Του ​​Tyler Cowen

Επί του παρόντος, η πιο υποτιμημένη θεωρία στην οικονομική επιστήμη είναι η λεγόμενη Ποσοτική Θεωρία του Χρήματος. Έχει βρεθεί εκτός “μόδας” εδώ και πολύ καιρό, ενώ ακόμη και ο πρόεδρος της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve), Τζερόμ Πάουελ, έχει σημειώσει ότι μια ισχυρή σύνδεση χρήματος-τιμών δεν μοιάζει να έχει διατηρηθεί εδώ και τουλάχιστον 40 χρόνια.

Ωστόσο, με μια πιο προσεκτική εξέταση, η ποσοτική θεωρία κάνει μια αρκετά λογική δουλειά στο να εξηγεί μεγάλο μέρος της πρόσφατης οικονομικής ιστορίας.

Ποσότητα χρήματος και τιμές

Στην απλούστερη μορφή της, η ποσοτική θεωρία δηλώνει ότι MV = PT. Δηλαδή, η ποσότητα του χρήματος πολλαπλασιαζόμενη με την ταχύτητα κυκλοφορίας του περιλαμβάνει όλες τις σχετικές συναλλαγές (το χρήμα, η ταχύτητα, οι τιμές και οι συναλλαγές αντιστοιχούν στα τέσσερα μεγέθη σε αυτήν την εξίσωση). Πιο ουσιαστικά, η ποσοτική θεωρία υποδεικνύει ότι είναι χρήσιμο να σκεφτούμε το “M” σε αυτήν την εξίσωση – την προσφορά χρήματος – ως μια ενεργή αιτιακή μεταβλητή για τη μακροοικονομική πολιτική.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Γιατί η ΕΚΤ κλείνει τα μάτια της στην επερχόμενη ύφεση

Σκεφτείτε την πρόσφατη έκρηξη πληθωρισμού της τάξης του 8% έως 9% στις ΗΠΑ. Μια απλή και αδιαμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι ο δείκτης M2 – ένας γενικά αξιόπιστος δείκτης της προσφοράς χρήματος – αυξήθηκε κατά περίπου 40% μεταξύ Φεβρουαρίου του 2020 και Φεβρουαρίου του 2022. Στην προσέγγιση της ποσοτικής θεωρίας, αυτός θα ήταν λόγος να αναμένουμε επιπλέον πληθωρισμό – και φυσικά αυτό ακριβώς συνέβη .

Η ποσοτική θεωρία δεν ίσχυσε ποτέ ακριβώς, με έναν λόγο γι’ αυτό να είναι ότι η ταχύτητα (ή ο ρυθμός κύκλου εργασιών) του χρήματος μπορεί να ποικίλλει. Στις αρχές της πανδημίας, οι δαπάνες για πολλές υπηρεσίες ήταν δύσκολες ή και επικίνδυνες – κι έτσι οι αποταμιεύσεις εκτοξεύτηκαν στα ύψη. Ωστόσο, εκείνες οι ημέρες δεν κράτησαν πολύ και, όταν η νέα αύξηση της προσφοράς χρήματος κατέκλυσε την οικονομία των ΗΠΑ, υπήρξαν πληθωριστικές συνέπειες.

Αυτό συνάδει με μια από τις πιο μακροχρόνιες αλήθειες της οικονομικής ιστορίας, από τα πληθωριστικά επεισόδια της αρχαίας Ρώμης έως τη Γαλλική Επανάσταση και τη Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Εξετάζοντας το ζήτημα εκ των υστέρων, τα τρέχοντα προβλήματα πληθωρισμού της Αμερικής δεν θα έπρεπε να αποτελούν έκπληξη.

Η παρεξήγηση της κρίσης του 2008

Ένας λόγος για τον οποίο η ποσοτική θεωρία έχασε σταδιακά πολλούς υποστηρικτές είναι ότι η Fed αύξησε σημαντικά τα κεφαλαιακά αποθέματα των τραπεζών μετά την χρηματοοικονομική κρίση του 2008.

Στα μέσα του 2010, η Fed είχε αυξήσει τα αποθεματικά στο τραπεζικό σύστημα κατά 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια, σε σύγκριση με περίπου 15 δισ. δολ. τα χρόνια λίγο πριν από την κρίση. Ωστόσο, ο πληθωρισμός παρέμεινε κάτω από το 2% και κατά τα πρώτα στάδια της κρίσης, μάλιστα, υποχώρησε.

Με μια πιο προσεκτική εξέταση, αυτό το επεισόδιο δεν αναιρεί την ποσοτική θεωρία. Η θεωρία αφήνει περιθώρια για την πιθανότητα οι μειώσεις της ταχύτητας – που μπορούν επίσης να ονομαστούν αυξήσεις στη ζήτηση για διακράτηση χρήματος – να μπορούν να εξουδετερώνουν τις αυξήσεις της προσφοράς χρήματος.

Ακριβώς σε αυτό το πνεύμα, η Fed άρχισε να πληρώνει τόκους σε τραπεζικά αποθεματικά, γεγονός που οδήγησε τις τράπεζες να διατηρούν το μεγαλύτερο μέρος των αυξημένων κεφαλαιακών τους αποθεματικών. Η πολιτική της Fed ήταν επομένως περισσότερο μια κεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος παρά μια πραγματικά επεκτατική νομισματική πολιτική.

Είναι αλήθεια ότι ένας παλαιότερος υποστηρικτής της ποσοτικής θεωρίας, ο νομπελίστας Milton Friedman, έδωσε υπερβολικά μεγάλη έμφαση στη σταθερότητα της ζήτησης χρήματος. Έτσι, η θεωρία του Friedman δεν βρήκε ιδιαίτερα καλή εφαρμογή στην περίοδο 2008-2010. Η γενικότερη εκδοχή της ποσοτικής θεωρίας, ωστόσο, παρέμεινε αρκετά ισχυρή.

Η τρέχουσα συγκυρία

Τι θα μπορούσε λοιπόν να πει ένας οπαδός της συγκεκριμένης θεωρίας για την τρέχουσα κατάσταση;

Ένα προφανές σημείο είναι ότι, παρ’ όλα τα περί του αντιθέτου λεγόμενα της Fed, η τρέχουσα νομισματική πολιτική παραμένει επεκτατική. Αν κοιτάξει κανείς τα επιτόκια, το – μέχρι την Τετάρτη – επιτόκιο ομοσπονδιακών κεφαλαίων της Fed κυμαινόταν στο εύρος 2,25% έως 2,5%. Οι αποδόσεις διάφορων ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου κυμαίνονται από 3% έως 4%.

Μπορεί κανείς να συζητά ποιο είναι το κατάλληλο μέτρο για τον πληθωρισμό τιμών (δομικός πληθωρισμός; συνολικός πληθωρισμός; διάμεσος πληθωρισμός;), ωστόσο, υπό από οποιαδήποτε λογικά πρότυπα, τα επιτόκια εξακολουθούσαν, τουλάχιστον μέχρι την αύξηση της Τετάρτης, να είναι αρνητικά σε πραγματικούς όρους. Η Fed απλώς δεν έχει κάνει μέχρις στιγμής τόσο πολλά για να πνίξει τον εκτεταμένο δανεισμό.

Ένα φωτεινότερο σημάδι είναι η μεγέθυνση του δείκτη Μ2, ο οποίος κυμάνθηκε στο 5,3% σε ετήσια βάση τον Ιούλιο του 2022. Με οικονομική ανάπτυξη 2%, αυτό αντιστοιχεί σε πληθωρισμό λίγο περισσότερο από 3%, υποθέτοντας ότι οι αλλαγές στη νομισματική ταχύτητα δεν αλλοιώνουν τα μεγέθη. Ακόμη καλύτερο, οι ρυθμοί μεγέθυνσης του Μ2 μειώνονται σταθερά, από σχεδόν 14% τον Αύγουστο του 2021.

Ένας τρόπος σκέψης σχετικά με όλα αυτά τα δεδομένα είναι ότι οι ΗΠΑ είναι πιθανό να κινούνται προς χαμηλότερα ποσοστά πληθωρισμού – ωστόσο η επιτοκιακή πολιτική είναι υπερεκτιμημένη ως προς την αποτελεσματικότητά της. Η συγκεκριμένη οπτική προκύπτει με φυσικό τρόπο από τα εργαλεία της ποσοτικής θεωρίας.

Ορισμένοι αναλυτές τονίζουν ότι η μείωση του ρυθμού του πληθωρισμού απαιτεί μεγάλες αλλαγές στη δημοσιονομική πολιτική. Αυτό ισχύει συνήθως για χρεοκοπημένα κράτη, τα οποία πρέπει να τυπώνουν χρήματα για να πληρώνουν τους λογαριασμούς τους. Ωστόσο, για φερέγγυες χώρες όπως οι ΗΠΑ, κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο.

Προβλέπω ότι το ποσοστό πληθωρισμού των τιμών θα μειωθεί σημαντικά τα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια χωρίς κάποια ιδιαίτερα δραματική αλλαγή στη συνολική δημοσιονομική θέση των ΗΠΑ.

Αν έχω δίκιο – αξίζει να σημειωθεί – αυτό θα αντιπροσωπεύει έναν θρίαμβο για την Ποσοτική Θεωρία του Χρήματος.

Πηγή: BloombergOpinion