Το είχα γράψει και παλαιότερα, με άλλη αφορμή, δεν έχω κανένα πρόβλημα να το επαναλάβω και τώρα. Με ενοχλεί η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται κάποιες φορές και από ορισμένους, μετρημένους στα δάχτυλα των χεριών, το Κυπριακό και η εντύπωση που δίδεται ότι αυτό είναι δυνατόν να επιλυθεί μεταξύ τυρού και αχλαδίου. Ενίοτε, μάλιστα, κάποιες των περιπτώσεων φαράζουν ακόμα κι εμένα, που είμαι υπέρ της διαπραγματευτικής διαδικασίας και των προσπαθειών που καταβάλλονται (;) για επίλυση του προβλήματος. Συνεπώς, όταν θες να περάσεις το μήνυμα ότι είναι πολιτικοί οι λόγοι που έκλεισαν τα οδοφράγματα, δεν διαμαρτύρεσαι -για να φέρω ένα παράδειγμα- ότι δεν σε αφήνουν να πιεις καφέ με τους φίλους σου, δεδομένου μάλιστα ότι με τους φίλους σου μπορείς να πιεις καφέ περνώντας από το παραδίπλα οδόφραγμα, όπως έπραξαν και πράττουν εκατοντάδες άλλοι. Και ο λόγος που με ενοχλεί είναι διπλός. Διότι, πρώτον, προσωπικά δεν αντιμετωπίζω την παρούσα κατάσταση ως κανονικότητα και, δεύτερον, επειδή αναίτια και χωρίς κέρδος κέρατα, αλείφουν βούτυρο στο ψωμί όσων εργολαβικά σπέρνουν το μίσος, ενισχύουν τη διχόνοια και ενθαρρύνουν τον φανατισμό. Αυτών που παριστάνουν τους ασυμβίβαστους και τους αντικατοχικούς, που δαχτυλοδείχνουν άλλους για αποδοχή των τετελεσμένων, αλλά στην πραγματικότητα είναι οι ίδιοι που έχουν συμβιβαστεί με την παρούσα κατάσταση, είναι οι ίδιοι που έχουν συμβιβαστεί με το στάτους κβο, είναι οι ίδιοι που έχουν ξεγράψει το βόρειο μέρος του νησιού και έχουν αποδεχθεί την ιδέα ότι η μισή Κύπρος τουρκοποιείται.
 
Αυτή η αυτόβουλη αποκλήρωση, η παραίτηση από τα κατεχόμενα, είναι υφέρπουσα έντονα τα τελευταία χρόνια, αν και δρομολογήθηκε προ δεκαετιών. Από τότε που το δόγμα «να αφεθεί η υπόθεση να εκφυλισθεί, ώστε να καταλήξουµε σε χρονίζουσα de facto διχοτόµηση» έγινε κυρίαρχη, επηρέαζε κυβερνήσεις και τορπίλιζε διαπραγματευτικές διαδικασίες ακόμα και διά τηλεγραφημάτων. Μπορείς να τη δεις να σέρνεται στο διαδίκτυο, κάθε φορά που περιστατικά σαν αυτά του προηγούμενου Σαββάτου πυροδοτούν εντάσεις και συζητήσεις. Μιλούν θαρρείς και τα κατεχόμενα δεν είναι η άλλη μισή μας πατρίδα, δεν είναι τόπος δικός μας, οι ρίζες των παππούδων και των γονιών μας, θαρρείς και είναι κάτι ξένο, μακρινό και ξεγραμμένο. Το υποδηλώνουν οι φωνασκούντες που ρωτούν με την πρώτη ευκαιρία: «γιατί δεν παν να μείνουν ποτζιεί;»  / «αφού τους αγαπούν, γιατί δεν πάνε να ζήσουν μαζί τους ποτζιεί;». Κατά το ακλόνητο, πλέον, μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες τσιμεντώματος, «τζιείνοι ποτζιεί τζι εμείς ποδά»,  με το οποίο γαλουχήθηκαν παλιές και νέες γενιές.  Και  όπου «ποτζιεί», τα  «τούρτζιηκα», την έκφραση που πιτσιρικάς άκουγα  τους μεγάλους να χρησιμοποιούν όταν αναφέρονταν στα κατεχόμενα. Η «Τουρκία», όπως πιο ξεκάθαρα το είπε προ ημερών ο ευυπόληπτος νομικός ο οποίος έγραψε στο Twitter του, «στην Ελλάδα οι μετανάστες προσπαθούν  να φύγουν από την Τουρκία και στην Κύπρο κάποιοι προσπάθησαν να μπουν στην Τουρκία». Επειδή, λέει, όσο ο τόπος δεν απελευθερώνεται, είναι Τουρκία. Και όσοι περνάνε στα κατεχόμενα, περνάνε στην Τουρκία. Τέτοια παράδοση, ο αντικατοχικός. Λες και τον Κανονισμό της Πράσινης Γραμμής είναι οι πολίτες που τον υπέγραψαν και όχι οι πιο πατριώτες εκ των πατριωτών ηγετών μας. 
 
Οι άλλοι, λοιπόν, είναι οι «συμβιβασμένοι με την κατοχή». Αυτοί δεν είναι. Γι’ αυτό και ενίοτε ρωτούν με θρασύτητα: «Πότε θα διαμαρτυρηθείτε για τον φίλο σας το Ερντογάν;», «γιατί δεν σας είδαμε να διαμαρτύρεστε για το Γιαβούζ;», «γιατί δεν πάτε στα Στροβίλια;» κι άλλες παρόμοιες εξυπνάδες εντυπωσιασμού. Αυτοί, βλέπετε, παραμένουν επί των επάλξεων. Χωρίς, όμως, να λένε τι κάνουν αυτοί, οι ακλόνητοι και αταλάντευτοι, που δήθεν δεν συμβιβάστηκαν. Δίνουν μάχες στα μαρμαρένια αλώνια; Αυτοί που δεν είναι φίλοι του Ερντογάν, πότε διαμαρτυρήθηκαν εναντίον του; Και πώς; Μήπως πήγαν να διαμαρτυρηθούν αυτοί για τον εποικισμό της Αμμοχώστου και όχι οι «τουρκολάγνοι»; Δεν τους είδαμε, λένε, να διαμαρτύρονται για το Γιαβούζ. Ενώ αυτοί; Ανέμιζαν τα λάβαρα στον μόλο της Λεμεσού. Βγήκαν στα ανοικτά με φουσκωτές λέμβους. Κατέκλυσαν τους δρόμους διαμαρτυρόμενοι. Ποιοι είναι, λοιπόν, οι συμβιβασμένοι; Αυτοί που κτίζουν τείχη; Που γκρεμίζουν γέφυρες; Που δαιμονοποιούν κάθε προσπάθεια λύσης και «προτείνουν» ανεδαφικές μορφές που μετά βεβαιότητας γνωρίζουν ότι οδηγούν σε οριστικοποίηση της διχοτόμησης; Που λοιδορούν και χλευάζουν όλους όσους συμμετέχουν σε δικοινοτικές εκδηλώσεις; Αυτοί που «συμπαραστέκονταν» εκ του μακρόθεν στον Λεβέντ, τότε που δεχόταν επιθέσεις ή εκείνοι που συμπεριλαμβάνονταν στις πέντε χιλιάδες που βρίσκονταν υπό βροχή έξω από το γραφείο του; Αυτοί που αναστηλώνουν εκκλησίες και αρχαία μνημεία ή αυτοί που περιορίζονται και ικανοποιούνται με ολοφυρμούς πάνω από τα ερείπιά τους; Ποιοι είναι, λοιπόν, οι συμβιβασμένοι με τα τετελεσμένα και ποιοι οι ασυμβίβαστοι; Όταν πλέον, ύστερα από 45 χρόνια χρόνια μακροχρόνιου, κι αυτές οι σπανιότατες πορείες (τους) προς τα οδοφράγματα, έχουν απαίτηση το κλείσιμό τους;
 
Περιοδικό “Down Town”, τεύχος 689.