Η ηλικιωμένη Μικρασιάτισσα γειτόνισσα είχε μια ξεχωριστή αρχοντιά και ευγένεια, γι’ αυτό και όλοι στην πολυκατοικία τη σέβονταν ιδιαίτερα. Έγιναν φίλες με την κοπέλα του απάνω ορόφου της οποίας θα μπορούσε να ήταν και γιαγιά της και αντάλλαζαν κάθε τόσο επισκέψεις. Ίσως η Δέσποινα να βρήκε στο πρόσωπό της την τρυφερότητα και τη σοφία των δικών της γιαγιάδων που τόσο της έλειπαν.

Επιπλέον η ηλικιωμένη γειτόνισσα ήταν πιο ενημερωμένη και διαβασμένη από τις συνομήλικες της Δέσποινας με τις οποίες συναντιόταν σε παιδικά γενέθλια και παιχνιδότοπους με τα μωρά τους. Η κυρία Μαρίκα έβγαινε για να πάει εκκλησία ή στη Φιλόπτωχο ενώ στο σπίτι καθόταν με την εφημερίδα ή ένα βιβλίο στο χέρι. Αυτή έμαθε πλέξιμο στη Δέσποινα, η οποία με τη βοήθειά της έφτιαξε μια ροζ κουβερτούλα για το κοριτσάκι που περίμενε, ενώ της δώριζε καλτσάκια, σκουφάκια και ζακετούλες, κεντημένες με λουλουδάκια που έπλεκε για τα παιδάκια της.

Συχνά έφτιαχνε γλυκά εποχιακά με τα οποία μοσχομύριζε όλη η πολυκατοικία. Πρόσθετε σ’ αυτά τα δικά της καρυκεύματα, μυστικά που είχε μάθει από τη μητέρα και τη γιαγιά της, που ήρθαν στο νησί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, με την ίδια μικρό παιδί στην αγκαλιά τους. Με τα μπαχάρια ζωντάνευαν τόποι και χρόνοι χαμένοι. Τη φίλευε κάθε τόσο με κουλουράκια, κολοκωτές, πορτοκαλόπιττες, εκμέκ κανταΐφι και όσο περνούσαν τα χρόνια της πρόσφερε όλο και συχνότερα πίττα του Αγίου Φανουρίου αφού όλο και ξεχνούσε πού άφηνε διάφορα αντικείμενα… Λες και άνοιξε η γη και κατάπιε το ρολόι, τα κλειδιά ή τα γυαλιά της, παρά το ψάξιμο, την τακτικότητα και τη νοικοκυροσύνη της. Μετά και το κάθε τάμα ο Άγιος Φανούριος έκανε το θαύμα του, φανερώνοντάς της αυτό που έψαχνε.

Τότε έμπαινε στην κουζίνα, άναβε ένα κερί για όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας και έβαζε μπρος για την κανελλάτη πίττα, φτιαγμένη με εφτά υλικά, της οποίας τα πρώτα εφτά κομμάτια έπρεπε να μοιράσει σε εφτά μονοστέφανες για να πραγματοποιηθεί το τάμα. Στην πολυκατοικία της όμως υπήρχε μόνο μία και αυτή ήταν η Δέσποινα. Τα άλλα ζευγάρια ήταν ιδιόμορφα, μια νεαρή μητέρα ήταν ήδη στον δεύτερο γάμο της, η άλλη βρισκόταν σε διάσταση, η τρίτη συζούσε αστεφάνωτη, έχοντας μάλιστα παιδάκι. Η κοπέλα του πρώτου ορόφου ήταν ελεύθερη, απολαμβάνοντας την ανεξαρτησία της. Ζούσε κι ένα ομόφυλο ζευγάρι, πάντα ευγενέστατο και πρόθυμο να της φτιάξει την ασφάλεια στο ηλεκτρικό, να της ανεβάσει ή να της αγοράσει ψώνια.

Οι κοπέλες της νέας γενιάς δεν το είχαν για πολύ να παντρευτούν και με το πρώτο καβγαδάκι να χωρίσουν, να συζήσουν με το καινούργιο τους αμόρε και κατά συνέπεια τα παιδάκια τους να μοιράζονται το δωμάτιο, τα παιχνίδια τους και τη μάνα τους με τα παιδιά του νέου συντρόφου. Τα Σαββατοκύριακα σέρνοντας μια τσάντα με τροχάκια να τρέχουν να διανυκτερεύσουν στο σπίτι του πατέρα με τη νέα του σύντροφο και τα παιδιά της. Πύργο της Βαβέλ αποκαλούσε την πολυκατοικία η κυρία Μαρίκα, με τα παιδιά του Σαββατόβραδου, που μιλούσαν διάφορες μητρικές γλώσσες. Παιδιά που ίσως μεγάλωναν με το κρυφό όνειρο να γίνουν μάγια όπως με τη φανουρόπιττα και να επανεμφανιστούν μαζί, φιλιωμένοι οι γονείς τους. Ή τουλάχιστον ο Άγιος να τους εξασφάλιζε λίγο προσωπικό χρόνο μόνο με τη μητέρα ή τον πατέρα τους, χωρίς τους συντρόφους και τα παιδιά τους. Αυτό ήταν ένα ζήτημα που ανησυχούσε την κυρία Μαρίκα, η οποία έζησε σχεδόν ένα αιώνα και είχαν δει πολλά τα μάτια της.

Είχε έρθει στο νησί πρόσφυγας το 1918 και ξανάγινε πρόσφυγας το 1974. Οι γυναίκες της γενιάς της παντρεύονταν αυτόν που τους υποδείκνυαν οι γονείς και οι θείοι με τη βοήθεια προξενητρών έπειτα από μια φευγαλέα ματιά που έριχναν στον υποψήφιο γαμπρό την ώρα που του σέρβιραν γλυκό του κουταλιού. Και έτσι υπογράφονταν τα προικοσύμφωνα και γίνονταν οι γάμοι, έρχονταν τα παιδιά και η γυναίκα έσκυβε το κεφάλι και σιωπούσε μπροστά στον απολυταρχισμό του άντρα ή τις απιστίες του. Και αν αυτός χανόταν για μέρες, μια πίττα του Αγίου Φανουρίου θα τον έφερνε πίσω στο σπίτι του, στη γυναίκα του και στα παιδιά του.

Έτσι έζησαν, γενιές ζευγαριών με το χρυσό τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Πολλά κορίτσια που έβλεπαν τη μητέρα τους να καταπιέζεται και να υπομένει σιωπηλά, σήκωσαν αυτές κεφάλι στη θέση της, δεν δίστασαν να χωρίσουν ή να πουν όχι στον γάμο, διεκδικώντας την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπειά τους κι ας έχαναν το προνόμιο να είναι μες στις εκλεκτές που θα έπαιρναν τα πρώτα εφτά κομμάτια της φανουρόπιττας.

Η κυρία Μαρίκα λόγω πνευματικής καλλιέργειας ήταν πάντα μπροστά από την εποχή της. Χάρηκε ιδιαίτερα όταν το ομόφυλο ζευγάρι του κάτω ορόφου σύναψε πολιτικό γάμο στο εξωτερικό, την κέρασαν λουκούμι και αυτή τους δώρισε ένα από τα σιεμέ που είχε κεντήσει και πίττα του Αγίου Φανουρίου, για να ευχαριστήσει τον Άγιο που της φανέρωσε αυτά τα χρυσά πλάσματα στη ζωή της.

[email protected]