Γιατί επανάφερες, έστω και στιγμιαία, την ισορροπία μου. Γιατί με ταξίδεψες πίσω στο χρόνο και στη γη με μια αμεσότητα που έχει να κάνει με την αναπνοή μου. Σήκωσες μια μαυρίλα από τη ψυχή μου που κάλυπτε αδιάντροπα το κάλλος της ζωής.

Αναίρεσες τα πενήντα τελευταία μαύρα, μίζερα χρόνια, επαναφέροντας την αλήθεια της πραγματικής ζωής. Φώτισες με περισσή αγάπη και σεβασμό τις Ζωές των δικών σου, αλλά και των δικών μου Απόντων. Αφαίρεσες τα βαρίδια που άλλοι μου φόρτωσαν στη ράχη εδώ και 50 χρόνια και κατάφερες και συγχρόνισες, όχι μόνο την ιστορία, αλλά και τον βηματισμό, την αναπνοή, την αυτοπεποίθηση και την πίστη μου στους ανθρώπους του νησιού. Κυρίως, όμως, μεγάλωσες τον τόπο μου, τον τόπο σου.

Έδωσες στη γη των Καρπασιτών μια άλλη, τεράστια διάσταση που αυτή και μόνο θα μπορούσε ν’ εκπροσωπήσει την ουσία της πρόσφατης ιστορίας της Κύπρου. 

Μια οικογένεια, ένα σπίτι στην Αγία Τριάδα, της κατεχόμενης αλλά «ελεύθερης» Καρπασίας, με το περιεχόμενό του ιδωμένο ως δοχείο ατελεύτητης ζωής και πραγματικότητας που ανυψώνεται σε έργο τέχνης και αποκαλύπτεται ατόφιο. Χωρίς ψευτιά, υποκρισία και πατριδοκαπηλία, φανερώνοντας τον αυτούσιο βίο ανθρώπων και αντικειμένων… που γίνονται ένα. Όπως κάποτε έγραψε η Ινδή Arundati Roi στο βιβλίο της Ο θεός των Μικρών Πραγμάτων.  

Μόνο που στη δική σου έκθεση τα πράγματα απέχουν από το να είναι μικρά. Αποτελούν το κέντρο βάρους του σπιτιού, μετέχουν της ζωής, συχνά σπασμένα ή σκουριασμένα και ταλαιπωρημένα, όπως η ίδια η ζωή των ανθρώπων που τα επέλεξαν να τους κρατούν συντροφιά. Ο κοινός βίος της βιωτής, πιάτα, κλειδιά, μαχαίρια, μαντήλια, σεντόνια, εργόχειρα φυθκιώτικα, λευκονιτζιάτικα, ταϊστά, μεταξωτά, εργαλεία της γης, κουτιά… Όλα ως πρωταγωνιστές μιας ιστορίας αγάπης, πόνου και καρτερίας, όπως τα ασπρόρουχα που περιμένουν να στεγνώσουν και ανεμίζουν, ως χορευτές, στους ήλιους και τους βοριάδες της Καρπασίας.

Μαγεύτηκα από τη δουλειά σου, την ευαισθησία και τον σεβασμό που κατάφερε να μετουσιώσει τα άσπρα μαντήλια του γάμου και τα μαύρα του πένθους σε λουλούδια, το άλας και τη σκουριά σε γενέθλιο δώρο, τις αλατζέτινες πετσέτες της κουζίνας σε κάδρο, τους κουβάδες με τις μπογιές σε πίνακα, τις καρέκλες στη σκιά και τη δροσιά του καλοκαιριού σε ευδαιμονία!  

Αισθάνθηκα ότι, ίσως κάποιος που ζει μακριά και δε βιώνει τη στατικότητα και την παραφροσύνη του νησιού, αποκτά άλλες, εσωτερικές δυνάμεις που τον κρατούν σε μόνιμη εγρήγορση γιατί είναι άμεσα συνδεδεμένες με το πνεύμα και την ύλη του πάτριου εδάφους. Η αγάπη, το πηγαίο ταλέντο και η αντίληψη του τι σημαίνει τέχνη, μαζί με τη νοσταλγία του τόπου αλλάζουν τη ματιά και τις προοπτικές, ξυπνούν συναισθήματα κρυμμένα και φέρνουν στην επιφάνεια την αποδοχή της ζωής, με ότι αυτή κομίζει. Έτσι, ένα ολάκερο σπίτι, με ό,τι αυτό περιείχε, χώρεσε μέσα σε δύο αίθουσες: ο αδυσώπητος χρόνος, η πάγκαλη φύση, η ύλη, τα βήματα, οι σκέψεις, οι χαρές και οι λύπες, τα χρώματα και τα αρώματα.

Αυτά σκεφτόμουν ενώ περπατούσα ανάμεσα στα εκθέματα, σταματώντας κάθε τόσο για να ταυτίσω τις δικές μου μνήμες με τα αντικείμενα. Είναι αυτή η συνειδητοποίηση που αναίρεσε τα 50 ολάκερα χρόνια. Αναζήτησα να ταυτιστώ, ν’ αγγίξω το σπίτι του Σάββα Λιασή, τον κόσμο του, τη θέα του παραθύρου προς το πέλαγος, το τραπέζι της κουζίνας με το βάζο, την αυλή… Αυτό με ώθησε να θυμηθώ τι ήταν ο κόσμος πριν πενήντα χρόνια.

Έδειξα στα παιδιά μου τα τσίγκινα πιάτα με τα λουλούδια, τα έβλεπαν ως έργα τέχνης, ενώ εγώ τα έζησα ως χρηστικά αντικείμενα μιας περασμένη ζωής. Θυμήθηκα τα μυθικά «υαλοπωλεία», εκεί στη γωνιά απέναντι από την Εμερκέ ή στην Ερμού που ψώνιζε η μάνα μας. Παρέλασαν μπροστά μου οι γιαλοπούληδες των πανηγυριών που και εκείνοι αράδιασαν κατάχαμα την πραμάτεια τους. Θυμήθηκα τη δική μας κουζίνα, τα ράφια στον τοίχο και το περιεχόμενό τους.

Και αίφνης, η εικόνα της κουζίνας που είχε χαθεί για 50 χρόνια και κοιμόταν μέσα μου, βγήκε σεργιάνι μπροστά στα μάτια μου: τα τσίγκινα πιάτα, τα τσαϊκά της γιαγιάς, οι ταπεινές κεντημένες με κόκκινη κλωστή πετσέτες της κουζίνας, τα μεταξένια βρουλιά που φυλάω δώρο για τις εγγονές μου μέσα στα ερμάρια μαζί με τα λευκαρίτικα, τα πολύτιμα φυθκιώτικα και μοναδικά λευκονιτζιάτικα. Και οι εικόνες συνέχισαν, ως να είναι κινηματογραφική ταινία, να περνούν μπροστά μου. Θυμήθηκα το Βαρώσι, τη Λύση, τις καρκόλες, τις καμάρες των ηλιακών, τις αυλάδες, τις κληματαριές… Αυτό που ήταν κάποτε η ζωή μας. Όλα αυτά ως απαράμιλλο έργο τέχνης! Όχι ως άσκοπο και μονότονο μοιρολόι για μια ζωή που πέρασε και σίγουρα δεν επιστρέφει. Αλλά ως οφειλόμενο δοξαστικό για μια ποιότητα ζωής.

Και μια τελευταία κουβέντα για το εξαίσιο στήσιμο και την επιμέλεια της έκθεσης από τον Ξένιο Συμεωνίδη. Έδωσε στις Ζωές των Απόντων, στα κλειδιά και τα εργαλεία, έδωσε στα προικιά που αιωρούνται, ένα φως δικό τους, έγιναν υπάρξεις από μόνες τους, υπόμνηση βουβή ενός κόσμου πλούσιου και πληθωρικού και αυτούσιου, σήμερα σιωπηρού. Την έκθεση συνοδεύει ένας υπέροχος κατάλογος με τα έργα και τα κείμενα. Να πάτε να τη δείτε. Είναι ανάταση και ανάσταση ζωής!

Καλό Πάσχα συμπατριώτες.

Ελεύθερα, 4.5.2024