Την τελευταία εξαετία, στην παρουσία μίας κυβέρνησης που στέλνει το μήνυμα ότι προωθεί τις αρχές του οικονομικού φιλελευθερισμού, ακούγεται όλο και συχνότερα πως η ανάπτυξη της οικονομίας επήλθε μέσω του ιδιωτικού τομέα. Και προφανώς είναι αλήθεια. Περίπου το 74% των εργαζομένων στη χώρα βρίσκεται στον ιδιωτικό τομέα ενώ από αυτόν προέρχεται το 71% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας. Αλλά δεν είναι όλα ρόδινα στον ιδιωτικό τομέα στην Κύπρο.

Πλείστες επιχειρήσεις ακόμα πασχίζουν με πολύ υψηλά επίπεδα χρέους. Παρά τη σημαντική μείωση των τελευταίων ετών, το ιδιωτικό χρέος στο νησί αντιστοιχεί σε 293% του ΑΕΠ της χώρας. Επίσης, παρά τις διάφορες λύσεις που εφάρμοσαν οι τράπεζες τα τελευταία χρόνια, το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξακολουθεί να υπερβαίνει το 30% του συνόλου και μάλιστα χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα δάνεια που μεταφέρθηκαν εκτός τραπεζικού συστήματος.  

Είναι επίσης γεγονός πως οι λύσεις που δόθηκαν μέχρι τώρα για μείωση του χρέους των ιδιωτικών επιχειρήσεων ήταν σχετικά «αναίμακτες». Ωστόσο, η πίεση κάθε άλλο παρά θα μειωθεί το επόμενο διάστημα. Τόσο στο εσωτερικό (υπουργείο Οικονομικών, Κεντρική Τράπεζα) όσο και στο εξωτερικό (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή) πιέζουν για σημαντική μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα. Άλλωστε, μόνο έτσι θα μπορέσει να προχωρήσει το σχέδιο για της τραπεζική ένωση στην ΕΕ, αφού οι όροι που έχουν θέσει ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως η Γερμανία, είναι γνωστοί. Και προφανώς η Κύπρος είναι μαζί με την Ελλάδα οι δύο χώρες στις οποίες τα ποσοστά αυτών των δανείων είναι σε μη αποδεκτά επίπεδα, ακολουθούμενες από την Πορτογαλία και την Ιταλία. 

Σύμφωνα με ανάλυση της KPMG Κύπρου που έγινε στα πλαίσια της παρουσίασης της πρωτοβουλίας Cyprus Credit Institute, το χρέος των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέρχεται στο 118% και μάλιστα χωρίς να λαμβάνονται υπόψη δάνεια που μεταφέρθηκαν σε οντότητες ειδικού σκοπού. Το αντίστοιχο όριο που θέτει η ΕΕ είναι μόλις 69%. Το σχετικό ποσοστό για τα νοικοκυριά ανέρχεται στο 99% ενώ το όριο στην ΕΕ είναι στο 41%. Το όριο που θέτει η ΕΕ καταδεικνύει τις περιπτώσεις που η πιθανότητα για μία τραπεζική κρίση είναι πιο πιθανό να προκύψει. Αξίζει να σημειωθεί πως μόνο στο Λουξεμβούργο το χρέος των επιχειρήσεων είναι σε υψηλότερο επίπεδο συγκριτικά με το ΑΕΠ, ωστόσο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα. 

Μικρές με μεγάλα προβλήματα

Οι λύσεις αναδιάρθρωσης που εφάρμοσαν μέχρι στιγμής οι τράπεζες ευνόησαν τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις και όσες είχαν στην κατοχή τους περιουσιακά στοιχεία και κατά κύριο λόγο ακίνητα. Το ίδιο όμως δεν ίσχυσε για τις μικρομεσαίες και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις οι οποίες αποτελούν και τη μεγάλη πλειοψηφία (αριθμητικά) των εταιρειών στην Κύπρο. Και ενώ με τις λύσεις που εφαρμόστηκαν το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων των μεγαλύτερων επιχειρήσεων έχει μειωθεί στο 18%, το αντίστοιχο για τις μικρομεσαίες παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, πλησίον του 40%. 

 

Φαύλος κύκλος

Τα πολύ υψηλά επίπεδα χρέους δεν αποτελούν βαρίδι μόνο για τις τράπεζες που παραχώρησαν τα δάνεια αλλά πολύ περισσότερο για τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Δημιουργείται αβεβαιότητα, μειώνεται η παραγωγικότητα και περιορίζονται στο ελάχιστο οι αναπτυξιακές δαπάνες. Και βέβαια, μία επιχείρηση με υψηλά ποσοστά χρέους, πολύ δύσκολα θα μπορέσει να αντλήσει νέο δανεισμό για να υλοποιήσει τους όποιους σχεδιασμούς της. Περαιτέρω, το πρόβλημα έχει αντίκτυπο σε ολόκληρο τον οικονομικό κύκλο μίας χώρας, μικρό ή μεγάλο, αναλόγως του μεγέθους της εταιρείας. Περιορίζει τα διαθέσιμα εισοδήματα, επενεργεί αρνητικά σε θέματα ανεργίας και εργοδότησης και γενικότερα επηρεάζει τους ρυθμούς ανάπτυξης. 

Πλάνο δράσης

Τα στελέχη της KPMG σημείωσαν κατά την παρουσίαση πως χρειάζεται ένα εθνικό σχέδιο δράσης για τη μείωση του ιδιωτικού χρέους. Μία στρατηγική στην οποία θα έχουν ρόλο και λόγο φορείς από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Όπως τα υπουργεία Οικονομικών και Δικαιοσύνης, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και εξειδικευμένα στελέχη από τον ιδιωτικό τομέα. Μπορεί να προβληματίζει η εισήγηση για συμμετοχή και του υπουργείου Δικαιοσύνης, ωστόσο, αν αναλογιστεί κάποιος το χρόνο που χρειάζεται για να επιλυθούν νομικές υποθέσεις μέσω της δικαστικής οδού, γίνεται αντιληπτό πως πρόκειται για μία πολύ σημαντική πτυχή του προβλήματος. 

Μετά τις αναδιαρθρώσεις, τι;

Όπως προαναφέρθηκε, τα προηγούμενα χρόνια όλη η έμφαση ήταν στις αναδιαρθρώσεις. Οι οποίες πέτυχαν κυρίως για περιπτώσεις που περιλάμβαναν κάποια ανταλλαγή περιουσιακού στοιχείου. Από ανάλυση της KPMG, με βάση τα στοιχεία που δημοσίευε μέχρι το 2017 η Κεντρική Τράπεζα, προκύπτει πως από τις αναδιαρθρώσεις που είχαν γίνει, μόνο το 21% ήταν βιώσιμες. Το 38% από αυτές αντιμετώπιζε πρόβλημα και το 41% ήταν μη βιώσιμες.

Οι λόγοι που έγινε αυτό, κατά την KPMG, ήταν γιατί οι τράπεζες επικέντρωναν την προσοχή τους στον όγκο των αναδιαρθρώσεων ώστε να πετύχουν τους στόχους που έθετε η Κεντρική Τράπεζα. Επίσης, πολλές αναδιαρθρώσεις αποτελούσαν προσωρινές λύσεις και όχι μόνιμες. Συγκεκριμένα, εκτιμάται πως 40-60%  των λύσεων αναδιάρθρωσης ήταν προσωρινές και δεν αφορούσαν την οριστική διευθέτηση του δανείου. Δηλαδή, προσφερόταν μία περίοδος μη πληρωμής δόσεων ή τόκων και στη συνέχεια τα οφειλόμενα θα διευθετούνταν μέσα από την πώληση περιουσιακών στοιχείων του δανειζόμενου. Γενικότερα, οι δανειολήπτες δεν συνεργάζονταν οικειοθελώς αλλά πείθονταν να μεταφέρουν το πρόβλημα παρακάτω. 

Κι όμως, όλα αυτά έρχονται σε αντίθεση με την εικόνα που εξέπεμπε η Κεντρική Τράπεζα για όσο καιρό δημοσιοποιούσε τα σχετικά στοιχεία, στα οποία φαινόταν πως όλοι οι σχετικοί στόχοι για τις αναδιαρθρώσεις υπερκαλύπτονταν με εξαίρεση τον στόχο για εφαρμογή των μέτρων που συμφωνήθηκαν, ο οποίος υστερούσε σε περιορισμένο βαθμό.

Υπήρξαν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι αναδιαρθρώσεις δεν εξελίχθηκαν όπως αναμενόταν. Ενώ για παράδειγμα όλοι οι κανονισμοί είχαν υιοθετηθεί, η υλοποίηση αποδείχθηκε πολύ δύσκολη. Δυσχέρεια στη συλλογή οικονομικών στοιχείων για τους δανειολήπτες, δυσκολία αποτύπωσης της πραγματικής εικόνας και παράθεση παραπλανητικών στοιχείων.