Η επόμενη μέρα της απόφασης του επαρχιακού δικαστηρίου Λεμεσού, το οποίο δικαίωσε Ρώσο καταθέτη της πρώην Λαϊκής Τράπεζας για το κούρεμα καταθέσεων του 2013, δημιουργεί ευρύτερους οικονομικούς, νομικούς και πολιτικούς προβληματισμούς, δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος.

Κατά κύριο λόγο τίθεται στο τραπέζι το ενδεχόμενο το κράτος να κληθεί να καταβάλει αποζημιώσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, στην περίπτωση που το Εφετείο επικυρώσει την πρωτόδικη απόφαση και δημιουργηθεί προηγούμενο, ενόψει εξέτασης πολλών άλλων παρόμοιων υποθέσεων. Μπορεί η απόφαση επί της έφεσης που αποφάσισε να καταχωρίσει η Νομική Υπηρεσία να απαιτήσει πολύ χρόνο, αλλά θα παραμένει ορατό το ενδεχόμενο το κράτος να κληθεί να αποζημειώσει χιλιάδες κουρεμένους καταθέτες της πρώην Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου, με συνέπεια να επηρεαστούν πολύ σοβαρά τα δημόσια οικονομικά.

Προβληματίζει επίσης την Πολιτεία και την κοινή γνώμη η καταπελτική διαπίστωση (και) του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού της πλημμελούς εποπτείας του τραπεζικού συστήματος εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας και της μεγάλης ολιγωρίας της κυβέρνησης να αποταθεί έγκαιρα στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς για δανεισμό.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση «κατάληξη του δικαστηρίου αποτελεί πως η απομείωση των καταθέσεων του ενάγοντα οφειλόταν στις αμελείς πράξεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και στη σοβαρή αμέλεια της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και όχι σε λόγους που αφορούν τους κανόνες της αγοράς.

Η οικονομική κρίση που έπληξε την Κύπρο το 2009, προσθέτει το δικαστήριο, δεν αντιμετωπίστηκε ως θα έπρεπε από την κυβέρνηση, ως του υπεύθυνου θεσμού για τον σχεδιασμό, ανάπτυξη και προστασία της οικονομίας, αλλά ούτε και από την ΚΤΚ, ως θεσμικού οργάνου – επόπτη, που ήταν ο προστάτης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ορθής λειτουργίας των τραπεζών, καθώς και του ελέγχου γενικότερα του τραπεζικού συστήματος και της προστασίας των καταθετών, μεταξύ αυτών και του ενάγοντα. Επακόλουθο όλων, η παραβίαση του δικαιώματος της περιουσίας του ενάγοντα».

Τα συμπεράσματα του δικαστηρίου αποτελούν δυο μεγάλα κεφάλαια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, τα οποία μετά το 2013 έγιναν πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων, είτε μέσω κοινοβουλευτικών συνεδριάσεων της Βουλής, είτε μέσω ερευνητικών επιτροπών, με τα πολιτικά κόμματα να επιρρίπτουν ευθύνες το ένα στο άλλο.
Ο «Φ» παρουσιάζει συνοπτικά τα συμπεράσματα του επαρχιακού δικαστηρίου Λεμεσού, τα οποία περιέχονται στην απόφαση έκτασης 110 σελίδων.

Δεν έκανε τη δουλειά της η Κεντρική
Η τοποθέτηση του Δικαστηρίου, υπό τύπο συμπερασμάτων, για την Κεντρική Τράπεζα έχει ως ακολούθως:

  • «Η ΚΤΚ επέτρεψε όπως ο τραπεζικός τομέας επεκταθεί χωρίς έλεγχο ή προστασία στα συμφέροντα των καταθετών και χωρίς να παίρνει μέτρα αντιμετώπισης για την έλλειψη ρευστότητας, η οποία από το 2010 διαπιστώθηκε από την ίδια την ΚΤΚ ότι πιεζόταν.
    Δεν παραγνωρίστηκε (σ.σ. από το δικαστήριο) η θέση της ΚΤΚ πως για την αγορά ΟΕΔ (ομόλογα ελληνικού δημοσίου) δεν μπορούσε να παρέμβει προς τη Λαϊκή, μεταξύ άλλων επειδή αυτά θεωρούνταν μηδενικού κινδύνου, ωστόσο, ανεξάρτητα ποιον κίνδυνο είχαν τα ΟΕΔ ή εκ των υστέρων φάνηκε ότι είχαν, γεγονός παραμένει πως επιτράπηκε τέτοια αγορά τη στιγμή που η ΚΤΚ γνώριζε ότι από το 2010 η ρευστότητα της Λαϊκής πιεζόταν.
    Είναι εδώ που προκύπτει πως δεν ήταν λογικό να επιτρέπονταν τέτοια οικονομικά ανοίγματα χωρίς διακρίβωση ή μελέτη ότι τα συμφέροντα των πιστωτών προστατεύονταν. Επιπλέον και ανεξάρτητα μετά την αγορά των ΟΕΔ και τις ζημιές που προέκυψαν από την απομείωση τους, δεν λήφθηκαν αποτελεσματικά μέτρα για τη βελτίωση της ρευστότητας της Λαϊκής».
  • Σε άλλο σημείο της απόφασης αναφέρεται ότι «το Δικαστήριο δεν αισθάνεται την ανάγκη να ενδιατρίψει ή να εισηγηθεί λύσεις. Όφειλε όμως η ΚΤΚ να δράσει ώστε και τα συμφέροντα των ανασφάλιστων πιστωτών, πέραν των €1000.000 ως ήταν οι καταθέτες, να τύχουν της προστασίας του νόμου, στη βάση της θετικής υποχρέωσης που αυτή είχε, μιας και ήταν βέβαιο πως σε κάποια στιγμή, λόγω των μεγάλων ελλειμμάτων, δεν μπορούσαν ούτε οι €100.000 να αποδοθούν στους καταθέτες, αφού το σχετικό ταμείο δεν είχε τα ανάλογα χρήματα, η δε ΚΔ επίσης δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του εν λόγω ταμείου, διότι και αυτή χρειαζόταν δανεισμό, γεγονός που η ΚΤΚ γνώριζε πολύ καλά».

Το δάνειο θα τα σκέπαζε όλα…

Σημειώνεται μεταξύ άλλων στην απόφαση του δικαστηρίου πως «η Κεντρική Τράπεζα γνώριζε τους κινδύνους και αποδέκτηκε (σ.σ. την αγορά ομολόγων ελληνικού δημοσίου από τη Λαϊκή), αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα, που ήταν η μη εξασφάλιση των συμφερόντων των καταθετών, μεταξύ αυτών και του ενάγοντα, βασιζόμενη μόνο στο ότι θα εξασφαλιζόταν δάνειο από την ΚΔ και θα λυνόταν το πρόβλημα των τραπεζών.

Η αδιαφορία στη λήψη αποτελεσματικών μέτρων έναντι της Λαϊκής, αποτέλεσε συμπεριφορά πέραν της συνήθους αμεριμνησίας για ένα ζήτημα οικονομικής φύσεως, που ήταν εφικτό να αντιμετωπισθεί ενώ υπήρχε το καθήκον, η θετική υποχρέωση, για παρέμβαση και αντιμετώπιση των κινδύνων, που ήταν και προβλέψιμοι αλλά και υπαρκτοί.

Οι επιστολές ή συστάσεις, η παραίτηση Μπουλούτα και άλλες ενέργειες μη αποτελεσματικές ως προς την εκτέλεση του καθήκοντος που είχε η ΚΤΚ, δεν αποτελούν επαρκή ή πειστικό αντίλογο».

Αμέλησε και καθυστέρησε η Κυβέρνηση για δάνειο – μνημόνιο

Για την Κυπριακή Δημοκρατία στα συμπεράσματα του επαρχιακού δικαστηρίου αναφέρονται μεταξύ άλλων:
-«Η ΚΔ δεν αποτάθηκε έγκαιρα στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς για δανεισμό, με δεδομένο ότι ο δανεισμός ήταν απαραίτητος γι’ αυτήν, γεγονός που μεταξύ άλλων δεν της επέτρεπε να ζητήσει επιμήκυνση στην απομείωση των ΟΕΔ (ομολόγων ελληνικού δημοσίου), όπως έπραξε η ελληνική κυβέρνηση (μόνο αν ήταν σε μνημόνιο)».
-Στην απόφαση συμπερασμάτων αναφέρεται και ότι «η ΚΔ ανέλαβε ευθύνη διά των τοποθετήσεων των εκπροσώπων της, και ειδικότερα του ΠτΔ (σ.σ. προφανώς αναφέρεται στον Νίκο Αναστασιάδη) ότι δεν επρόκειτο να επιτρέψει «κούρεμα» καταθέσεων, γεγονός που λειτούργησε, δικαιολογημένα, ώστε ο ενάγοντας να μην αποσύρει προγενέστερα τις καταθέσεις του, με αποτέλεσμα να υποστεί πραγματική ζημιά διά της απώλειας τους.
-Την ευθύνη για την προστασία των καταθετών ανέλαβε η ΚΔ και νωρίτερα, διά της καταβολής €1,8 δισ. για την αγορά των Δικαιωμάτων Προτίμησης που εξέδωσε η Λαϊκή Τράπεζα τον Ιούνιο του 2012.
-Το δικαστήριο επισημαίνει πως δεν παραγνωρίστηκε η θέση της συνηγόρου της εναγόμενης 2 (ΚΔ) ότι ο ΠτΔ πίστευε ειλικρινά όταν έκανε τη σχετική δήλωση πως θα πετύχαινε την αποφυγή του «κουρέματος» των καταθέσεων, ωστόσο και με αυτή την εκδοχή κρίνεται πως ενισχύεται το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η ΚΔ ανέλαβε την ευθύνη της προστασίας των καταθετών και των δικαιωμάτων τους, πλην όμως διά της προγενέστερης χρονικά αμέλειας της, ως έχει πιο πάνω επεξηγηθεί, προκάλεσε εντέλει ζημιά στα συμφέροντα του ενάγοντα ως καταθέτη». Αναφέρεται, επίσης, ότι «η προβλεψιμότητα συνίσταται στο γεγονός ότι εύλογα μπορούσε να προβλέψει, και/η ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός, δεδομένων των δικών της οικονομικών αναγκών, πως το αποτέλεσμα της αδυναμίας της να χρηματοδοτήσει τις δύο συστημικές τράπεζες, θα ήταν η κατάρρευση των δύο συστημικών τραπεζών και κατ’ επέκταση η απώλεια των καταθέσεων, ή μέρος αυτών, των καταθετών».