Ο πρόσφατος διορισμός του πρώην Επιτρόπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Γιοχάνες Χαν, ως ειδικού απεσταλμένου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κυπριακό, είναι μια θετική εξέλιξη. Επιβεβαιώνει ότι η ΕΕ δεν έχει ξεχάσει πως ένα από τα κράτη-μέλη της παραμένει διαιρεμένο – υπό στρατιωτική κατοχή από τρίτη χώρα, και μάλιστα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ. Μισό αιώνα μετά την τουρκική εισβολή του 1974, η Κύπρος εξακολουθεί να αναζητεί δικαιοσύνη.

Ωστόσο, για να μην είναι ο διορισμός αυτός απλώς συμβολικός, πρέπει να συνοδευτεί από στρατηγική βούληση για ουσιαστικά αποτελέσματα.

Το όραμα της Ευρώπης «Ενιαία και Ελεύθερη» (Whole and Free) μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, υλοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό με την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Όμως, η Κύπρος, μέλος της ΕΕ, παραμένει κατάφωρη εξαίρεση.

Ήρθε η ώρα η αρχή της ενότητας και της ελευθερίας να εφαρμοστεί και στην Κύπρο. Η «Κύπρος Ενιαία και Ελεύθερη» πρέπει πλέον να γίνει επίσημη πολιτική της ΕΕ. Το κυπριακό πρέπει να επιστρέψει στο κέντρο της ευρωπαϊκής συνείδησης. Ας γίνει η «Κύπρος Ενιαία και Ελεύθερη» όχι απλώς ένα σύνθημα, αλλά μια στρατηγική επιταγή.

Μια μελλοντική διευθέτηση πρέπει να επανενώσει την Κύπρο χωρίς επικυρίαρχους, εγγυήτριες δυνάμεις ή δικαιώματα μονομερούς επέμβασης — αναχρονισμοί από μια σκοτεινότερη εποχή. Η Κύπρος δεν είναι σατραπεία. Ο κυπριακός λαός δεν χρειάζεται διατάγματα. Χρειάζεται πλήρη δικαιώματα και προστασίες σύμφωνα με το κοινοτικό κεκτημένο. Η Κύπρος πρέπει να γίνει ένα κανονικό κράτος-μέλος της ΕΕ.

Η Κύπρος ανήκει σε όλους τους πολίτες της: Κυπρίους ελληνικής, τουρκικής, μαρωνίτικης, αρμενικής και λατινικής καταγωγής. Κύπρος – Kıbrıs – Cyprus είναι η κοινή πατρίδα όλων και ένα πολύχρωμο κιλίμι. Σε μια δημοκρατική και κυρίαρχη ομοσπονδιακή Δημοκρατία, η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου πρέπει να εφαρμόζονται ισότιμα σε όλους, χωρίς καμία εξαίρεση.

Ο κ. Χαν διαθέτει πολύτιμη εμπειρία από τις Βρυξέλλες. Αλλά το κυπριακό δεν είναι τεχνική ή γραφειοκρατική υπόθεση. Είναι πρωτίστως γεωπολιτικό ζήτημα. Η παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής σε έδαφος της ΕΕ, ο παράνομος εποικισμός του κατεχόμενου βορρά, η καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς, ο σφετερισμός περιουσιών και η τύχη των αγνοουμένων, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά ως νέα «κανονικότητα».

Πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι οι Κύπριοι ελληνικής και τουρκικής καταγωγής έχουν νόμιμες ανησυχίες για την ασφάλειά τους, που πηγάζουν από την ιστορία και τις τραυματικές τους εμπειρίες. Οι Τουρκοκύπριοι επιδιώκουν πολιτική ισότητα, την προστασία της ταυτότητάς τους και αποτελεσματική συμμετοχή στη διακυβέρνηση του κράτους.

Οι Ελληνοκύπριοι εξακολουθούν να ζουν με τις συνέπειες της εισβολής, της κατοχής και του αναγκαστικού εκτοπισμού, μαζί με το πλήρες φάσμα των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συνοδεύουν κάθε τέτοια κατοχή. Μια δίκαιη λύση οφείλει να εγγυηθεί την αξιοπρέπεια και την ασφάλεια όλων.

Η Συνθήκη Εγγυήσεων ανήκει στο παρελθόν. Αποτελεί απομεινάρι της προπολεμικής Ευρώπης. Τα μελλοντικά σχήματα ασφάλειας πρέπει να βασίζονται σε σύγχρονες, πολυμερείς αρχές, όπως αυτές που προσφέρουν η ΕΕ ή/και το ΝΑΤΟ, και να διασφαλίζουν ότι κανείς στην Κύπρο δεν αισθάνεται κυριαρχούμενος ή περιθωριοποιημένος.

Η ΕΕ έχει δηλώσει ότι ο κ. Χαν θα συνεργάζεται «στενά» με την προσωπική απεσταλμένη του ΓΓ του ΟΗΕ, Μαρία Άνχελα Χολγκίν, και θα «συμβάλλει στη διαδικασία επίλυσης στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών». Η εντολή του πρέπει να είναι ουσιαστική. Χωρίς πραγματικά μέσα πίεσης, κινδυνεύουμε να επαναλάβουμε ένα ακόμα επεισόδιο «διπλωματίας θεάτρου»: διαδικασία χωρίς αποτέλεσμα.

Το κυπριακό δεν είναι ένα παγωμένο ζήτημα. Επιδεινώνεται καθημερινά. Από την αποτυχία των συνομιλιών στο Κραν Μοντάνα το 2017, η απουσία διαπραγματεύσεων επέτρεψε σε τετελεσμένα να ενισχύσουν την καχυποψία και να παγιώσουν τη διαίρεση.

Η ΕΕ διαθέτει ηθικό κύρος, νομικά εργαλεία και οικονομικούς μοχλούς πίεσης. Πρέπει να τους αξιοποιήσει. Η πρόσφατη πρωτοβουλία SAFE -ένα αμυντικό εργαλείο 150 δισεκατομμυρίων ευρώ, ανοικτό υπό όρους και σε τρίτες χώρες- είναι ένα επίκαιρο παράδειγμα. Η πιθανή συμμετοχή της Τουρκίας θα μπορούσε να εξαρτηθεί από επαληθεύσιμη πρόοδο στο κυπριακό. Η αρχή είναι απλή: εμπιστοσύνη, αλλά με επιβεβαίωση.

Η ΕΕ δεν μπορεί να υπερασπίζεται αξιόπιστα τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου στην Ουκρανία, στη Γάζα ή στον Νότιο Καύκασο, ενώ ανέχεται στρατιωτική κατοχή εντός των συνόρων της. Η Ευρώπη πρέπει να δράσει. Η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρης χωρίς επίλυση του κυπριακού.

Η αποστολή του κ. Χαν δεν πρέπει να καταντήσει ένα ακόμη καλοπροαίρετο υποσημείωμα της ΕΕ. Ο κ. Χαν πρέπει να ενισχυθεί με την αρμοδιότητα να διαπραγματευθεί με την Άγκυρα και να απαιτήσει από την Τουρκία να ευθυγραμμίσει τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της με τον σεβασμό της κυριαρχίας των κρατών-μελών και του διεθνούς δικαίου. Η χωρίς όρους εμπλοκή έχει αποτύχει στο παρελθόν. Ήρθε η ώρα της λογοδοσίας.

Η τουρκική αντίδραση στον διορισμό Χαν υπογραμμίζει την πρόκληση. Χωρίς να απορρίψει ρητά τον διορισμό, η Άγκυρα τον χαρακτήρισε «εσωτερική υπόθεση της ΕΕ», κατηγόρησε τις Βρυξέλλες για μεροληψία και απαίτησε συνομιλίες «μεταξύ δύο κρατών με κυρίαρχη ισότητα», θέση που αντιβαίνει στις παραμέτρους του ΟΗΕ και στο συμφωνημένο ομοσπονδιακό πλαίσιο.

Και όμως, η Άγκυρα εξακολουθεί να επιδιώκει ένταξη στην ΕΕ και ρόλο στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, φιλοδοξίες που απαιτούν συμμόρφωση με το κοινοτικό κεκτημένο, το οποίο ταυτόχρονα αμφισβητεί. Κάθε συμφωνία για το κυπριακό πρέπει να είναι απολύτως συμβατή με το ευρωπαϊκό δίκαιο: εμπόριο, ανταγωνισμός, δικαστική συνεργασία, εξωτερική πολιτική, θεμελιώδη δικαιώματα και αρχές. Αλλιώς, η Κύπρος δεν θα μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά ως κράτος-μέλος και η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας θα παραμείνει αιωρούμενη.

Η εντολή του Χαν πρέπει να ενσωματώσει κάθε αποτέλεσμα στο κοινοτικό δίκαιο και να αντικρούσει τις αιτιάσεις περί μεροληψίας με νομική σαφήνεια και συνέπεια. Όπως λέγεται, η ΕΕ λύνει προβλήματα αγκαλιάζοντάς τα.

Η Κύπρος δεν είναι απλά ένα διαπραγματευτικό χαρτί. Είναι μια δημοκρατία της Ευρώπης, και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. Η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου δεν είναι διαπραγματεύσιμα.

Καθώς η Ευρώπη οικοδομεί τη στρατηγική της αυτονομία, πρέπει να αντιμετωπίσει και τις δικές της εκκρεμότητες. Η διαίρεση της Κύπρου έχει γίνει ανεκτή για πάρα πολύ καιρό. Αλλά τα προβλήματα, όταν δεν αντιμετωπίζονται, μετατρέπονται σε απειλές.

Έχω εκφωνήσει αμέτρητες ομιλίες για το κυπριακό υπό την ιδιότητά μου ως εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας σε διάφορες χώρες. Πάντα με ρωτούσαν: «Τι θέλετε επιτέλους;» Η απάντησή μου ήταν πάντα απλή και ξεκάθαρη: Ο λαός της Κύπρου δεν είναι παιδί ενός κατώτερου Θεού. Μας ψήνει όλους ο ίδιος ήλιος.

Δεν θέλουμε τίποτα περισσότερο – και τίποτα λιγότερο – από αυτά που κάθε πολίτης μιας δημοκρατικής χώρας στην ΕΕ θεωρεί αυτονόητα: Ελευθερία. Δημοκρατία. Κράτος δικαίου. Σεβασμό της κυριαρχίας. Ανθρώπινα δικαιώματα.

Δεν ζητούμε προνόμια. Μόνο ισότητα. Όχι επιβολή. Μόνο αξιοπρέπεια. Όχι ξένη κηδεμονία. Μόνο αυτοσεβασμό.

Η Κύπρος αξίζει και πρέπει να υπάρχει ως ενιαία και ελεύθερη. Όχι ως διαιρεμένο απομεινάρι του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ως ένα σύγχρονο, ενωμένο, δημοκρατικό ευρωπαϊκό κράτος.

*Πρώην Πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στις ΗΠΑ και Ύπατος Αρμοστής στο Η.Β.
Ανώτερος Επιστημονικός Συνεργάτης, Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας