«Ήµουν 4 χρονών. Μπορεί και πιο µικρή. Από τότε θυµάµαι δύσκολα χρόνια. Κι έχω εικόνες. Πολλές και σκόρπιες… Θυµάµαι άντρες να µεταφέρουν τη µαµά µου στα χέρια τους. Λίγο πριν είχε κλειστεί στο δωµάτιο της και έκοψε τις φλέβες της. Αυτή ήταν µια απ’ τις πρώτες δικές της εικόνες που έχω στο µυαλό µου. Να την κουβαλάνε έξω, να κρέµονται τα χέρια της και να τρέχει αίµα. Είχε έναν αδελφό στο βουνό και εξαιτίας αυτού του παιδιού όλοι µπήκαν στη φυλακή. Τότε στον Εµφύλιο. Ήρθε ένα φορτηγό και τους πήρε όλους για να τους ασκήσει πίεση να πούνε πού κρύβεται ο θείος Δηµήτρης. Του διαµήνυαν ότι βασανίζουν τη µάνα του, την αδελφή του για να τον αναγκάσουν να κατέβει απ’ το βουνό.
Τη µέρα που τους συνέλαβαν είχα µείνει, θυµάµαι, στην αυλή για ένα ολόκληρο βράδυ γιατί κανείς δεν ήταν ελεύθερος να µε βάλει στο σπίτι. Ο θείος Δημήτρης ήταν ηγετικό στέλεχος στο αντάρτικο. Τον είχαν επικηρύξει και τελικά τον σκοτώσανε. Του έκοψαν το κεφάλι και το γύριζαν στα χωριά, κάτω στην Κρήτη, προς παραδειγματισμό. Ήμουνα πιτσιρίκα, δεν έχω εικόνες απ’ αυτό αλλά η δολοφονία του πλανιόταν πάντοτε πάνω απ’ το σπίτι μας. Υπήρχε ένα πένθος στο σπίτι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου…
Εμείς ζούσαμε στο κόκκινο σπίτι, όχι για λόγους ιδεολογικούς αλλά για αισθητικούς περισσότερο. Ο πατέρας μου ήταν πολύ μοντέρνος για την εποχή του και το είχε βάψει κόκκινο. Είχε βάλει γύψινα και μαργαρίτες απ’ έξω. Έτσι, στο Νιο Χωριό, ένα μικρό χωριό έξω απ’ τα Χανιά, όλοι ήξεραν το σπίτι μας ως το κόκκινο σπίτι. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος, ένας πολύ καλός δάσκαλος. Αυτός μου δίδαξε το πιο σημαντικό μάθημα στη ζωή μου, όχι όμως με την έννοια του κηρύγματος. Είχαμε ένα κορίτσι στο σπίτι για τις δουλειές. Θα ήταν 12-13 χρονών. Την είχαν για να σκουπίζει τις αυλές, να κάνει τα θελήματα. Όταν πήγαινε ο πατέρας μου να πάρει ύφασμα για να το πάμε στη μοδίστρα να μας κάνει τα ρούχα μας, έπαιρνε και σ’ εμένα και σ’ εκείνο το κοριτσάκι το ίδιο ύφασμα. Έτσι φοράγαμε τα ίδια φορέματα. Αυτό ήταν μια έμπρακτη διδασκαλία που μου άλλαξε τη ζωή. Απ’ την άλλη, η μητέρα μου μετά απ’ εκείνο το περιστατικό με τον αδελφό της και την απόπειρα αυτοκτονίας της, ποτέ δεν ήταν ίδια ξανά. Ήταν ένας πολύ συναισθηματικός τύπος που ζούσε στον δικό της κόσμο. Αργότερα, όταν επήλθε κάπως η ηρεμία στο σπίτι, τη λέγαμε Παξινού. Διηγείτο πολύ ζωντανά, πολύ παραστατικά. Είχε μια θεατρικότητα. Είχε πάντα χιούμορ και μια μυθοπλασία απίστευτη. Και εγώ στα πιο δύσκολα κάνω χιούμορ.
Ζούσαμε σε ένα χωριό αλλά ουσιαστικά ήταν ένα αστικό σπίτι. Είχαμε πάντα φαγητό, υπήρχαν υπηρέτριες. Είδα λοιπόν τη φύση απ’ την ποιητική της πλευρά και όχι σαν βιοπορισμό. Υπήρχε πείνα τότε στην Κρήτη. Οι φιλενάδες μου στο σχολείο πηγαίνανε ξυπόλητες γιατί δεν είχαν παπούτσια. Εγώ έκρυβα τα δικά μου σε ένα δέντρο καθοδόν για το σχολείο για να μην ξεχωρίζω απ’ αυτές. Το πρώτο συναίσθημα που θυμάμαι να νιώθω ήταν φυγή. Ήθελα να φύγω απ’ όλο αυτό. Είχαμε ένα μεγάλο κήπο και εξαφανιζόμουν με τις ώρες. Μιλούσα με τα δέντρα, έκανα παρέα με τα ζώα και τα πουλιά… Έπρεπε κάτι να βρω να κάνω για να ξεφύγω απ’ την πραγματικότητα που ζούσα. Η καλύτερή μου φίλη ήταν μια ελιά που είχε έναν κορμό τεράστιο με μια ακόμα πιο μεγάλη κουφάλα. Κρυβόμουν εκεί και προσευχόμουν στην Παναγιά όταν μεγαλώσω να φύγω. Να με βοηθήσει να φύγω. Κι ήθελα πάντα να κάνω μια οικογένεια όπου όλοι θα γελάνε. Να καθόμαστε σε μια μεγάλη τάβλα, να τρώμε και να γελάμε. Εμείς στο σπίτι καθόμασταν στο τραπέζι και το μόνο που άκουγες ήταν τους ήχους απ’ τα μαχαιροπίρουνα. Κουβέντα δεν έλεγε κανείς. Για να κάνω κάποιον να μιλήσει έκανα ό,τι μπορείς να φανταστείς. Έβαζα φωτιά στο τραπεζομάντιλο για να γίνει κάτι! Δεν την άντεχα αυτή τη σιωπή…
Από τότε έμαθα να βρίσκω πράγματα που μου δίνουν χαρά. Στα μικρά και τα απλά κρύβεται, τελικά, η ευτυχία. Στα λουλούδια που θα βάλεις στο βάζο, σε έναν καφέ με ένα φίλο, σε μια μεγάλη βόλτα που θα κάνεις. Απλά πράγματα που σε κρατάνε. Γι’ αυτό ποτέ δεν ένιωσα πλήξη, βαρεμάρα. Ούτε κυνήγησα ποτέ τίποτα. Ό,τι έχει γίνει, έχει γίνει από μόνο του, απ’ την αγάπη των ανθρώπων την οποία εισπράττω σε τόσο μεγάλο βαθμό που με κάνουν να αισθάνομαι λίγη».
Το νέο βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη, «Το Χαμόγελο του Δράκου», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα.