Ο ΣΟΔΑΠ (Συνεργατικός Οργανισμός Διαθέσεως Αμπελουργικών Προϊόντων), που υπήρξε διαχρονικά η μεγαλύτερη βιομηχανία παραλαβής σταφυλιών, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι δεν θα παραλάβει καμία απολύτως ποσότητα από τους αμπελουργούς μας. Και αυτό γιατί υπάρχει πληρότητα στους αποθηκευτικούς του χώρους. Προφανώς λόγω αδυναμίας διάθεσης των προϊόντων της αμπέλου σε εξωτερικές αγορές.

Και όμως. Αυτό που πριν μερικά χρόνια θα θεωρούσαμε ντροπή και να το σκεφτούμε καν, είναι πλέον πραγματικότητα. Η παραδοσιακή εικόνα της Κύπρου «της αμπέλου και του οίνου» χάνεται μια για πάντα. Οι Διονυσιακές εικόνες του τρυγητού, και της παρασκευής του κρασιού οδηγούνται στην εξαφάνιση.

Η μαζική διοχέτευση της παραγωγής σταφυλιών στις χωματερές, ο λεγόμενος πράσινος τρυγητός, σε συνδυασμό με την αδυναμία παραλαβής σταφυλιών από τις μεγάλες βιομηχανίες, είναι η εξόδιος ακολουθία και η ταφή της θανούσας αμπελοκαλλιέργειας.

Για τον θάνατο ευθύνεται διαχρονικά το κράτος. Εγκαλείται για ασύγγνωστη και παρατεταμένη αμέλεια και για συναυτουργία σε έγκλημα εκ προμελέτης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Αμπελουργία «ώρα μηδέν» – Eκπέμπουν SOS

Από χρόνια πολλά κραυγάζαμε, και ο γράφων ως βουλευτής Πάφου, ως απεδείχθη «εις ώτα μη ακουόντων, ότι τα αμπελοχώρια μας, που άλλοτε έσφυζαν από ζωή, έχουν γίνει φαντάσματα του παλιού εαυτού τους και ότι οι αμπελουργοί μας αναζητούσαν εργασία στις πόλεις για να εξασφαλίσουν την οικονομική τους επιβίωση.

Τονίζαμε την κάθε χρόνο επαναλαμβανόμενη εκρηκτικότητα του προβλήματος, λόγω της μη υιοθέτησης αποτελεσματικών μέτρων για την αντιμετώπιση του, υπογραμμίζοντας την ανάγκη μιας πολιτικής με δέσμη μέτρων μακροπρόθεσμου προγραμματισμού σφαιρικής και ολόπλευρης προσέγγισης του αμπελουργικού.

Με την συνδρομή και της συχνής ανομβρίας, για όσους έμεινα ακόμα να ασχολούνται με την αμπελοκαλλιέργεια, οι μέρες αυτής της εποχής μετατρέπονταν σε μέρες βασανιστικού άγχους, γιατί ο κίνδυνος να μην καλύψουν καν τα έξοδα τους ήταν υπαρκτός.

Οι τιμές που ανακοίνωναν οι κυβερνήσεις για τα αμπελουργικά προϊόντα, όσο αυτό επιτρεπόταν πριν την ένταξη μας στην Ε.Ε, δεν είχαν καμμιά σχέση με την πραγματική ανάγκη να καλύψουν οι αμπελουργοί τα έξοδα τους και να έχουν την δυνατότητα ενός λογικού περιθωρίου κέρδους. Οι κυβερνήσεις κώφευαν στις εισηγήσεις και εκκλήσεις των αμπελουργών και των αγροτικών οργανώσεων, να καθορίζουν τιμές στην βάση του γεγονότος ότι η παραγωγή ήταν μειωμένη και ότι συνεπώς για την εξασφάλιση ενός υποφερτού εισοδήματος, θα έπρεπε να δίνονται τιμές που να εμπεριέχουν το στοιχείο της κοινωνικής στήριξης μιας χειμαζόμενης τάξης αγροτών. Κλειδί στην θεμελιακή και αποτελεσματική προσέγγιση του αμπελουργικού υπήρξε διαχρονικά ο τομέας της διάθεσης αλλά και της ποιότητας των παραγόμενων κρασιών.

Διαπιστωνόταν ότι οι οινοβιομηχανίες υστερούσαν στο μάρκετινγκ των προϊόντων τους και ότι θα έπρεπε να αποφασίσουν κατά πόσο θα ήθελαν να αναλάβουν τις ευθύνες τους, με σωστό προγραμματισμό, διαφορετικά θα έπρεπε να υπάρξουν αποφάσεις για την ανάληψη από άλλους φορείς του τομέα προώθησης και διάθεσης των προϊόντων εξ’ ολοκλήρου. Η κατάσταση όχι μόνο δεν διαφοροποιήθηκε αλλά με την ανυπαρξία πολιτικής σ’ αυτόν τον κρίσιμο τομέα οδηγηθήκαμε στην «χωματερή».

Ο τομέας της εμπορίας αφέθηκε να πάσχει κατ’ εξακολούθησίν και το χάσμα στο ισοζύγιο παραγωγής και διάθεσης μεγεθύνθηκε.

Έστω και την δωδεκάτη η πλήρης αναδιοργάνωση του τομέα διάθεσης των οινικών  μας προϊόντων με την από κοινού συνδρομή των οινοβιομηχανιών αλλά και της Κυβέρνησης, πρέπει να αποτελέσει άμεση και επείγουσα προτεραιότητα.

Η δεύτερη σημαντική παράμετρος στην οποία υπήρξαν αποτυχίες ή δραματικές καθυστερήσεις είναι εκείνη της ποιότητας των παραγομένων κρασιών. Τονίσαμε επανειλημμένα και με έμφαση στο παρελθόν και σε κάθε ευκαιρία, στην Βουλή, στα Αμπελουργικά Συνέδρια, σε δημόσιες συζητήσεις, ότι η εποχή της μαζικής παραγωγής κρασιών έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Αυτό όμως δεν φαίνεται να έγινε κατανοητό.

Εγκληματική αμέλεια, παχυδερμική απάθεια, συνήθης κυπριακός συντηρητισμός ότι «τίποτα δεν πρέπει να αλλάξει»; Ότι κι’ αν συμβαίνει από αυτά, η πραγματικότητα υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ότι οι οινοβιομηχανίες μας εξακολουθούν να λειτουργούν με μεθόδους και στρατηγικές παραγωγής περασμένων δεκαετιών. Αυτό οδήγησε αναπόδραστα στα σημερινά δραματικά αδιέξοδα.

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε εξαγγελθεί δειλά – δειλά μια πολιτική για τη δημιουργία περιφερειακών οινοποιείων, με στόχο να  διαφοροποιηθεί η ποιότητα των παραγόμενων κρασιών με τελική επιδίωξη να υπάρξουν καλύτερες προοπτικές διάθεσης.

Αυτή ήταν η πρακτική που ήδη ακολουθείτο σε ευρωπαϊκό επίπεδο και είχε αρχίσει να εφαρμόζεται και σε αμπελουργικές χώρες του τρίτου κόσμου. Τα τοπικά οινοποιεία και τα κρασιά με ονομασία προέλευσης ήταν η νέα προσέγγιση στην πολιτική προώθησης των οινικών προϊόντων. Αυτή όμως η πολιτική ποτέ δεν εφαρμόστηκε στην Κύπρο με σοβαρότητα, συνέπεια και συνέχεια με πρωταρχική ευθύνη των εκάστοτε Κυβερνήσεων.

Τα διάφορα τοπικά οινοποιεία που δημιουργήθηκαν παρά τον πρωτοποριακό και αξιέπαινο ρόλο τους δεν είναι τόσα και τέτοια σε αριθμό και σε ύψος παραγωγής που να επιτυγχάνουν μια πλήρη παρέμβαση στον τομέα της διάθεσης.

Αυτό καταδεικνύεται από το γεγονός ότι ο στόχος τους είναι κυρίως η κάλυψη της εσωτερικής αγοράς.

*Πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων