Τη διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας ζητά η Ελεγκτική Υπηρεσία από το Υπουργείο Οικονομικών, σε σχέση με τις παραπλανητικές, όπως τις χαρακτηρίζει, τοποθετήσεις λειτουργών του υπουργείου στη Βουλή, όταν συζητείτο, το 2019, πρόταση νόμου του ΔΗΣΥ για την αναβαλλόμενη φορολογία.

Από τη νομοθεσία, σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, επωφελήθηκε συγκεκριμένο τραπεζικό ίδρυμα (σ.σ. δεν κατονομάζεται στην έκθεση της Ελεγκτικής για το Τμήμα Φορολογίας) και απώλεσε σημαντικά έσοδα το κράτος.

Σύμφωνα με την έκθεση για το Τμήμα Φορολογίας για το 2022, τα μέλη της Βουλής έτυχαν μη ορθής ενημέρωσης από λειτουργούς του Υπουργείου Οικονομικών όταν συζητείτο η πρόταση νόμου. Τονίζεται δε στην έκθεση πως οι μη ορθές τοποθετήσεις από αρμόδιους λειτουργούς του ΥΠΟΙΚ είχαν ως αποτέλεσμα το κράτος να απωλέσει έσοδα εκατομμυρίων. Επιπρόσθετα, η Ελεγκτική θεωρεί πως το Κοινοβούλιο δεν ενημερώθηκε κατάλληλα και παραπλανήθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών για τις οικονομικές επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά από την τροποποίηση του βασικού νόμου. Είχε επίσης επιπτώσεις και από τη μετατροπή των συσσωρευμένων ζημιών σε πιστώσεις συνολικού ύψους €417 εκατ. προς όφελος του πιστωτικού ιδρύματος «Α», (κόστος για το κράτος).

Δεν ενημερώθηκε επίσης η Βουλή ούτε και για την καταβολή εγγυητικού τέλους μόλις €6,25 εκατ. περίπου στο κράτος (απώλεια εσόδων για το κράτος).

Όπως αναφέρεται στην Έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, ο τότε Έφορος Φορολογίας είχε δηλώσει στη Βουλή πως δεν αναμενόταν να επέλθουν οποιεσδήποτε απώλειες στα έσοδα του κράτους. Επίσης, η εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών είχε αναφέρει ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν θα έχουν οποιαδήποτε δημοσιονομική επίπτωση.

Η Ελεγκτική Υπηρεσία κάλεσε τον Υπουργό Οικονομικών να προβεί σε διοικητική διερεύνηση, ώστε να διαπιστωθεί ποιος ή ποιοι λειτουργοί είχαν την ευθύνη για τις θέσεις που εκφράστηκαν εκ μέρους της Γενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομικών και, για όσους λειτουργούς διαπιστωθεί ότι είχαν ρόλο στη διαμόρφωση των θέσεων αυτών και αυτοί κριθεί ότι ενήργησαν αμελώς ή πλημμελώς, να γίνει σχετική πειθαρχική διερεύνηση.

Το ιστορικό της απόφασης

Τον Μάρτιο του 2019 εγκρίθηκε πρόταση νόμου, με την οποία δόθηκε η δυνατότητα, υπό προϋποθέσεις, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση που προκύπτει από συσσωρευμένες ζημιές πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο έχει εξυγιανθεί, να μετατραπεί σε πίστωση φόρου.

Βάσει της νομοθεσίας, η ισχύς του πλαισίου είναι τα 15 έτη, με έτος έναρξης το 2013. Επίσης, το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα καταβάλλει στη Δημοκρατία ετήσιο εγγυητικό τέλος (1,5%) για κάθε φορολογικό έτος από το έτος 2018. Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, λίγες ημέρες αργότερα, κάλεσε τη Δημοκρατία να προχωρήσει στην αύξηση του εγγυητικού τέλους, γεγονός που οδήγησε το Κοινοβούλιο να τροποποιήσει εκ νέου το νόμο, ο οποίος προβλέπει την υποχρέωση αυξημένης καταβολής ετήσιου εγγυητικού τέλους, μέχρι το 2028, προς το κράτος. Συνεπώς, οι σχετικές φορολογικές πιστώσεις της περιόδου 2018-2021 ήταν συνολικού ύψους €151.6 εκατ., χρησιμοποιήθηκαν από το συγκρότημα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος «Α», συνολικό ποσό ύψους €67 εκατ. για αποπληρωμή διαφόρων φόρων και παρέμεινε υπόλοιπο, κατά την 31.12.2022, ύψους €84.5 εκατ. εκκαθαρισμένο επιστρεπτέο ποσό από την Κυπριακή Δημοκρατία υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος. Τέλος, σημειώνεται πως, αν οι συγκεκριμένες φορολογικές ζημιές δεν χρησιμοποιηθούν/συμψηφιστούν με κέρδη κατά τα επόμενη έτη 2022 μέχρι 2028, τότε αυτές θα δημιουργήσουν φορολογική πίστωση, η οποία θα ανέρχεται σε €265.3 εκατ. προς όφελος του πιστωτικού ιδρύματος «Α».