Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η χρηματοδότηση της στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο, η ενδεχόμενη επανεκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ και γενικότερα το υπό εξέλιξη διεθνές σκηνικό, που πυροδοτεί σύννεφα ανασφάλειας και αύξηση του ανταγωνισμού, οδήγησαν την ΕΕ στο να προχωρήσει σε βήματα προς το δύσκολο εγχείρημα της οικοδόμησης ενιαίας κοινής Άμυνας, γεγονός που θα ενισχύσει και τη στρατηγική αυτονομία της.

Συγκεκριμένα στις αρχές Μαρτίου η Κομισιόν παρουσίασε για πρώτη φορά μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική, ενώ την περασμένη Πέμπτη οι ηγέτες των 27 κρατών-μελών στη Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου εξέφρασαν την πρόθεση τους για περαιτέρω πρόσβασή της σε δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση. Ο δρόμος, ωστόσο, αναμένεται να είναι μακρύς και γεμάτος με δυσκολίες, με το πιο ευαίσθητο ζήτημα να θεωρείται η μελλοντική χρηματοδότηση περισσότερων αμυντικών επενδύσεων.

Το σχέδιο της Κομισιόν για Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική

Η Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική, που προτείνει η Επιτροπή, προβλέπει μια σειρά από δράσεις προς ενθάρρυνση των κοινών αγορών και ενίσχυση της αγοράς αμυντικών προϊόντων από το εσωτερικό της ΕΕ, ενώ καθορίζει δείκτες που αποσκοπούν στη μέτρηση της προόδου των κρατών μελών, όσον αφορά τη βιομηχανική ετοιμότητα.

Ως πρώτο και βασικό μέσο για την υλοποίηση της στρατηγικής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε νομοθετική πρόταση για ένα Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανίας (EDIP), που θεωρείται ως η γέφυρα μεταξύ των βραχυπρόθεσμων μέτρων έκτακτης ανάγκης, τα οποία θεσπίστηκαν το 2023 και λήγουν το 2025 και μιας πιο μακροπρόθεσμης προσέγγισης, για την επίτευξη αμυντικής βιομηχανικής ετοιμότητας.

Η Κομισιόν έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται για αλλαγή των Συνθηκών της ΕΕ, αλλά για καλύτερη συνεργασία εντός του πλαισίου τους, με τα κράτη μέλη να διατηρούν την κύρια ευθύνη για την Άμυνα, παραχωρώντας κάποιες από τις αρμοδιότητές τους. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι προτάσεις της Κομισιόν για να μετουσιωθούν σε κανονισμό της ΕΕ χρειάζεται, ως είθισται, να λάβουν έγκριση από τα κράτη-μέλη της ΕΕ και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό για τις δυσκολίες του εγχειρήματος, λαμβάνοντας υπόψιν τις επιφυλάξεις ορισμένων κρατών.

Η πρόθεση από τα κράτη να προχωρήσουν

Σε μια άλλη εξέλιξη γύρω από το ζήτημα, την περασμένη Πέμπτη, στη Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, οι Ευρωπαίοι ηγέτες εξέφρασαν τη δέσμευση τους να ενισχύσουν την αμυντική ικανότητα της ΕΕ, καλώντας το Συμβούλιο και την Επιτροπή, αφού διερευνήσουν όλες τις επιλογές για κινητοποίηση χρηματοδότησης, να υποβάλουν έκθεση τον Ιούνιο.

Παράλληλα κάλεσαν την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να προσαρμόσει την πολιτική της για δανεισμό στην αμυντική βιομηχανία με τον τρέχοντα ορισμό των αγαθών διπλής χρήσης, διαφυλάσσοντας παράλληλα τη χρηματοδοτική της ικανότητα.

Η ενεργοποίηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων αποτελεί ένα από τα σενάρια, που έχουν προταθεί, με δεκατέσσερα κράτη-μέλη της ΕΕ να αποστέλνουν λίγες μέρες νωρίτερα επιστολή προς τους αξιωματούχους της ΕΤΕπ, για να ζητήσουν αποτελεσματικότερη χρηματοδότηση των αμυντικών έργων.

Άλλα σενάρια, που έχουν τεθεί στο τραπέζι προς συζήτηση, αποτελούν η έκδοση ευρωομολόγου για την Άμυνα – με χώρες όπως η Γαλλία και η Ελλάδα να τάσσονται σθεναρά υπέρ του κοινού δανεισμού – αλλά και η αξιοποίηση των απροσδόκητων κερδών από τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία.

Πώς σχολιάζουν οι Καθηγητές Κώστας Λάβδας και Φωτεινή Ασδεράκη

Κληθείς από το philenews να σχολιάσει αν θεωρεί πώς υπάρχει ειλικρινής πρόθεση από τα κράτη μέλη για να προχωρήσουν με την κοινή Άμυνα, ο Καθηγητής Ευρωπαϊκής και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Δρ Κώστας Λάβδας υποστήριξε πως για πολλά κράτη είναι ειλικρινής η επιθυμία, αλλά παραμένει δύσκολος στόχος με πολλές προϋποθέσεις.

Τόνισε ακόμη ότι σε τελική ανάλυση, μόνο η πρόοδος στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική στρατηγική πολιτική (EDIS) θα μπορούσε (με κοινές προμήθειες, κοινά αμυντικά projects κλπ) να προωθήσει αυτόν τον στόχο και πρόσθεσε ότι η EDIS κινείται, αλλά ακόμη πολύ αργά.

Aπό πλευράς της η Δρ Φωτεινή Ασδεράκη, Καθηγήτρια Θεωρίας Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης και Ευρωπαϊκής Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστήμιου Πειραιώς και εκλεγμένη Πρόεδρος της Διδακτορικής Σχολής του Ευρωπαϊκού Κολλεγίου Ασφάλειας και Άμυνας, σχολιάζοντας στο philenews τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής για την Άμυνα, επεσήμανε ότι «μετά την κρίση στην Ουκρανία η συζήτηση για την ασφάλεια και την άμυνα αποκτά κεντρική θέση στην ευρωπαϊκή ατζέντα, τόσο όσον αφορά τη δημιουργία κοινών αμυντικών δομών, όσο και τη δημιουργία μιας «κοινής αγοράς» για τους αμυντικούς εξοπλισμούς και τη  χρηματοδότηση κοινών σχεδίων της αμυντικής βιομηχανίας».

Υπογράμμισε ότι «ήδη η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας, που χειρίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με €8 δισ. για την περίοδο 2021-2027, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για ευρωπαϊκή συνεργασία», υποδεικνύοντας ότι «το ποσό αυτό, ωστόσο, είναι πολύ μικρό σε σχέση με αυτό που απαιτείται για την κάλυψη των αμυντικών δαπανών, τον εκσυγχρονισμό και την ενδυνάμωση των αμυντικών δυνατοτήτων της Ευρώπης».

Τόνισε ακόμη ότι το βάρος για τις αμυντικές δαπάνες είναι δυσβάσταχτο για τις χώρες του Νότου, που αντιμετωπίζουν περισσότερες απειλές, υποστηρίζοντας ότι «δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πάλι σχηματίστηκαν δύο διακριτές ομάδες στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου 2024, μετά την πρόταση του Έλληνα πρωθυπουργού για την έκδοση ευρωομολόγου και την υποστήριξη του Νότου (Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα) απέναντι στο Βορρά (Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία, Δανία)».

Πρόσθεσε ότι σε κάθε περίπτωση στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αποτυπώνεται η πρόθεση για την περαιτέρω πρόσβαση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας σε δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση, με τις προτάσεις από την Επιτροπή και το Συμβούλιο υπουργών να αναμένονται τον Ιούνιο.

Τα οφέλη και ο ρόλος της Κύπρου

Η Δρ Ασδεράκη υποστήριξε ακόμη ότι η Ελλάδα, με τον επιβαρυμένο αμυντικό προϋπολογισμό, αλλά και η Κύπρος θα έχουν σημαντικά οφέλη από μια ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.

Ερωτηθείσα αν θεωρεί πως η Κύπρος και η Ελλάδα θα μπορούσαν να αναλάβουν κάποιες πρωτοβουλίες προς ανάδειξη του ρόλου τους στο πλαίσιο της κοινής Άμυνας, η Καθηγήτρια απάντησε καταφατικά, διευκρινίζοντας ότι ενδεχόμενες πρωτοβουλίες θα πρέπει να συνδεθούν με τα ευρύτερα συμφέροντα και απειλές για την Ένωση και να μην περιορίζονται στο ζήτημα που αφορά τον κίνδυνο με την Τουρκία. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι μια πρόσφατη πρωτοβουλία της Κύπρου, που κέρδισε υποστήριξη από μεγάλες δυνάμεις, επειδή προσθέτει αξία και στα υπόλοιπα κράτη κι όχι μόνο στην προτείνουσα χώρα, αποτελεί το σχέδιο «Αμάλθεια» για μεταφορά ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα.

Η Κύπρος θα μπορούσε, λοιπόν, στο πλαίσιο της κοινής αμυντικής πολιτικής να αναδείξει περαιτέρω τον γεωστρατηγικό της ρόλο ως γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής και κυρίως ως προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, δηλαδή ως φύλακας των πυλών της Ευρώπης, τοποθετημένη στο νοτιονατολικότερο άκρο της Μεσογείου.

Ως μια ημικατεχόμενη, άλλωστε, χώρα, που βρίσκεται αντιμέτωπη με την τουρκική απειλή και ενώ βρίσκεται ενώπιον της έντονης στρατιωτικής ανισότητας με την Τουρκία, η Κύπρος δεν μπορεί παρά να τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης της αμυντικής θωράκισης της ΕΕ και της στρατηγικής αυτονομίας της.

Κληθείς πάντως ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης να σχολιάσει το ζήτημα που αφορά τα συμπεράσματα για την Άμυνα, μετά τη Σύνοδο Κορυφής, έκανε λόγο για σημαντική εξέλιξη και εξέφρασε την ικανοποίησή του. «Είναι ένας τομέας που εντάσσεται και στο ευρύτερο πλαίσιο της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης» ανέφερε, σημειώνοντας πως πρόκειται για ένα θέμα που ως Κύπρος «είμαστε ένθερμοι υποστηρικτές και χαίρομαι γιατί υπήρξε μια γενικότερη συναντίληψη για την ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ένωση να προχωρήσει ακόμη περισσότερο στα θέματα της άμυνας και της ασφάλειας, να επενδύσουν και όλα τα κράτη περισσότερο, αλλά και να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία».