Ως ουσιώδους σημασίας με προεκτάσεις χαρακτηρίζεται χθεσινή ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στο πλαίσιο εκδίκασης σοβαρής υπόθεσης παιδικής πορνογραφίας. Απέρριψε ένσταση που βασιζόταν στην πολυσυζητημένη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (27/10/2021) για τη διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. Ταυτόχρονα, μέσω της εν λόγω ετυμηγορίας, δίδει άλλη τροπή στο όλο ζήτημα.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο και συγκεκριμένα ο επαρχιακός δικαστής, Μ. Χαραλάμπους, στο πλαίσιο δίκης εντός δίκης, διαφοροποιήθηκε από τη γνωστή απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστικού σώματος. Συγκεκριμένα, αποδέχθηκε ως μαρτυρία τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που αφορούν σε διεύθυνση «ΙP» του κατηγορούμενου, υιοθετώντας τις θέσεις της Νομικής Υπηρεσίας.

Εξετάζοντας ένσταση της υπεράσπισης, έκρινε πως η διερεύνηση της Αστυνομίας και συγκεκριμένα ο τρόπος που αυτή ταυτοποίησε τον κατηγορούμενο, εξασφαλίζοντας από την εταιρεία παροχής διαδικτύου το «ip address» (δεδομένα πρωτοκόλλου χρήστη του διαδικτύου) του τελευταίου, ήταν καθ’ όλα νόμιμη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Υπόθεση Ζαβράντωνα: «Αγκάθι» πάλι τα τηλεπικοινωνιακά

Σε διαφορετική περίπτωση η σοβαρή αυτή υπόθεση ενδεχομένως να «έπεφτε», αφού τα στοιχεία που συνδέουν τον κατηγορούμενο με την κατοχή και διακίνηση των ηλεκτρονικών αρχείων, δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν.

Το όλο θέμα λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις αν αναλογιστούμε την ετυμηγορία της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τον Οκτώβριο του 2021. Το 13μελές σώμα είχε καταλήξει με οριακή πλειοψηφία (7-6) να κηρύξει –στην ουσία– παράνομη την παρακράτηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων πελατών από πλευράς παρόχων.

Να σημειωθεί ότι ένα «IP Adress» είναι μια μοναδική διεύθυνση, εγγεγραμμένη στο όνομα του ατόμου που χρησιμοποιεί συνδρομητικά διαδίκτυο.

Ο συνήγορος υπεράσπισης του ατόμου που κατηγορείται για αδικήματα κατοχής, εξασφάλισης και διανομής υλικού παιδικής πορνογραφίας, υπέβαλε ένσταση κατά τη μαρτυρία αστυνομικού ανακριτή στη διαδικασία ενώπιον του  δικαστηρίου. Το μέλος της Αστυνομίας ήταν στο εδώλιο και ήταν έτοιμο να καταθέσει δεδομένα που εξασφαλίστηκαν από την εταιρεία/πάροχο διαδικτύου και τα οποία οδήγησαν στον εντοπισμό του κατηγορούμενου. Εκείνη τη στιγμή ο δικηγόρος του τελευταίου με γραπτό σημείωμα που υπέβαλε ήγειρε ζήτημα υποκλοπής επικοινωνίας του πελάτη του και παραβίαση βασικών συνταγματικών του δικαιωμάτων. Επικαλέστηκε, μάλιστα, το Ενωσιακό Δίκαιο.

Το Δικαστήριο αφού πρώτα άκουσε και τις δύο πλευρές, κατέληξε να γίνει δίκη εντός δίκης και στο επίκεντρο της διαδικασίας βρέθηκε η απόφαση της ολομέλειας του δευτεροβάθμιου δικαστικού σώματος που είχε ληφθεί περί τα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου και η οποία ανέφερε πως είναι αντισυνταγματική η παρακράτηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων από τους παρόχους, δηλαδή από τις εταιρείες υπηρεσιών τηλεφωνίας και διαδικτύου. 

Η επιχειρηματολογία

Ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, Ανδρέας Αριστείδης, κάλεσε το Δικαστήριο να αποστεί από την απόφαση του Οκτωβρίου, όσον αφορά το θέμα της διεύθυνσης «IP». Επικαλέστηκε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμένη απόφασή του που υπό συγκεκριμένες συνθήκες καθιστά επιτρεπτή τη γενική και αδιάκριτη διατήρηση δεδομένων από τον πάροχο. Όπως ανέφερε, μια τέτοια εξαίρεση αφορά και τη διατήρηση από τον διαδικτυακό πάροχο των διευθύνσεων «IP».

Ο συνήγορος υπεράσπισης, από την άλλη, αναφέρθηκε στην απόφαση για τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα εκφράζοντας τη θέση ότι δεν υπάρχει σήμερα ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τη διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων των πολιτών. Πρόσθεσε πως τα άρθρα του σχετικού Νόμου συμπεριλαμβανομένου και του άρθρου 6 που ρυθμίζει τη διατήρηση από τον πάροχο των IP addresses κρίθηκαν ανίσχυρα, ως παραβιάζοντα θεμελιώδη δικαιώματα και κατ’ αναλογία αντισυνταγματικά. Περαιτέρω ανέφερε ότι το διάταγμα για πρόσβαση στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του πελάτη του, εκδόθηκε στη βάση άρθρων τα οποία κρίθηκαν ανίσχυρα συνταγματικά από την ολομέλεια του Ανωτάτου (27/10/2022).    

«Συμβατή με το Ενωσιακό δίκαιο»

Το Επαρχιακό Δικαστήριο, λοιπόν, σύμφωνα με το ακριβές λεκτικό της χθεσινής του απόφασης, έκρινε «ότι η ένσταση της Υπεράσπισης ως προς την κατάθεση του εν λόγω Τεκμηρίου θα πρέπει να απορριφθεί». Αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία του, αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Στην εν λόγω υπόθεση λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τα νομοθετικά μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη, τα οποία προβλέπουν την προληπτική διατήρηση των διευθύνσεων IP και των δεδομένων που αφορούν την ταυτότητα με σκοπό την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και την προστασία της δημόσιας ασφάλειας», σημειώνεται μεταξύ άλλων στην απόφαση, ενώ αφού πρώτα παραθέτει αποσπάσματα της σχετικής ετυμηγορίας του ΔΕΕ, ο Δικαστής Μ. Χαραλάμπους καταλήγει: «Επομένως το ΔΕΕ ρητά και ξεκάθαρα αποφάσισε ότι η γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των διευθύνσεων IP addresses δεν είναι αντίθετη με την οδηγία 2002/58. Συνεπώς η διατήρηση εκ μέρους του διαδικτυακού παροχέα του IP address των χρηστών του διαδικτύου, είναι συμβατή με το Ενωσιακό Δίκαιο με αποτέλεσμα να μην παραβιάζεται οποιοδήποτε θεμελειώδες συνταγματικό δικαίωμα του κατηγορούμενου. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι τα κατ’  ισχυρισμόν αδικήματα της υπό εξέτασης υπόθεσης διαπράχθηκαν μέσω του διαδικτύου και σχετίζονται με την απόκτηση, διάδοση, μετάδοση ή διάθεση στο διαδίκτυο παιδικής πορνογραφίας».