ακηλίδωτον». Να είναι άψογη και ανεπισκίαστη η χριστιανική  συμπεριφορά μας και φωτεινή η ζωή και τα έργα μας. Τότε θα γίνει πραγματικότητα και για τον καθένα από μας, το «ούτω λαμψάτω το  φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων…» (Ματθ. ε΄ 16). Προς αυτό το  ιδανικό, μας καλεί η Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου, «ίνα τείνωμεν». Αμήν…