Η πρόσφατη έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (KTK) σε σχέση με τις απάτες σε πληρωμές κατέδειξε πως η μετάβαση προς τις ψηφιακές συναλλαγές, αν και θετική για την οικονομία και τους καταναλωτές, συνοδεύεται από σημαντικές προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας. Οι δόλιες συναλλαγές που πραγματοποιούνται χωρίς μετρητά έχουν αυξηθεί αισθητά στην Κύπρο κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2024 – τόσο σε αριθμό όσο και σε αξία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΚΤΚ, οι δόλιες συναλλαγές αυξήθηκαν κατά 34% σε όγκο και κατά 26% σε αξία σε σύγκριση με την αντίστοιχη χρονική περίοδο του 2023. Συνολικά, καταγράφηκαν σχεδόν 14.000 περιστατικά απάτης, με την αξία τους να αγγίζει τα €3 εκατ.
Αν και σε απόλυτους όρους η Κύπρος εξακολουθεί να διατηρεί χαμηλά ποσοστά σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, ο ρυθμός αύξησης είναι πολύ ταχύτερος – στοιχείο που προκαλεί προβληματισμό και ανησυχία.
Το 94% αφορά πληρωμές με κάρτες
Η συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών απάτης αφορά πληρωμές με χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες, οι οποίες παρουσίασαν αύξηση 41% σε αριθμό και 27% σε αξία. Συγκεκριμένα, η μέση αξία ανά δόλια συναλλαγή με κάρτα διαμορφώθηκε στα €93, ενώ η απάτη μέσω μεταφοράς χρημάτων (credit transfer) ήταν αυτή που εμφάνισε τη μεγαλύτερη συνολική αξία – σχεδόν €1,8 εκατ., με μέση αξία ανά περιστατικό τα €8.015.
Cross-border απάτες: η μεγαλύτερη αδυναμία
Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα της έκθεσης είναι ότι τα περισσότερα περιστατικά απάτης σχετίζονται με διασυνοριακές συναλλαγές. Ειδικά στις πληρωμές με κάρτα, η πιθανότητα απάτης ήταν 25 φορές μεγαλύτερη όταν η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε εκτός Κύπρου. Το φαινόμενο αποδίδεται τόσο στη ανομοιομορφία των ρυθμιστικών πλαισίων όσο και στην ανεπαρκή συνεργασία μεταξύ παρόχων υπηρεσιών πληρωμών σε διεθνές επίπεδο.
Μιλώντας στον «Φ», ο Παναγιώτης Θεοδοσίου, Chief Operations Officer του Ιδρύματος Ηλεκτρονικού Χρήματος Moneygate, σχολίασε πως η αύξηση των περιστατικών απάτης, αντανακλά ευρύτερες τάσεις που παρατηρούνται και σε άλλα κράτη της ΕΕ. «Ο ψηφιακός μετασχηματισμός των πληρωμών έχει απλοποιήσει σημαντικά την καθημερινότητα, αλλά ταυτόχρονα έχει αναδείξει νέες ευπάθειες. Το κρίσιμο ζητούμενο για τον κλάδο, και όχι μόνο για τις ρυθμιστικές αρχές, είναι η επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ της απλότητας στη χρήση των υπηρεσιών και της θωράκισης απέναντι σε φαινόμενα απάτης. Στην Moneygate δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στην ασφάλεια των υποδομών και στη συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές Οδηγίες, εφαρμόζοντας βέλτιστες πρακτικές προστασίας κατά την εκτέλεση των πληρωμών και ενσωματώνοντας ελέγχους που ενισχύουν την εμπιστοσύνη των πελατών. H πρακτική συνεργασία μέσα από κοινά δίκτυα ανταλλαγής πληροφορίων, η έγκαιρη κοινοποίηση περιστατικών και η υιοθέτηση κοινών εργαλείων ανάλυσης κινδύνου πρέπει να αποτελούν μέρος μιας ενιαίας στρατηγικής, που θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη και την ανθεκτικότητα του οικοσυστήματος πληρωμών. »
Επιπλέον, ο κ. Θεοδοσίου υπογράμμισε πως «Η απάτη δεν έχει μόνο οικονομικό αντίκτυπο αλλά δημιουργεί και σημαντικές επιχειρησιακές προκλήσεις, από τη διαχείριση περιστατικών μέχρι την εξυπηρέτηση πελατών και την κανονιστική συμμόρφωση». Έδωσε ως παράδειγμα τον τρόπο που λειτουργούν στη Moneygate, εξηγώντας πως μεταξύ άλλων συστημάτων και μέτρων ασφαλείας, λειτουργεί ένα προηγμένο πλαίσιο παρακολούθησης συναλλαγών που αξιοποιεί τεχνητή νοημοσύνη για την ανίχνευση πιθανών δόλιων συναλλαγών. «Η διαδικασία παρακολούθησης και επίλυσης πιθανών περιστατικών απάτης είναι σε μεγάλο βαθμό ψηφιοποιημένη και αυτοματοποιημένη, επιτρέποντας στο προσωπικό να επικεντρώνεται σε ουσιαστικές αναλύσεις. Μαζί με τα υπόλοιπα μέτρα ασφάλειας, δημιουργούμε ένα ασφαλές περιβάλλον για τη διενέργεια συναλλαγών, όπου η τεχνολογική καινοτομία συνδυάζεται με επιχειρησιακή πειθαρχία και διεθνή συνεργασία».
Όπως άλλωστε επισημαίνει και η έκθεση της ΚΤΚ είναι αναγκαία η λήψη στοχευμένων μέτρων προστασίας, η εκπαίδευση των χρηστών και η συνεργασία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο καθώς η πρόληψη της απάτης δεν είναι ζήτημα τεχνολογίας και εργαλείων. Είναι θέμα συστημικής κουλτούρας συνεργασίας και πληροφόρησης, με καθοριστικό ρόλο τόσο για τους παρόχους όσο και για τους ίδιους τους καταναλωτές.