Η επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο σε φυσικές και νομικές οντότητες στην Κύπρο ανοίγει ένα νέο γύρο πολιτικών και οικονομικών προκλήσεων για τη Λευκωσία, η οποία καλείται να προσαρμοστεί στα νέα γεωοικονομικά δεδομένα που δημιουργούνται, αξιοποιώντας τα με επωφελή τρόπο για τα συμφέροντα του κράτους.

Για το ζήτημα συνομιλήσαμε με τη σύμβουλο εξωτερικής πολιτικής και επενδύσεων (FDI), Πωλίνα Άνιφτου, η οποία τόνισε ότι «η Κύπρος καλείται να εναρμονιστεί με τα νέα μεγέθη που δημιουργούνται στην περιοχή, ενώ προειδοποίησε ότι «αν δεν το πράξουμε μόνοι μας, θα γίνει με βίαιο τρόπο, όπως με τις κυρώσεις, γιατί η δύναμη της ισχύς υπερβαίνει το όποιο ηθικό δίκαιο στην Οικονομία». Τόνισε δε ότι «οι επενδύσεις αποτελούν μέρος συμφερόντων ξένων κρατών, που θα πρέπει όμως να εξυπηρετούν μακροχρόνια ή για όσο χρειάζεται και τα δικά μας συμφέροντα, πολιτικά, οικονομικά, εθνικά και ως εκ τούτου πρέπει να πάψει η νοοτροπία της αποικίας, που εξάγουμε στην περιοχή και διεθνώς, ενώ η Λευκωσία είναι αναγκαίο να σχηματίσει ένα πλάνο εξωτερικής πολιτικής».

Σχολιάζοντας αρχικά την επιβολή κυρώσεων από τις δύο χώρες στην παρούσα χρονική συγκυρία, στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής των δύο κρατών, η κ. Άνιφτου ανέφερε αρχικά ότι «οι κυρώσεις που επιβάλλονται από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούν προϊόν μιας μακράς διαδικασίας εσωτερικής και εξωτερικής διαβούλευσης των οργάνων της κάθε χώρας σε συνεργασία με τον ΟΗΕ και φυσικά σύμφωνα με το διεθνές περιβάλλον της κάθε χρονικής στιγμής». «Ενδεικτικά πριν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ αποφασίσει οποιεσδήποτε κυρώσεις ζητά την συμβολή των υπηρεσιών ασφαλείας των ΗΠΑ, του Department of the Treasury, του Department of Commerce και φυσικά του Department of State», συμπλήρωσε ακολούθως, σημειώνοντας ότι «οι κυρώσεις επιβάλλονται σε μέλη του ΟΗΕ, τις οποίες σύμφωνα με τα κεφάλαια V & VII της Χάρτας στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, καλούνται τα υπόλοιπα μέλη του διεθνούς οργανισμού να τις τηρήσουν ή επιβάλλονται στα πλαίσια του Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου».

Πρόσθεσε ακολούθως ότι οι κυρώσεις των ΗΠΑ και του ΗΒ κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας άρχισαν από τις πρώτες βδομάδες του πολέμου στην Ουκρανία το 2022 και στοχοποίησαν τόσο πολιτικά όσο και επιχειρηματικά άτομα, τα οποία είχαν ή πιθανολογείτο ότι είχαν συμβολή στον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και θα μπορούσαν να παράσχουν οποιανδήποτε βοήθεια στην Ρωσία».

Στη συνέχεια η κ. Άνιφτου εξήγησε ότι η εξωτερική πολιτική είναι άμεσα συνδεδεμένη με την επιχειρηματικότητα, γιατί οι εταιρείες ακόμη και οι ιδιωτικές, ειδικά αν είναι μεγάλης εμβέλειας, πάντα προσανατολίζονται από το κράτος είτε καταγωγής του ιδιοκτήτη είτε δράσης είτε εγγραφής, ώστε να δρουν στο πλαίσιο των συμφερόντων αυτού του κράτους. «Δεν υπάρχει, ειδικά σε κλειστές χώρες, όπως η Ρωσία, ανεξαρτησία των κινήσεων των επιχειρηματιών μακριά από τα άγρυπνα μάτια και τον προβολέα της εξωτερικής πολιτικής», υποστήριξε ακολούθως, προσθέτοντας ότι «το παραπάνω ισχύει σε κάθε χώρα, ενώ οι ΗΠΑ και το ΗΒ και η ΕΕ πάντα προσπαθούν να εφαρμόσουν την εξωτερική τους πολιτική μέσω ιδιωτικών συμφερόντων».

Στη συνέχεια η σύμβουλος εξωτερικών επενδύσεων υπογράμμισε ότι «η Κύπρος υπήρξε στόχος από την δεκαετία του ’90 για τις σχέσεις της με την Ρωσία, την ύπαρξη μεγάλου ρωσικού αλλά και σλαβόφωνου πληθυσμού στο νησί, καθιστώντας τη δημογραφία της περιοχής πιο σύνθετη για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής από πλευράς Δύσης». Εξήγησε ότι «η αλλαγή στη δημογραφία του πληθυσμού, αλλά και στη δημογραφία των επενδύσεων στην Κύπρο, που προέρχεται από την πρώην ΕΣΣΔ, δυσκολεύει τις δύο χώρες, αφενός τις ΗΠΑ ως προς το Ισραήλ που έχει να αντιμετωπίσει τους Εβραίους της πρώην ΕΣΣΔ, που επανεπενδύουν στην Ρωσία και μάλιστα βρίσκονται και σε καίριες θέσεις στην διακυβέρνηση του Ισραήλ και αφετέρου το Ηνωμένο Βασίλειο, που πλέον προσπαθεί να κερδίσει έδαφος, με επενδύσεις στην Αίγυπτο και τον έλεγχο πρώην βρετανικών αποικιών κοντά στον Νείλο. Ο έλεγχος των δύο εξόδων της Ερυθράς Θάλασσας και άρα ο έλεγχος του 15% των παγκόσμιων εμπορευμάτων είναι σημαντικός για την Δύση, μιας και δεν υπάρχει καμία σύγκλιση με την Ρωσία στο θέμα διάνοιξης των περασμάτων του Αρκτικού Κύκλου με την Ρωσία για εμπορικούς σκοπούς».

Κληθείσα ακολούθως να σχολιάσει αν οι κυρώσεις σηματοδοτούν το τέλος της εποχής δραστηριοποίησης του ρωσικού κεφαλαίου στην Κύπρο, η κ. Άνιφτου υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο για να μπει ένα τέλος στο ρωσικό κεφάλαιο στην Κύπρο, αφού συνήθως οι κυρώσεις κινούνται στο να ελέγξουν το ξένο κεφάλαιο, παρά να το καταστείλουν».  «Αν λάβουμε υπόψιν πως οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας είναι οι πιο βαριές σε μια μεγάλη οικονομία (11η ανά τον κόσμο) από το 1939, που υπάρχουν δελτία καταχώρησης των κυρώσεων, η Ρωσία έχει πληγεί από τις κυρώσεις στην Κύπρο, αλλά όχι στον βαθμό που έχει πληγεί από τις ρωσικές επενδύσεις στην Δύση», σημείωσε ακολούθως. 

Επεσήμανε ότι «το ρωσικό κεφάλαιο και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να υπάρχουν υπό τον έλεγχο της Δύσης, που θέλει να δημιουργήσει ένα φιλικό έδαφος για επενδύσεις στην ενέργεια, τον τουρισμό και τις υπηρεσίες στην Κύπρο», σημειώνοντας ότι «το 25% των εσόδων στην Κύπρο προέρχεται από τον τουρισμό ή από υπηρεσίες σχετικές με τον τουρισμό, όπως επίσης και νομικές, λογιστικές υπηρεσίες σε εταιρίες και ομίλους εταιρειών», ενώ πρόσθεσε ότι «τα παραπάνω θα συνεχίσουν να υπάρχουν, απλώς θα αλλάξει το μοτίβο παροχής, αλλά και οι χώρες και οι εταιρείες, στις οποίες θα παρέχονται».

«Τα τελευταία 30 χρόνια μπήκαμε σε μια προοπτική ανάπτυξης με κεφάλαια από την πρώην ΕΣΣΔ, αν με ρωτάτε αν είναι θετικό ή αρνητικό θα σας έλεγα πως δεν υπάρχει θετική ή αρνητική αντανάκλαση στις επενδύσεις», ανέφερε ακολούθως η κ. Άνιφτου, τονίζοντας ότι «αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι πως η σταθερότητα ως επενδυτικός προορισμός κρίνεται ως εξής:  Δεν υπάρχουν μόνιμοι επενδυτές και μόνιμοι φίλοι στο Διεθνές Οικονομικό Δίκαιο. Δηλαδή, ήμασταν ένας καλός «πελάτης» της Ρωσίας και αναπτυχθήκαμε λόγω των επενδύσεων, ενώ η ίδια η Ρωσία και οι Ρώσοι πολίτες βοηθήθηκαν από την Κύπρο με νέες θέσεις εργασίας, μετανάστευση, ενώ η Κύπρος διαδραμάτισε και τον ρόλο του οικονομικού ασύλου για τους Ρώσους.  Τώρα, ωστόσο, είναι καιρός η Κύπρος να εναρμονιστεί με τα νέα μεγέθη που δημιουργούνται στην περιοχή.  Και αν δεν το πράξουμε μόνοι μας, θα γίνει με βίαιο τρόπο, όπως με τις κυρώσεις, γιατί η δύναμη της ισχύς υπερβαίνει το όποιο ηθικό δίκαιο στην Οικονομία».

 Κληθείσα ακολούθως να σχολιάσει τους χειρισμούς της Λευκωσίας επί του θέματος, η σύμβουλος εξωτερικών επενδύσεων επεσήμανε ότι «η Κυπριακή Κυβέρνηση ως μέλος διεθνών οργανισμών δεν μπορεί να μην εφαρμόσει τις κυρώσεις και δεν υπάρχει μεγάλος αριθμός χωρών που αντιστέκονται στην εφαρμογή κυρώσεων».

Η κ. Άνιφτου υποστήριξε ότι «αυτό που πρέπει να απασχολήσει την κυβέρνηση είναι το γεγονός πως αναμένεται να συνεχιστούν οι λίστες κυρώσεων και ενδεχομένως να πλήξουν και πολιτικά πρόσωπα ή συνδεόμενα με αυτά», τονίζοντας ότι «οπότε το προσήκον θα ήταν η κυβέρνηση να συντάξει ένα πλάνο προϋπολογισμού για το πώς θα καλύψει την ανεργία, αλλά και τη ροή στην αγορά, αφού οι εταιρείες που επλήγησαν ή θα πληγούν θα έχουν θέματα ρευστότητας με πιθανότητα να προβούν σε απολύσεις». «Ας λάβουμε δε υπόψιν πως οι εργαζόμενοι έχουν υποχρεώσεις, όπως πχ δάνεια, με αποτέλεσμα να υπάρξει θέμα στην αποπληρωμή και να δημιουργηθεί και πάλι μια αστάθεια στον τραπεζικό τομέα», προειδοποίησε ακολούθως.

Ανέφερε επίσης ότι «σίγουρα η κυβέρνηση δεν επιθυμεί, ενισχύοντας τις σχέσεις με τη Δύση, να απωλέσει τη στήριξη της Ρωσίας, ειδικά στο εθνικό θέμα, όμως, υπάρχει μια οριοθέτηση, που θα πρέπει να λάβει υπόψιν, ότι πρέπει να δημιουργήσει ένα πλάνο όσον αφορά την παραγωγή εξωτερικής πολιτικής εκ μέρους της Κύπρου». Καταληκτικά τόνισε ότι «οι επενδύσεις είναι μέρος συμφερόντων ξένων κρατών, που όμως θα πρέπει να εξυπηρετούν μακροχρόνια ή για όσο χρειάζεται και τα δικά μας συμφέροντα πολιτικά, οικονομικά, εθνικά και να πάψει η νοοτροπία της αποικίας, που εξάγουμε στην περιοχή και διεθνώς».