Τα αντικείμενα που συνθέτουν τα έργα της Τούλας Λιασή στην έκθεση «Συγχρονίζοντας την ιστορία» έχουν μια ιστορία 88 χρόνων. Είναι σιωπηλοί μάρτυρες της ιστορίας της οικογένειάς της και των εγκλωβισμένων, αφηγούνται χωρίς λόγια την ιστορία των ανθρώπων της Καρπασίας. Τα προσωπικά βιώματα και αντικείμενα γίνονται μέρος της συλλογικής μνήμης του τόπου.

Το εικαστικό έργο της Τούλας Λιασή ήταν πάντα συνδεδεμένο με τα προσωπικά της βιώματα και τραύματα. Στην τρυφερή ηλικία των 17 βρέθηκε μετά την Τουρκική Εισβολή του 1974 να είναι εγκλωβισμένη στην Καρπασία. Ένα χρόνο αργότερα έφυγε για σπουδές στην Αθήνα και έπειτα στην Ολλανδία, όμως η καρδιά και η ψυχή της ήταν πάντα στον τόπο της, στην Αγία Τριάδα, με τους γονείς της, τον αδερφό της Γιαννάκη που ήταν αγνοούμενος. Από το 2014 που γνωριζόμαστε, τη θυμάμαι να μοιράζει τη ζωή της μεταξύ Χάγης και Αγίας Τριάδας. Τα τελευταία τρία χρόνια την παρακολουθούσαμε να ταξινομεί, να αρχειοθετεί και να επεξεργάζεται εικαστικά, με πολύ ενθουσιασμό, δεκάδες αντικείμενα που βρήκε στο πατρικό της στην Αγία Τριάδα. Η Τούλα ένιωθε ότι αυτά τα αντικείμενα έπρεπε να μετουσιωθούν σε εικαστικά τεκμήρια μνήμης και ταυτότητας, αντίστασης και επιβίωσης ενός μικρού αριθμού ανθρώπων, στον σιωπηλό αλλά ηρωικό τους αγώνα. Τα έργα που προέκυψαν από αυτή τη δουλειά παρουσιάζονται στη Δηµοτική Πινακοθήκη Λάρνακας από τις 26 Απριλίου.

ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΕΙΧΑ ΜΙΑ ΑΝΕΜΕΛΗ ΖΩΗ. Ήμασταν μια αγαπημένη οικογένεια και τα Σαββατοκύριακα τα περνούσαμε με τους συγγενείς μας στο Βαρώσι. Κάναμε πικ-νικ και τα καλοκαίρια παίζαμε μαζί όλα τα ξαδέλφια. Ήταν μια περίοδος χωρίς προβλήματα και αγωνίες. Ο πατέρας μου είχε το μαγαζί στο χωριό και η μητέρα μου ασχολείτο με το περιβόλι και το σπίτι. Η θάλασσα έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Θυμάμαι που ο πατέρας μου ήθελε να κοιμάται το μεσημέρι, αλλά έκανα φασαρία για να ξυπνήσει και να μας πάρει στη θάλασσα. Με τον αδερφό μου τον Γιαννάκη είχαμε διαφορά ηλικίας τέσσερα χρόνια. Ήταν πειραχτήρι. Ως παιδιά τσακωνόμασταν, αλλά επειδή ήταν μεγαλύτερος ήταν προστατευτικός μαζί μου. Εγώ ήθελα πάντα να κάνω αυτό που έβαζα στο μυαλό μου, ήμουν πιο εξωστρεφής ενώ εκείνος πιο εσωστρεφής τύπος.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΜΟΥ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΙΣΑΝ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ. Είχα ανακαλύψει ότι μπορούσα να κάνω μαθήματα ζωγραφικής και σχεδίου με αλληλογραφία στην Αθήνα. Ο θείος μου που ήταν εκεί μου πλήρωνε αυτά τα μαθήματα. Έκανα τις ασκήσεις, τις έστελνα και επιστρέφονταν διορθωμένες. Στο γυμνάσιο είχαμε καθηγήτριες τη Ρέα Μπέιλυ και τη Μαρία Τούρου. Μου άρεσαν αυτές οι γυναίκες. Ήταν δυναμικές, ελεύθερες, ωραίες, τις θαύμαζα που οδηγούσαν αυτοκίνητο, έβγαιναν μόνες τους. Αυτές οι γυναίκες με έχουν εμπνεύσει και με ώθησαν να ασχοληθώ με την Τέχνη. Θυμάμαι που σχεδίαζα σπουδαίους συνθέτες όπως ο Μότσαρτ, ο Λιστ, ο Μπετόβεν για την αίθουσα μουσικής. Τον Λιστ τον έκανα με σιένα κραγιόν και μολύβι. Πολύ θα ήθελα να είχα σήμερα αυτά τα σχέδια, αλλά χάθηκαν.

Φωτο: Δημήτρης Βαττής

Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΧΩΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΜΕΤΑ. Μέσα σε μια νύχτα ανατράπηκαν όλα. Ωρίμασα απότομα. Ήμουν 17 χρονών όταν έγινε η πρώτη φάση της Εισβολής. Εγώ και ο αδερφός μου κοιμόμασταν. Ο πατέρας μου ήταν στην Αθήνα με τον θείο μου. Ξαφνικά ήρθε η μητέρα μου στις έξι το πρωί και μας φώναξε: «Ξυπνάτε, άρχισε ο πόλεμος». Στο ραδιόφωνο ακούγαμε εμβατήρια. Ο Γιαννάκης άρχισε να ντύνεται για να καταταγεί. Είχε έρθει στο τέλος Ιουνίου από την Αθήνα όπου σπούδαζε. Μετά πήγε με άλλους συγχωριανούς στις Ακράδες. Τον έστειλαν στην Άσπρη Μούττη. Ήταν πολύ δύσκολο να έρθει πίσω όταν σταμάτησε η Εισβολή. Μετά από μια εβδομάδα που περιμέναμε με μεγάλη αγωνία, ήρθε το Σάββατο 27 Ιουλίου με το αυτοκίνητο του παππού. Χαρήκαμε πολύ εκείνη την ημέρα. Την επομένη ξαναπήγε μέσα και επέστρεψε ως τη δεύτερη Εισβολή, στις 10 του Αυγούστου. Στο μεταξύ γύρισε ο πατέρας μου από την Αθήνα και στις 11 Αυγούστου πήραμε τον Γιαννάκη στην Κυθρέα. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδαμε. Δεν είχε στρατόπεδο εκεί, θα έμεναν κάτω από ελιές και τερατσιές.

Ο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΗΤΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ ΕΜΕΙΝΑΝ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ. Κι αυτό γιατί νόμιζαν ότι θα γυρίσει πίσω. Πίστευαν ότι κρύφτηκε στα βουνά του Πενταδαχτύλου και ήλπιζαν ότι θα επιστρέψει. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο τραύμα της οικογένειας, όχι μόνο εκείνο τον χρόνο αλλά όλα τα χρόνια που ακολούθησαν. Μετά που έγινα μητέρα, κατάλαβα πόσο μεγάλη ήταν η αγωνία των γονιών μου να χάσουν τον γιο τους στα 21 του χρόνια.

ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΠΟΥ ΗΜΑΣΤΑΝ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ έρχονταν σπίτι μας Τούρκοι αξιωματικοί και εγώ καθόμουν πάντα στη γωνιά και σχεδίαζα τα πορτρέτα τους σε μικρά σκιτσάκια. Έτσι, σαν ντοκουμέντο. Ένας μου έφερνε περιοδικά, εφημερίδες και ήθελε να μάθω τούρκικα. Μεταξύ άλλων μου έφερνε κάτι κίτρινα λουλούδια που δεν είχαμε στο χωριό και ο πατέρας μου τα πετούσε στον κάλαθο. Εγώ όμως τα έπαιρνα κρυφά και τα ζωγράφιζα.

Φωτο: Δημήτρης Βαττής

ΕΦΥΓΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΤΟ 1975, ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ. Ο Ντενκτάς με τον Κληρίδη συμφώνησαν να φύγουν οι τελειόφοιτοι εγκλωβισμένοι. Στενοχωριούνταν οι γονείς μου αλλά ήταν τόσο αβέβαιο το μέλλον που δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να με αφήσουν. Τον Οκτώβρη του 1976 πήγα στην Αθήνα και γράφτηκα στη σχολή Βελουδάκη, στο στούντιο ζωγραφικής, με στόχο να δώσω εξετάσεις στην Καλών Τεχνών. Όμως δεν πέρασα και συνέχισα στη Βελουδάκη. Φεύγοντας από ένα χωριό 1.000 κατοίκων, βρέθηκα σε μια πόλη με τεσσάρων εκατομμυρίων. Ήταν σαν να ήμουν σε ζούγκλα. Στην αρχή έμενα με τις ξαδέρφες μου, μετά με απορρόφησε η σχολή και η Τέχνη. Στην Αθήνα έμεινα από το 1975 μέχρι το 1980. Το 1977 έδωσα εξετάσεις για να μπω στην Ακαδημία στο Βουκουρέστι, ήρθα πρώτη, αλλά ευτυχώς αναβλήθηκε η υποτροφία. Λέω ευτυχώς, γιατί ήταν καλύτερα που πήγα στην Ολλανδία.

ΕΤΟΙΜΑΣΑ ΤΟ ΠΟΡΤΦΟΛΙΟ ΜΟΥ ΜΕ ΠΟΛΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΜΙΑ ΦΙΛΗ ΜΟΥ ΟΛΛΑΝΔΕΖΑ ταξίδεψα στην Ολλανδία με το Magic Bus. Στη Χάγη έδωσα εξετάσεις και μπήκα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, στο δεύτερο έτος. Με τους γονείς μου βλεπόμασταν Χριστούγεννα και καλοκαίρι στις ελεύθερες περιοχές. Πάντα ερχόταν ο ένας από τους δύο, για να μην αφήσουν το σπίτι μόνο του. Μετά το 1976 που ήρθαν οι πρώτοι έποικοι και δεν είχαν τίποτα, γίνονταν συχνά κλοπές. Ήταν δύσκολα τα πράγματα.

Χορογραφία για φορέµατα φωτογραφία σε πολυστερίνη 35×50 εκ., 2022

ΣΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΖΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ γιατί το φως εκεί έχει κάτι ιδιαίτερο. Μετά έστρεψα το ενδιαφέρον μου στους εγκλωβισμένους και στα προσωπικά μου βιώματα. Έβλεπα τους γονείς μου στον Ερυθρό Σταυρό στη Λευκωσία όπου έρχονταν. Μετά τη γέννηση του γιου μου το 1988, στον Ερυθρό Σταυρό, συναντούσα κι άλλους συγχωριανούς που επέστρεφαν στην Αγία Τριάδα που μου έδιναν δώρα για τον παιδί. Ένας πολύ φτωχός συγχωριανός μου έδωσε για δώρο μια σοκολάτα ΙΟΝ. Σκεφτόμουν πόσο σπουδαίοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι και έτσι άρχισε από τότε αυτό το αίσθημα και η αγάπη γι’ αυτούς να εξελίσσεται. Από το 1995, που μου επιτράπηκε να πάω στην Αγία Τριάδα, άρχισα να φωτογραφίζω τους συγχωριανούς μου, τα σπίτια και τις εξώπορτές τους. Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη ενότητα της δουλειάς μου με τίτλο «Αχαιών Ακτή».

ΤΟ 1995, ΟΤΑΝ ΠΕΡΑΣΑ ΤΟ ΛΗΔΡΑ ΠΑΛΑΣ, ΕΚΛΑΙΓΑ σε όλη τη διαδρομή ώσπου φτάσω στο σπίτι μου. Ένιωθα ότι ο Πενταδάχτυλος ήταν ένα τεράστιο βουνό που ερχόταν πάνω μου. Η μητέρα μου δεν ήξερε ότι θα πάω και ο πατέρας μου ήταν στις ελεύθερες περιοχές. Όταν έφτασα στο σπίτι, έτρεξα και ανέβηκα στην ταράτσα με τα παιδιά μου. Μετά άνοιξα τα ντουλάπια και βρήκα τα πάντα στην ίδια θέση. 

Αδιάρρηκτη Σύνδεση αµίαντος λάµπας, πετσετάκια, 64×96 εκ., 2023

ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΟΛΛΑΝΔΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΥ νιώθω ότι με έχει εμπλουτίσει σαν άνθρωπο. Ζω σε δυο κουλτούρες πολύ διαφορετικές. Από την κάθε κουλτούρα παίρνω τα θετικά και αυτά που με κάνουν να νιώθω όμορφα. Αισθάνομαι πιο ευνοημένη από κάποιον Ολλανδό που ζει μόνο στην Ολλανδία και από κάποιον Κύπριο που είναι μόνο στην Κύπρο. Η Ολλανδία είναι μια χώρα με μεγάλη παράδοση στην Τέχνη και αυτό με έχει επηρεάσει πολύ. Υπάρχουν τόσα μουσεία που μπορείς να πας και τόσες εκθέσεις να δεις. Τα μουσεία είναι σαν ένα βιβλίο που διευρύνει τους ορίζοντές σου.

Η ΕΚΘΕΣΗ ΜΟΥ «ΣΥΓΧΡΟΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ» ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΟΥ. Αυτό δεν είναι κάτι που συνέβη ξαφνικά, είναι μια διαδικασία πολλών χρόνων και συναισθημάτων. Μετά από τα άλλα πρότζεκτ που έκανα, όπως οι «Σκουριασμένες μαρτυρίες» και το «Πού ήσουν» για τους αγνοούμενους, οδηγήθηκα ασυνείδητα σ’ αυτή την ενότητα έργων ως μια φυσιολογική εξέλιξη. Μετά τον θάνατο των γονιών μου άνοιξα ντουλάπια και συρτάρια και βρήκα όλα αυτά που φύλαγαν. Κάποια πράγματα ήταν σκουριασμένα, είχαν φυλάξει ακόμα και σπόντες σκουριασμένες. Ένιωσα την ανάγκη να τα διατηρήσω με τον τρόπο μου ως καλλιτέχνης, να τα αξιοποιήσω, να τα αναδείξω.

ΠΟΛΛΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΝ ΣΕ ΚΙΒΩΤΙΑ από το 1974. Επειδή φοβούνταν ότι θα τους διώξουν, ήταν έτοιμοι να φύγουν με τα πράγματα τους. Όταν πήγα στην Αγία Τριάδα το 1995, το σαλόνι μας ήταν γεμάτο με ξύλινα και χάρτινα κιβώτια μέχρι το ταβάνι. Έτσι διατηρήθηκαν αυτά τα αντικείμενα στην αρχική τους ποιότητα. Μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003, οι γονείς μου ένιωσαν πια ότι δεν υπήρχε ο κίνδυνος να τους διώξουν και τα έβγαλαν από τα κιβώτια.

ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ ΘΑΥΜΑΖΑ ΤΗΝ ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΕΙΑ, την προθυμία τους να βοηθούν τους άλλους. Ο πατέρας μου μιλούσε ξένες γλώσσες, ήταν πολύ κοινωνικός και είχε χιούμορ. Μπορούσε να χτίζει γέφυρες σε δύσκολες καταστάσεις. Ήξερε να συμφιλιώνει όχι μόνο τους Ελληνοκύπριους αλλά και τους Τουρκοκύπριους και τους έποικους. Του είχαν εμπιστοσύνη και τον άκουγαν. Τους έκανε τον δικαστή, τον αστυνομικό, ακόμη και τον γιατρό. Όποιος είχε ένα πρόβλημα υγείας ερχόταν σ’ εκείνον. Τους έπαιρνε την πίεση, μέχρι και συνταγές για φάρμακα έγραφε.

ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΩ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΦΤΑΝΟΥΝ ΩΣ ΤΟ 1936.  Είναι σιωπηλοί μάρτυρες της ιστορίας των εγκλωβισμένων. Αν είχαν στόμα, μάτια και φωνή θα αφηγούνταν τη ζωή τους. Τα προσωπικά αντικείμενα και βιώματα είναι μέρος της συλλογικής μνήμης. Όταν ανακαίνισα το πατρικό μου και ανακάλυψα αυτά τα αντικείμενα, ήθελα να τα βάλω στον χώρο που ανήκουν. Πολλά όμως μου άρεσαν για την αισθητική τους αξία. Αυτά είναι που με ενέπνευσαν να τα εξελίξω σε έργα τέχνης. Ήταν μια πολύ όμορφη και αυθόρμητη διαδικασία η επεξεργασία τους, που άρχισε το 2021. Την επόμενη χρονιά ήρθαν δυο φίλοι μου Ολλανδοί που με βοήθησαν να τα φωτογραφίσουμε. Επίσης η τεχνική του κολάζ με βοήθησε πολύ στη δημιουργική διαδικασία.

Εκτεταµένη Παρακµή ξύλινο κιβώτιο, πετσετάκι, µεταλλικά καρφιά, 17x45x30 εκ., 2023

ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΡΓΩΝ ΜΟΥ, ΤΗΝ «ΑΧΑΙΩΝ ΑΚΤΗ», διαδέχτηκαν οι «Σκουριασμένες Μαρτυρίες». Ακολούθησε το «Σπίτι και Ταυτότητα» που ήταν το μεταπτυχιακό μου και ύστερα το «Where Have you been» για τους αγνοούμενους. Όταν βρέθηκαν τα οστά του Γιαννάκη, στην κηδεία ήρθε πάρα πολύς κόσμος που δεν τον ξέραμε. Δεν ήταν πια η ιδιωτική ιστορία ενός αγνοούμενου αλλά ένα κομμάτι της σύγχρονης Ιστορίας της Κύπρου.

Η ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΟΥ ΖΗΣΑΜΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΗΤΑΝ Η ΑΓΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ. Όταν μας τηλεφώνησε ο Ξενοφών Καλλής από την υπηρεσία Αγνοουμένων για να μας ενημερώσει ότι βρέθηκαν τα οστά του, ήταν συγκλονιστική στιγμή. Είχα σηκώσει εγώ το τηλέφωνο στο σπίτι… «Σαράντα χρόνια περίμενα αυτό το τηλεφώνημα και μου το πήρες από τα χέρια μου», μου είπε μετά ο πατέρας μου.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΤΡΑΓΙΚΗ ΜΕΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΚΗΔΕΙΑΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ. Ήταν ανοιχτός ο τάφος, με εκατοντάδες κόσμο στο σπίτι που ήρθε με λεωφορεία από τις ελεύθερες περιοχές… και ανακαλύψαμε ότι στο νεκροτομείο έγινε λάθος και μας έδωσαν μια Τουρκοκύπρια νεκρή αντί για τη μητέρα μου. Περάσαμε μεγάλη αγωνία μέχρι να μάθουμε τι έγινε και πού βρίσκεται. Την αναζητούσαμε για πολλές ώρες. Τελικά την είχαν θάψει στο Τρίκωμο, ο γιος της Τουρκοκύπριας δεν είχε ανοίξει το φέρετρο για να δει ότι δεν ήταν η μητέρα του. Στο τζαμί που πήραν τη μητέρα μου για να την πλύνουν νόμιζαν ότι ήταν κρυφή χριστιανή, γιατί είχε πάνω της ένα σταυρουδάκι και ένα σεντόνι από τον Άγιο Τάφο. Μετά από πολλές διαδικασίες την ξεθάψαμε από το Τρίκωμο, στην παρουσία πολλών δημοσιογράφων που ήρθαν από την Τουρκία και στρατιωτικών. Όταν πήγαμε να αναγνωρίσουμε το σώμα της, είχε τρεις φιόγκους και ήταν τυλιγμένη με πέντε σεντόνια κάμποτ. Παρά την αναστάτωση και την αγωνία, ο πατέρας μου έκανε χιούμορ ακόμη τότε: «Ήταν πιο όμορφη η δική μας και την πήραν οι Τούρκοι», είπε. Και ότι, «επειδή ήταν καλή γυναίκα, την έθαψαν και οι Τούρκοι και οι δικοί μας. Της έκαναν και μνημόσυνα τρεις μέρες».

ΜΕ ΡΩΤΑΤΕ ΑΝ Η ΤΕΧΝΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ. Ήταν σαν να στρογγυλεύουν οι γωνιές. Όμως δεν νομίζω ότι είχα ψυχολογικά τραύματα. Είχα άσχημες εμπειρίες. Τις επεξεργάστηκα μέσα από την Τέχνη μου και αυτό με βοήθησε να γίνω πιο δυνατή. Όταν δούλευα πάνω στην έκθεση μου για τους αγνοούμενους, υπήρχαν στιγμές που σταματούσα. Ειδικά όταν επεξεργαζόμουν το πορτρέτο του αδερφού μου και είχα φωτογραφίσει το κρανίο του. Επίσης, όταν έφτιαχνα το έργο για τους 90 αγνοουμένους του τάγματος 361, έβλεπα αυτά τα παιδιά και σκεφτόμουν ότι είχαν τη δική τους ζωή, τους γονείς τους, και χάθηκαν μέσα στον πόλεμο χωρίς να ξέρει κανείς τι υπέφεραν. Αυτές ήταν οι πιο δύσκολες στιγμές που είχα να διαχειριστώ. Για την έκθεση «Συγχρονίζοντας την Ιστορία», δούλεψα με τα αντικείμενα του σπιτιού μου σαν ένα παιχνίδι. Τα επεξεργάστηκα σαν να είχα μια χρωματική παλέτα. Αντί να ζωγραφίζω με χρώματα, το έκανα με αντικείμενα.

ΠΟΛΛΟΙ ΜΕ ΡΩΤΟΥΝ ΑΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΙΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣ ΠΟΥ ΖΩ ΜΟΝΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ. Όμως δεν φοβάμαι, είναι ήσυχοι άνθρωποι και οι Τουρκοκύπριοι και οι έποικοι. Τώρα μας θεωρούν συγχωριανούς. Επίσης έχουν ένα σεβασμό για τους γονείς μου και με εκτιμούν. Αγωνιώ για το τι θα γίνει μελλοντικά με το σπίτι μου, όταν δεν θα υπάρχω εγώ. Και η μητέρα μου είχε αγωνία, αλλά το σπίτι διασώθηκε. Ανησυχώ γιατί υπάρχει μεγάλος οικοδομικός οργασμός και σε δέκα χρόνια η Καρπασία μπορεί να γίνει σαν την Κερύνεια. Είμαι αισιόδοξη όμως ότι μελλοντικά οι διεθνείς συγκυρίες μπορεί να οδηγήσουν σε μια λύση του Κυπριακού.

Λάρνακα, Δηµοτική Πινακοθήκη. Έκθεση της Τούλας Λιασή «Συγχρονίζοντας την Ιστορία» σε επιμέλεια Ξένιου Συμεωνίδη, 26 Απριλίου–31 Ιουλίου 2024. Εγκαίνια στις 26/4, 19:30.

Ελεύθερα 21.4.2024