Μπορεί τα τελευταία επτά χρόνια ο Σωφρόνης Σωφρονίου να έχει εγκαταλείψει τις νευροεπιστήμες και την καριέρα του ερευνητή στη Νέα Υόρκη για ν’ αφοσιωθεί στο γράψιμο, παραμένει ωστόσο ένα πεδίο που τον απασχολεί βαθιά κι επιστρέφει σ’ αυτό με την πρώτη ευκαιρία.
 
Με το πολύπτυχο βιβλίο του «Οι Πρωτόπλαστοι», παρότι πρωτοεμφανιζόμενος, κατάφερε να πάρει το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Κύπρου για το έτος 2015 και το βραβείο «Μένη Κουμανταρέα» πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα της Εταιρείας Συγγραφέων (2016). Ο λογοτεχνικός κόσμος ανέμενε μ’ ενδιαφέρον το επόμενο βήμα του. Ήρθε με τον «Αργό Σίδηρο», ένα μυθιστόρημα σε διαφορετική δομή, ύφος και γλώσσα. Αναμετριέται με τα όρια της αφηγηματικότητας και πραγματεύεται τη μνήμη και τον κατακερματισμό της από τις σύγχρονες μορφές της τεχνολογίας, μέσα από το πρίσμα των νευροεπιστημών.
 
– Στον «Αργό Σίδηρο» περιγράφεις την αλλόκοτη συνθήκη μιας ζωής κάπου αλλού, με περιορισμένη διάρκεια, δέκα μόνο χρόνια. Σε ποιο βαθμό είναι καθοριστικό αυτό για το ύφος του μυθιστορήματος; Αυτή η παράξενη συνθήκη καθόρισε όχι μόνο τη δομή του κειμένου, αλλά και το γλωσσικό ύφος του βιβλίου. Σε καμιά περίπτωση δεν ήθελα να παραπέμψω σε βιβλίο επιστημονικής φαντασίας. Για να κρατηθεί η ροή της ιστορίας σ’ ένα ρεαλιστικό επίπεδο, προσέγγισα αυτές τις παραμέτρους μέσα από ποικίλες τεχνικές: νευροεπιστήμες, τεχνολογία, φιλοσοφία, ψυχολογία, διακειμενικότητα, κινηματογράφος. Εδώ είναι που ήρθε να επιβληθεί από μόνο του το ύφος της γραφής. Η πολυπλοκότητα του κειμένου μ’ έκανε να καταλάβω ότι αυτό το βιβλίο δεν χρειαζόταν κανένα ψήγμα γλαφυρότητας. Γι’ αυτό είναι γραμμένο με αυτή τη στακάτη αλληλουχία, τόσο στο επίπεδο των προτάσεων, όσο και των επεισοδίων.
 
– Δεν ελλοχεύει όμως ο κίνδυνος η συνθήκη αυτή να δυσκολέψει την  κατανόηση του πλαισίου πάνω στο οποίο δομείται η πλοκή; Θεωρώ ότι μετά τις πρώτες σελίδες, όταν ξεπερνιέται ο σκόπελος της μεταφοράς των ανθρώπων σε έναν άλλο πλανήτη, εξαφανίζονται από το κείμενο οποιεσδήποτε μεταφυσικές καταστάσεις και επικεντρωνόμαστε στη ροή της ιστορίας και στα κεντρικά μοτίβα της, δηλαδή τις έννοιες του χρόνου, του θανάτου και κυρίως της μνήμης.
 
– Πώς εννοείς τη μνήμη στο πλαίσιο του βιβλίου; Αυτοί που πάνε στον άλλο πλανήτη αναπλάθουν τις γνώσεις από τη Γη; Ένα κεντρικό ερώτημα είναι το εξής: άμα μας δοθεί ένα καινούργιο πλαίσιο ζωής τι θα ήταν καλύτερο, να ξεκινήσουμε από μια tabula rasa κατάσταση ή να χρησιμοποιήσουμε όλα όσα θυμόμαστε από την προηγούμενη ζωή; Ή κάτι άλλο, ίσως ενδιάμεσο; Αυτό το θέμα αναδεικνύεται εξαρχής μέσα από την αλληλεπίδραση των δύο βασικών χαρακτήρων.
 
– Αντιλαμβάνομαι πως όλο αυτό δεν αφορά εκείνη την άλλη ζωή, αλλά τη ζωή εδώ. Ποιος είναι ο στόχος, το κεντρικό μήνυμα; Δεν νομίζω πως διαβάζοντάς το θα μπορέσει κανείς να αντιληφθεί κάποια ξεκάθαρη δική μου άποψη πάνω σε αυτά τα θέματα. Από τη στιγμή που το κείμενο άρχισε να αποκτά τη σύνθεσή του, αισθάνθηκα ότι το πιο τίμιο που θα μπορούσα να κάνω ήταν να πραγματευτώ αυτές της έννοιες όσο πιο πολύπλευρα μπορούσα, χωρίς να παραγκωνίζω όμως τη μυθιστορηματική πλοκή. Προσπάθησα να γραφτεί ένα βιβλίο με γρήγορες εναλλαγές εικόνων, γερά δεμένο πάνω στα συμβάντα με τα οποία εμπλέκονται οι χαρακτήρες. Μένει στον αναγνώστη να δώσει τη δική του ερμηνεία σε όσα τίθενται πλαγίως σαν ερωτήματα. Οι αναφορές στη μνήμη αφορούν κυρίως τον κατακερματισμό της από τις σύγχρονες μορφές της τεχνολογίας.

-Πώς η τεχνολογία κατακερματίζει τη μνήμη; Είναι νομίζω ξεκάθαρο πως ζούμε στην εποχή όπου το μυαλό μας έχει αποκτήσει, εξ ανάγκης αλλά και με τη βία (και δεν νομίζω πως αυτές οι δύο έννοιες είναι ασύνδετες μεταξύ τους), μια μεγάλη ομάδα από καθημερινούς πληροφοριοδότες. Ψηφιακούς, μιντιακούς και άλλους. Ονομάζω αυτές τις καταστάσεις πληροφοριοδότες γιατί αισθάνομαι πως στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν μηχανισμούς που πασχίζουν να σπρώξουν τα δικά τους μηνύματα, παρά ν’ ανοίξουν συζητήσεις με τις σύγχρονες κοινωνίες. Το να ανοίξεις ένα πλαίσιο για συζήτηση είναι μια προσπάθεια που απαιτεί γνώσεις, τιμιότητα και γενναιότητα. Παραμέτρους δηλαδή πολύ πιο δύσκολες από την αλόγιστη διασπορά πληροφοριών.  
 
– Πώς από ένα κατά βάση ιστορικό μυθιστόρημα, όπως οι «Πρωτόπλαστοι», αποφάσισες να περάσεις σε αυτού του τύπου τη μυθοπλασία; Τους «Πρωτόπλαστους» τους είχα τελειώσει το 2012, μετά από τρία χρόνια δουλειάς, έρευνας και διαβάσματος. Η πορεία προς την έκδοση όμως ήταν πολύ δύσκολη. Το βιβλίο βγήκε τελικά το 2015. Εκείνη η διαδικασία με είχε αποκαρδιώσει και μ’ έστρεψε σε θεματολογίες μακρινές από αυτές της χώρας μου. Αυτό το είχα και ανάγκη. Το 2013 ξεκίνησα να γράφω τον «Αργό Σίδηρο», ένα κείμενο που το δούλεψα μέχρι το 2017. Μου έδωσε την ευκαιρία να πραγματευτώ εκτεταμένα τις γνώσεις και τα ερωτήματα που αποκόμισα από τις σπουδές και τη δουλειά στις νευροεπιστήμες. Έτσι έχω κλείσει και κάποιους δικούς μου λογαριασμούς μ’ αυτά τα θέματα.

– Πώς και πού εργάζεσαι πάνω σ’ ένα βιβλίο; Σ’ ένα παλιό σπίτι στο χωριό μου. Αλλά με κάθε ευκαιρία πάω και στο εξωτερικό. Εκεί μάλλον κάνω την πιο σοβαρή δουλειά, κυρίως στο επίπεδο της επιμέλειας, αφού μπορώ να δουλέψω απερίσπαστος και να δω αυτά που έγραψα με πιο αποστασιοποιημένη ματιά. Πέρσι, για παράδειγμα, μού άφησε ένας φίλος για τρεις μήνες το σπίτι του στο Βερολίνο. Είχα φυλάξει λίγα λεφτά για τη φάση της επιμέλειας του «Αργού Σιδήρου». Πήγα εκεί και εκμεταλλεύτηκα την ησυχία του σπιτιού, αλλά και την πρόσβαση στις βιβλιοθήκες του πανεπιστημίου Humboldt. Ήταν η καλύτερη συνθήκη που θα μπορούσα να έχω.
 
– Είναι απαραίτητες αυτές οι συνθήκες για κάποιον που γράφει; Ναι, ειδικά για τα μεγάλα κείμενα χρειάζεται απομόνωση, ησυχία, πειθαρχία.
 
– Πόσο σημαντικό κομμάτι της διαδικασίας θεωρείς την επιμέλεια; Είναι μια δύσκολη διαδικασία, ίσως πιο απαιτητική από τη συγγραφή. Όταν αισθανθώ πως το βιβλίο έχει φτάσει σ’ ένα επίπεδο ισορροπίας, περνώ στη φάση όπου αναγκάζω τον εαυτό μου να δει το κείμενο με πολλή αυστηρότητα. Προσπαθώ να αποστασιοποιηθώ όσο γίνεται από το εγώ μου, να θέσω κατά κάποιον τρόπο έναν εαυτό πάνω από εμένα, για να φύγουν ή να μείνουν όσα πρέπει. Αυτά είναι εξαντλητικά βήματα που συνεχίζονται και αργότερα, όταν το βιβλίο θα καταλήξει στα χέρια του επιμελητή στον εκδοτικό οίκο. Σ’ αυτό το τελευταίο στάδιο χρειάζεται να υπάρχει μεγάλη εμπιστοσύνη μεταξύ συγγραφέα και επιμελητή.
 
– Τι είδους έρευνα και μελέτη κάνεις για τα θέματά σου; Για κάθε βιβλίο προηγείται μια περίοδος προετοιμασίας. Στους «Πρωτόπλαστους» η έρευνα περιλάμβανε συνεντεύξεις, ταξίδια, φωτογραφίσεις πολλών σημείων στην Κύπρο και διάβασμα, κυρίως πολιτικών και ιστορικών κειμένων. Για τον «Αργό Σίδηρο» έκανα ανασκόπηση διάφορων επιστημονικών κειμένων, κυρίως σε θέματα νευροεπιστημών, μελέτησα συγγραφείς όπως ο Ζέμπαλντ, ο Μούζιλ, ο Μπόρχες και ο Κάφκα και πρόσεξα τις τεχνικές του μοντάζ σε μια σειρά από ταινίες, κυρίως του Αϊζενστάιν, του Ταρκόφσκι και του Κιαροστάμι. Για το βιβλίο που γράφω τώρα έχω ήδη κάνει αρκετή έρευνα.

– Τι αφορά το επόμενο βιβλίο; Τα τελευταία χρόνια μάζευα υλικό και σημειώσεις. Είναι ένα μυθιστόρημα που αφορά την Κύπρο του σήμερα. Όπως είπα, όταν έγραφα τον «Αργό Σίδηρο» οτιδήποτε σχετιζόταν με την Κύπρο με βραχυκύκλωνε, επειδή όμως δεν θα μπορούσα ποτέ να μείνω αμέτοχος σε όσα συμβαίνουν εδώ, δεν έπαψα να επεξεργάζομαι το επόμενο βήμα.
 
– Τα βραβεία σ’ έχουν με κάποιο τρόπο απελευθερώσει ή σε φόρτωσαν με επιπλέον ευθύνη; Οι διακρίσεις δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός. Από την άλλη, υπάρχει η πρακτική χρησιμότητα των βραβείων. Για παράδειγμα, επειδή το πρώτο μου βιβλίο διακρίθηκε προέκυψαν κάποια ταξίδια στο εξωτερικό, ενώ με τα λεφτά από το έπαθλο στην Κύπρο μπόρεσα μετά να δουλέψω για λίγο καιρό το δεύτερό μου βιβλίο στο Βερολίνο. Δεν φορτώθηκα με ευθύνες. Προχωρώ τη δουλειά μου όπως εγώ νομίζω.
 
– Ποια η γνώμη σου για τις κριτικές επιτροπές και τον τρόπο που διαχειρίζονται τα βραβεία; Από τις συνθέσεις των επιτροπών απουσιάζει συχνά η εγκυρότητα. Δεν πιστεύω πως όλα τα άτομα που επιλέγονται στις επιτροπές έχουν την ικανότητα να κρίνουν κάθε έργο μέσα από ένα πολυποίκιλο πρίσμα. Σου δίνεται, για παράδειγμα, η εντύπωση ότι στην Κύπρο τα κείμενα που θα βραβευθούν είναι αναγκαίο να περιλαμβάνουν παραμέτρους όπως η εντοπιότητα και η γλωσσική συνάφεια με τον κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας. Γι’ αυτό σε μεγάλο βαθμό τα κρατικά βραβεία είναι απαξιωμένα. Όλα αυτά δεν είναι αστεία πράγματα. Αποκαρδιώνουν τους συγγραφείς, κυρίως τους νεότερους, καταπιέζουν την πρωτοτυπία κι αυτό πιστεύω πως είναι ζημιογόνο για το σύνολο του πολιτισμού στη χώρα μας.
 
Η λογοτεχνία σου αρέσει έτσι και αλλιώς ή διαβάζεις μόνο για να μπορείς να γράφεις; Έχω πάθος με το διάβασμα. Ξεκίνησα στο Δημοτικό με τον Ιούλιο Βερν και δεν νομίζω να υπήρξε κάποια φάση στη ζωή μου που να έχω σταματήσει.