Μία ώρα και πενήντα-ένα δευτερόλεπτα. Τόσο κράτησε η ευδαιμονικά μελαγχολική κουβέντα μας. Τι είστε, τελικά κυρία Ζατέλη τη ρώτησα στο τέλος, σταχυολογώντας επίθετα που κατά καιρούς της προσέδωσαν: Αερικό; Μάγισσα; Ξωτικό; Κι αυτή απάντησε: «Είμαι η Ζυράννα. Λίγο πολύ τα εμπεριέχω όλα. Μα και γήινη συνάμα. Πολύ. Πατώ για να πετώ».
 
Κρατούσε στα λεπτεπίλεπτα, σχεδόν εύθραυστα, δάκτυλα της μια μεταλλική ταμπακιέρα, επενδυμένη με τη φωτογραφία της αγαπημένης της Σέρκας, της «σχεδόν ανθρώπινης γάτας της», η οποία ήταν κάτι σαν το alter ego της. Δυο απώλειες σε μια εικόνα. Η Σέρκα πέθανε το περασμένο καλοκαίρι, ένα κυριακάτικο απομεσήμερο φθίνοντος Ιουλίου, αφήνοντάς την απαρηγόρητη. Και τα Sante που κάπνιζε μανιωδώς σε βαθμό που οι φίλοι της, αστειευόμενοι, έλεγαν ότι προς τιμήν της η εταιρία θα άλλαζε τη φωτογραφία της ξανθιάς κοπέλας που κοσμούσε το πακέτο με τη δική της, έβαλαν λουκέτο πριν από  δυο – τρία χρόνια. Ας ξεκινήσουμε από τα ανώδυνα, σκέφτηκα εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι του Δεκέμβρη, που τη συνάντησα στην παλιά Λευκωσία. 
 
– Τι καπνίζετε τώρα που έκλεισαν τα Sante; Επειδή είχα μάθει εγκαίρως ότι επρόκειτο να αποσυρθούν, είχα φροντίσει να το γυρίσω στα στριφτά. Κράτησα εννοείται ένα πακέτο, για ώρα ανάγκης, που λένε. 
 
– Πόσα χρόνια τα καπνίζατε; Σαράντα ένα. Από το 1973. Πρέπει να πω ότι μου κόστισε λιγάκι, παρόλο που ήμουν προετοιμασμένη. Ξέρετε, όμως κάτι; Τώρα δεν μπορώ να το καπνίσω. Καμιά φορά που δοκιμάζω, μου φαίνεται βαρύ. Περίεργο δεν είναι; 
 
– Γνωρίζετε, υποθέτω, την ιστορία της Ζωζώς Νταλμάς, που κοσμούσε το πακέτο της συγκεκριμένης μάρκας… Ναι, φυσικά, θρύλος ολόκληρος η Νταλμάς. Οι φήμες λένε ότι ήταν ερωμένη του Ατατούρκ. Κυκλοφορούν διάφορα τέτοια.
 
– Διάβασα ότι έλεγε «γλεντώ, πίνω, αγαπώ. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς γλέντι, χωρίς έρωτα». Εσείς με τι δεν θα μπορούσατε να ζήσετε; Εγώ δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς το γράψιμο. 
 
– Σκοπεύετε, λοιπόν, να γράψετε πολλά βιβλία ακόμα; Αυτό δεν το γνωρίζει κανείς. Με ενδιαφέρει να κλείσω την τριλογία. Μετά θα γράφω, ας πούμε, για το κέφι μου. Αλλά ξέρω γιατί με ρωτάτε. Για να μου θυμίσετε την ερώτηση της μάνας μου. Ήμουν τότε με τον άντρα μου τον Πορτογάλο, στη Θεσσαλονίκη, έγραφα τους Λύκους και είχα μια ένταση, μια νευρικότητα, απαντούσα απότομα. Οπόταν κάποια στιγμή μού λέει η μάνα μου με μια γλυκιά συστολή: να σε ρωτήσω κάτι κόρη μου; Θα γράψεις κι άλλα βιβλία; Σαν να μου έλεγε, να ξέρουμε, δηλαδή, τι μας περιμένει.    
 
– Είχατε πει «κάπως τα φέρνει η ζωή, κάπως τα φτιάχνουμε κι εμείς με το κεφάλι μας». Πιο πολύ η ζωή ή πιο πολύ το κεφάλι, στην περίπτωσή σας; Και τα δυο. Δύσκολο να πω πιο πολύ το ένα, πιο πολύ το άλλο. Κάπως τα έφερε η ζωή, κάπως τα έκανα κι εγώ να τα φέρει έτσι η ζωή. 
 
– Γεννηθήκατε για να γίνετε συγγραφέας; Χωρίς να το ξέρω τότε, όπως δείχνουν τα πράγματα τώρα πια, θα έλεγα πως ναι. Γράφω από πολύ μικρή ηλικία. Ένιωθα και έβλεπα γράφοντας. Η μάνα μου είχε φυλάξει κάποια τετράδια μου από το Δημοτικό, από το ’58 και το ’60, τα οποία μου έδωσε κάποια στιγμή τη δεκαετία του ’80 μέσα σ’ ένα κουτί χάρτινο και εκεί ανακάλυψα στις πίσω σελίδες, ολόκληρες ιστοριούλες που έγραφα επτά και οκτώ ετών. 
 
– Και τι κάνατε τότε μέχρι τα 33 σας; Συμβολικός, παρεμπιπτόντως, ο αριθμός… Για κάποιο λόγο, ασυνείδητα, έγινε αυτό. Γύρω στα 20 τόσο μου, κατάλαβα ότι αυτός ήταν ο δρόμος μου. Δοκίμασα να πάω και στο θέατρο, όπου εκεί, κατάλαβα ακόμα περισσότερο ότι η μεγάλη μου αγάπη ήταν το γράψιμο, που είναι μια μοναχική δουλειά, εν αντιθέσει με το θέατρο που είναι συλλογική δουλειά. Έκανα και μια περιοδεία στον Καναδά ως ηθοποιός. Κάναμε πρόβες και εγώ σκεφτόμουν να αλλάξει η φράση εκεί, να μπει αυτό, εκείνο… Ήταν σχιζοφρενικό. Ενώ, λοιπόν, ήξερα ότι αυτός ήταν ο δρόμος μου, δεν ξέρω γιατί, κάποια κατάλοιπα ρομαντισμού ίσως, δεν ήθελα να βγάλω βιβλίο πριν από τα τριάντα τρία μου. Κι έτσι, χωρίς δράματα, όταν ήρθε η ώρα, προχώρησα. 
 
– Ο Κωστής Παπαγιώργης είχε πει ότι η Ζυράννα κατέφυγε στη λογοτεχνία για να γλυτώσει από την παραφροσύνη. Αυτό είναι αλήθεια. Ξέρετε, όταν υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος μέσα σου, πρέπει να διοχετευτεί κάπου, αλλιώς μπορεί να σε τρελάνει. Μπορεί να το λέω μεταφορικά, αλλά αν το καλοσκεφτώ, νομίζω κυριολεκτώ. Μπορεί να ήμουν για τα σίδερα.  
 
– Πείτε μου κάτι που συνέβη στη ζωή σας, που αν δεν συνέβαινε, δεν θα ήσασταν αυτό που είστε σήμερα. Ο σταυρωμένος λύκος. Που είδα μικρή να τον περιφέρουν στο χωριό. Τα μάτια του. Η διασταύρωση με το βλέμμα αυτού του ζώου, ήταν καταλυτική στη ζωή μου. Καθοριστική. Από εκείνη τη στιγμή, εγώ τάχθηκα με την πλευρά του λύκου. Η υπεροχή του ανθρώπου, ξέρετε, έχει κάνει εγκλήματα στα ζώα. Είναι επίσης και κάτι άλλο που είδα στην παιδική μου ηλικία, το βλέμμα ενός ανθρώπου που τον μετέφεραν στο νοσοκομείο με φορτηγό. Τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Θυμάμαι την κραυγή του την τρομερή και το χέρι του που τινάχτηκε έξω από το παράθυρο του συνοδηγού. Και μετά από λίγο έπαψαν όλα. Ο πόνος, βλέπετε, έχει πάντα ένα ειδικό βάρος, ισχυρότερο στη διαμόρφωσή μας. 
 
– Μεγαλώσατε περισσότερο με εικόνες ή με ιστορίες; Και με τα δύο. Δεν υπάρχουν χάρακες σ’ αυτά. Και η εικόνα, λόγω του κινηματογράφου που είχε ο πατέρας μου, έπαιξε σημαντικό ρόλο, αλλά και οι ιστορίες, τα ακούσματα, τα βιώματα, τα όνειρα… Όλα όσα συνιστούν ένα μωσαϊκό ψυχικών εντυπώσεων. 
 
– Γιατί είπατε κάποτε ότι «η παιδική ηλικία είναι ένας παράδεισος που δεν αντέχεται, μας πονάει με τρόπο μοναδικό, παρά μας χαροποιεί»; Έτσι δεν είναι; Επειδή πιστεύω ότι όλα τα μεγάλα τα ζήσαμε μικροί. Κι ας μην το αντιλαμβανόμασταν τότε. Η καταγωγή μας είναι η παιδική ηλικία. Και η αναδρομή σ’ όσα ζήσαμε, δεν μπορεί να είναι μόνο χαρά ή μόνο πόνος. Είναι παράδεισος και κόλαση μαζί. Και μας πονάει και συνάμα μας δίνει μια περίεργη ηδονή να ανατρέχουμε σε πράγματα λησμονημένα, ημιπραγματικά σχεδόν, ωστόσο τόσο καθοριστικά και ακατάλυτα. Καμιά φορά ξαπλώνω και μου έρχονται εικόνες στο μυαλό. Και δεν ξέρω αν αυτό που νιώθω είναι περισσότερη χαρά ή περισσότερη λύπη. Είναι μια χαρμολύπη απίστευτη. 
 
– Είστε νοσταλγικός άνθρωπος; Δεν είμαι από αυτούς που λένε «εμείς κοιτάμε μπροστά». Τι πάει να πει αυτό; Πώς μπορείς να κοιτάξεις μπροστά, αν δεν κουβαλάς μέσα σου κι όλο το παρελθόν; Βεβαίως και είναι στιγμές που νοσταλγώ. Κι αυτό είναι στιγμές τροφοδοσίας για ό,τι κάνω και ό,τι θα κάνω στη συνέχεια. Δεν τα βάζω χώρια. Όπως και τους νεκρούς μας. Δεν χωρίζω από εδώ εμείς, από εκεί οι νεκροί. Τους νεκρούς τους κουβαλάμε μέσα μας. Είμαστε οι μελλοντικοί νεκροί. Όλοι μας. 
 
– Είναι κάτι που σας απασχολεί, λοιπόν, η ιδέα του θανάτου; Πάρα πολύ. Είναι το αναπόφευκτο. Το μόνο σίγουρο που θα μας συμβεί, απ’ την ημέρα που γεννηθήκαμε. Και θέλω να συμφιλιωθώ μ’ αυτό, γι’ αυτό άλλωστε και ένα κύριο θέμα μου, μια εμμονή αν θέλετε, έχει να κάνει με το θάνατο. Καθρεφτίζει τα βάθη της ζωής. Μέσα από το θάνατο, μέσα από αυτή την οδύνη, καταλαβαίνουμε πολλά πράγματα. Και πιο πολύ με απασχολεί η απώλεια του άλλου.
 
– Διαφέρει ο πόνος της απώλειας ενός ανθρώπου απ’ τον πόνο της απώλειας ενός ζώου; Mπορώ να σας πω ότι το δεύτερο μπορεί να μας συνθλίψει πιο πολύ. Ειδικά ο θάνατος ενός ζώου με το οποίο έχουμε συμβιώσει. Πρόσφατα έχασα τη γάτα μου, τη Σέρκα. Τρομερό. Το αφοπλιστικό του ζώου, ξέρετε ποιο είναι; Η άδολη αγάπη. Και μπορεί να μη μιλάει όπως εμείς, αλλά μας καταλαβαίνει περισσότερο απ’ ό,τι καταλαβαινόμαστε εμείς, αναμεταξύ μας. Τα ζώα είναι μεγάλοι δάσκαλοι. Και τυχεροί οι άνθρωποι που αγαπούν τα ζώα. Ο πατέρας μου έλεγε μια φοβερή κουβέντα: άνθρωπο που δεν αγαπάει τα ζώα, μην τον εμπιστεύεσαι. Και μεγαλώνοντας, το διαπίστωσα. 
 
– Πόσα χρόνια την είχατε; Δεκατρία χρόνια και τριάντα μέρες. Την πήρα 22 Ιουνίου του 2005, ήταν δυόμισι μηνών τότε και την έχασα 22 Ιουλίου του 2018. Με πόνεσε πάρα πολύ. Με συνέθλιψε.  
 
– Η αγάπη σας για τις γάτες και τα ζώα γενικότερα έχει να κάνει με το ότι γεννηθήκατε τη χρονιά της γάτας, σύμφωνα με το κινέζικο ημερολόγιο – αστειεύομαι βεβαίως- ή πηγάζει από τα νεανικά, αγροτικά χρόνια; Λέτε να έχει να κάνει με τους Κινέζους; Μπα, δεν το νομίζω. Ο πατέρας μου ήταν μέγας φιλόζωος. Μπορούσε να μαλώσει με άνθρωπο αν έβλεπε να κακοποιεί ζώο. Μια φόρα πιάστηκε στα χέρια με έναν που βαρούσε τα γαϊδουράκι του. Τι κάνεις εκεί βρε ανόητε άνθρωπε, του φώναξε και τον άρπαξε. Οι μεγάλες μου αδελφές του έλεγαν, εμάς δεν μας φροντίζεις τόσο όσο τα ζώα. 
 
– Όντως προνοήσατε στη διαθήκη σας για τις γάτες σας;  Βεβαίως. Υπάρχουν οδηγίες και στην τσάντα μου μέσα. Τις κουβαλώ πάντα μαζί μου. Παρακαλώ, σε περίπτωση που πάθω κάτι, τηλεφωνήστε σ’ αυτά τα τηλέφωνα για τις γάτες μου. Κι αυτό υπάρχει και στη διαθήκη. Όπως φροντίζω για τα γραφτά μου, για να μην ορμήσουν διάφορα κοράκια, έτσι φροντίζω και για τις γάτες μου. 
 
– Για πείτε μου, για να πάμε πάλι λίγο πίσω: συνηθισμένο παιδί ή αλλόκοτο στην παιδική σας ηλικία; Ήμουν και τα δυο. Ένα κανονικό παιδί με κάτι, αν θέλετε, φευγάτο που με πήγαινε κάπως αλλού. 
 
– Είχατε τάσεις φυγής στην εφηβεία σας; Αλίμονο. Εφηβεία χωρίς τάσεις φυγής, τι εφηβεία είναι; 
 
Αλήτικες περιόδους; Είχα! Έφυγα από την οικογένεια, ερωτεύτηκα ένα Γερμανό, πήγα μαζί του, βρέθηκα μετά στην Αθήνα… 
 
– Περιπλανηθήκατε πολύ στη ζωή σας; Ουκ ολίγον. Αρκετά. Όταν πήγα στη Γερμανία ήμουν 19 – 20 ετών. Από τη Γερμανία πήγα μετά στην Ιταλία, Φλωρεντία – Μιλάνο και τα λοιπά… Μετά βρέθηκα στην Αθήνα, τυχαία. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Ύστερα από μια δεκαετία παντρεύτηκα έναν Πορτογάλο που ζούσε στο Παρίσι. Δεκαεφτά χρόνια μείναμε μαζί. Αλλά για να μη χωρίσουμε, ζούσαμε και χώρια. Τα καλοκαίρια έμενα στο Παρίσι, ήταν ξεναγός αυτός, και το χειμώνα που δεν είχε δουλειά, ερχόμουν στην Αθήνα. Εγώ έγραφα πλέον κανονικά τότε, κι όταν γράφω, μόνο με ζώο μπορώ να συνυπάρξω. Με άνθρωπο λίγο δύσκολο. 
 
– Από αυτές τις περιπλανήσεις σας, μπορείτε να πείτε ποιο είναι το ωραιότερο που είδαν τα μάτια σας; Δεν ξέρω αν είναι το ωραιότερο, αλλά μάλλον έχει σημασία που αυτό μου ήρθε στο μυαλό. Όταν βρέθηκα στην κάτω – κάτω ακτή της Πορτογαλίας, σε μια πόλη που λέγεται Φάρο, απ’ την οποία ξεκινούσαν οι πρωτοπόροι εξερευνητές – ασχέτως αν δεν συμφωνώ μ’ αυτά που έκαναν στη συνέχεια στους ιθαγενείς της Αμερικής. Εκεί είδα τον Ατλαντικό. Αυτό τον ατέλειωτο ορίζοντα. Και είπα, πώς να μην ξεκινάς, όταν έχεις αυτό μπροστά σου. Πώς γίνεται να μη σε καλέσει να τον διασχίσεις; 
 
– Θα μου πείτε και το ωραιότερο που άκουσαν τ’ αφτιά σας; Θα μπορούσα να σας πως μια φράση του Ντοστογιέφσκι: τίποτα στην ανθρώπινη ψυχή δεν μου είναι ξένο. Και κάτι του Μπαλζάκ. Αν θες να αγαπηθείς, μην αγαπάς. Είναι, όμως, και κάποιες κουβέντες του πατέρα μου. «Οι παραπάνω πιρουνιές είναι μαχαιριές», έλεγε. Το πιάτο πρέπει να το σπρώχνεις από μπροστά σου, πριν χορτάσεις. Μετά βαρυστομαχιάζεις. Απ’ το τραπέζι, έλεγε, πρέπει να σηκώνεσαι λίγο νηστικός. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο στο φαγητό, όπως αντιλαμβάνεστε. Επίσης έλεγε: «κι εσύ έχεις δίκιο, κι εγώ έχω δίκιο, εδώ τα χαλάμε». Σοφή κουβέντα. Είναι πολύ εγωιστικό να θεωρείς ότι μόνο εσύ έχεις δίκιο. Σ’ αυτό βασίζεται ο θυμός. Δεν πειράζει, λοιπόν, ας έχει και ο άλλος δίκιο. 
 
– Τους γονείς σας πώς θα μου τους περιγράφατε; Εξαιρετικοί άνθρωποι. Αγρότες, της τετάρτης δημοτικού και οι δύο. Ο πατέρας μου με μεγάλη κλίση στα γράμματα. Καλλιγράφος. Πολύ τελειομανής. Τα χωράφια μας ήταν στην εντέλεια. Μπορούσε να μας βάλει να μετακινήσουμε ένα δεμάτι στάχυα, επειδή δεν ήταν όμοιο με τα άλλα. Επίσης αφηρημένος. Πολύ. Τελειομανής και αφηρημένος. Να, μια άλλη κουβέντα του πατέρα μου: Αν θέλεις να συγκεντρωθείς, πρέπει να αφαιρείσαι και λιγάκι. Τότε μου φαινόταν παλαβό. Αργότερα το εκτίμησα. Γιατί κι εγώ αφηρημένη είμαι. Συχνά πέφτω σε ένα είδος νιρβάνας και από εκεί ξεπηδάει κάτι. Αυτή η φυγή στο τίποτα μου έκανε καλό.  
 
– Η μητέρα σας πώς ήταν; Πιο εσωστρεφής. Αλλά με μια εξαιρετική σκέψη η οποία φαινόταν κυρίως στα γράμματα που μου έγραφε. Τρομερά γράμματα. Κάποια αποσπάσματα τα διατηρώ αυτούσια στα σημειωματάρια μου. Και αρκετά έχουν διοχετευτεί στα βιβλία μου. Η μητέρα μου πέθανε επτά χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου. Μια μέρα που καθόταν μόνη της, την άκουσα να μονολογεί το εξής: Τα χρόνια περνούν, οι ώρες δεν περνούν. Τρομερή κουβέντα. Επίσης, ήταν πολύ διακριτικός άνθρωπος. Όταν ήμουν στο γυμνάσιο, για να μπει στο δωμάτιο μου, χτυπούσε την πόρτα. Και ξέρετε γιατί; Είχε αντιληφθεί ότι κάπνιζα κρυφά και δεν ήθελε να με τσακώσει. Και ξεκινούσε να κάνει θορύβους ανεβαίνοντας τη σκάλα, για να προλάβω να το κρύψω. Το έβρισκα εξαιρετικά ευγενικό. Πηγαία ευγένεια που δεν διδάσκεται. Θυμάμαι χρόνια μετά, στην Αθήνα, όταν ήμουν με ένα φίλο που ήθελε να με μυήσει στην όπερα και καθόμασταν στο δωμάτιο του ακούγοντας μουσική, τη μάνα του που άνοιγε άγαρμπα την πόρτα και ορμούσε μέσα λέγοντας τι κάνετε εσείς εδώ. Η μάνα μου δεν θα το έκανε ποτέ. 
 
– Θα σας ρωτούσα τι ρόλο έπαιξε ο έρωτας στη ζωή σας, αλλά είναι αυτή η φράση σας: «οι ωραίες μέρες που ήμουν δυστυχής»… Έτσι είναι. Ο έρωτας είναι ένα είδος εθελούσιου πόνου. Ο προγονός του Κωστή Παπαγιώργη, ο γιος της γυναίκας του της Ράνιας, είχε μεγάλες κάψες με μια κοπέλα. Και μια μέρα που καθόμουν σπίτι τους –φιλία ζωής με τον Παπαγιώργη-  του λέω: Θανασάκη – σαν κι εσάς τον λέγανε – σταμάτα να ξεφυσάς και ζήσε αυτό που περνάς. Κάποτε θα λες, ω! ωραίες μέρες που ήμουν δυστυχής. Ο έρωτας είναι όπως η νεότητα. Μια ασθένεια που δυστυχώς περνά γρήγορα.
 
– Εσείς, όμως, είχατε πει ότι δεν θα θέλατε να ήσασταν ξανά νέα. Θα έλεγε κανείς ότι το λέω από μια ασφάλεια, δεδομένου ότι δεν μπορεί να συμβεί. Αλλά ακόμα κι αν μπορούσε να συμβεί, δεν θα ήθελα να γίνω ξανά είκοσι χρονών. Για ποιο λόγο; Γιατί να ζήσω ξανά όσα έζησα; Ειδικά με τον έρωτα, είχα πολύ τυραννιστεί, είχα φάει τα σπλάχνα μου. Και λέω, ωραία, τότε ήταν πολύ σημαντικό που το έζησες, αλλά δεν χρειάζεται να το ξαναζήσεις.  
 
– Το έρωτα τον αντιμετωπίσατε ποτέ έτσι όπως το τοποθετεί ο Καμύ; «Ο καθένας πρέπει να έχει ή στην ανάγκη να επινοήσει έναν έρωτα, για να δικαιολογεί τις αναίτιες απελπισίες». Βέβαια. Καίρια η σκέψη του Καμύ με την οποία συντάσσομαι. Δεν μας πιάνει καμιά φορά μια μελαγχολία και δεν ξέρεις πού να την αποδώσεις; Ενίοτε υπάρχει συγκεκριμένος λόγος, άλλοτε λες γιατί κλαίω τώρα. Μερικές φορές, λοιπόν, ο έρωτας  βοηθά να έχουμε κάπου να ακουμπήσουμε τις αναίτιες απελπισίες μας. 
 
– Είχατε πει ότι η μελαγχολία και η ματαιότητα σας επισκέπτονται τόσο συχνά, που πλέον δεν είναι εχθροί. Δεν πρέπει να είναι εχθροί. Πιστεύω ότι μια δόση μελαγχολίας την ημέρα, σε σώζει από την κατάθλιψη. Δημιουργείς αντισώματα. Δεν το κρύβω, είμαι μελαγχολικός τύπος. Αλλά όταν μελαγχολώ, γνωρίζω ότι τη δεύτερη, τρίτη μέρα θα ξυπνήσω αναγεννημένη, με ζέση. Άρα για κάποιο λόγο μου συμβαίνει. Μακάρι να συνεχιστεί έτσι.  
 
– Τι υπήρξατε περισσότερο στη ζωή σας, μελαγχολική ή ευδαίμων; Και τα δύο εξίσου. 
 
– Αυτή τη φοβερή κουβέντα που είχε πει η μητέρα σας -τα χρόνια περνούν, οι ώρες όχι- υπήρξαν στιγμές που την είπατε; Ω ναι. 
 
– Στο έργο σας τι βοήθησε περισσότερο, το φως ή το σκοτάδι; Το σκιερό φως και το φωτεινό σκότος. 
 
– Ισχύει αυτό που λένε ότι κάθε δημιουργός κρύβει ένα τραύμα; Απολύτως. Απλά έχει το χάρισμα να μετουσιώνει το τραύμα σε θαύμα. Πιστεύω ότι αν δεν φέρει κανείς μέσα του ένα σπόρο πόνου, δεν υπάρχει κίνητρο για δημιουργία. Η χαρά είναι το ζητούμενο, ο πόνος είναι το κίνητρο. Και επίσης, πιστέψτε με, καμιά ωριμότητα δεν επιτεύχθηκε με τρα-λα-λα. 
 
– Είχατε πει ότι συχνά διερωτάστε: «όσα γράφω, έχουν συμβεί;». Κι εγώ σας ρωτώ: είναι απαραίτητο; Όχι. Απλά καμιά φορά κι εγώ η ίδια μπερδεύομαι. Το έζησα; Το άκουσα; Το ονειρεύτηκα; Αλλά μου αρέσει αυτό που χάνεται στα βάθη του χρόνου και του μυαλού, για το οποίο δεν είσαι και πολύ σίγουρος. 
 
– Άρα αυτό που έλεγε ο Εμπειρίκος -«Οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι»- δεν είναι απαραίτητο. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αντιστοιχία της ζωής του συγγραφέα με το έργο του. Κοιτάξτε, οτιδήποτε συγκινεί ένα συγγραφέα, είναι δικό του. Οτιδήποτε ανακινεί τα σώψυχα, γίνεται εμπειρία και η εμπειρία είναι δική του. Άλλωστε, όπως έλεγε ο Σεφέρης, είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. 
 
– Είχατε πει πως «η τέχνη πρέπει να μας προσανατολίζει προς το νόημα της ζωής, χωρίς όμως να διαπράττει το λάθος να το προσδιορίζει». Ποιο όμως είναι το νόημα της ζωής; Ψάξε και βρες με.
 
– Μια διαρκής αναζήτηση δηλαδή; Αν δεν έγραφα, θα ήταν μεγαλύτερη αυτή η ορφάνια του νοήματος. Νομίζω ότι με το γράψιμο έχω βρει το νόημα της δικής μου ζωής. Ένα κίνητρο να θέλουμε να πάμε λίγο παραπέρα. 
 
– Υπάρχουν αναπάντητα «γιατί» στη ζωή σας; Δεν το έχω ξανασκεφτεί έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο. Αλλά αισθάνομαι ότι η ζωή μας δίνει κι αυτή τη δυνατότητα, το περιθώριο ενός «γιατί» χωρίς απάντηση. Κι αυτό το «γιατί» είναι κίνητρο ζωής, όχι άρνησης. 
 
– Όνειρα εξακολουθείτε να βλέπετε; Πάρα πολλά. Ευτυχώς. Υπάρχουν και νεκρές περίοδοι που αναρωτιέμαι τι μου συμβαίνει. Αισθάνομαι σαν κάτι να μου λείπει. Μετά, καταιγισμός. Οι επιστήμονες λένε ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν βλέπει όνειρα, υπάρχουν όμως άνθρωποι που δεν τα θυμούνται. 
 
– Εσείς έχετε μια μυστηριακή σχέση μαζί τους. Είναι ένας παράλληλος βίος για μένα. Τα επιδιώκω. Μου λείπουν όταν δεν τα θυμάμαι. Μέσα από αυτά πολλές φορές βγήκα σοφότερη, βγήκα από αδιέξοδα. Απ’ την άλλη  λέω, άσε λιγάκι να ξεκουραστεί το μέσα σου.  
 
– Σε τι ακριβώς σας βοήθησαν; Τα όνειρα; Να καταλάβω ότι δεν είμαστε μόνο αυτό που φαινόμαστε, αυτό που νομίζουμε ότι ξέρουμε για μας. Είμαστε και κάτι παραπάνω. Είναι μια ρωγμή προς το απέραντο, πέρα από το περιορισμένο και τετελεσμένο του βίου μας. 
 
– Αλήθεια, η υστεροφημία σας, σας απασχολεί; Δεν ξυπνώ κάθε πρωί με την έγνοια της. Αλλά ξέρω ότι θα υπάρξει. 
 
– Πώς θα θέλατε να σας θυμούνται; Όπως θέλει ο καθένας.  Ως  έναν άνθρωπο με αγάπη για το γράψιμο και τα ζώα.
 
– Φοβίες έχετε; Πώς δεν έχω; Αλλά, εντάξει, όχι έντονες. Μέχρι πριν από κάποια χρόνια, όταν έμπαινα σε αεροπλάνο αισθανόμουν σαν μελλοθάνατη που έχει μια ελπίδα να της χαρίσουν τη ζωή. Τώρα πια, λιγότερο, αλλά υπάρχει σε σχέση πάλι με τις γατούλες. Γιατί σκέφτομαι ότι, αν πέσει το αεροπλάνο, θα σκορπίσουν και οι σημειώσεις μου. Βέβαια, οι φίλοι έχουν λάβει εντολές. 
 
– Ανασφάλειες έχετε; Όπως κάθε άνθρωπος. Ας πούμε, να μην πεθάνω φτωχιά. Γιατί εγώ έχω μόνο το γράψιμο. Επίσης, να γεράσω, αλλά να πεθάνω όρθια. Όσο μεγαλώνω τόσο πιο συχνά προσεύχομαι για ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά τα τέλη της ζωής ημών. 
 
– Στο Θεό πιστεύετε; Σας ρωτώ επειδή χρησιμοποιήσατε απόσπασμα από τη θεία λειτουργία. Καλά, οι ψαλμοί μας είναι ύψιστη ποίηση. Μεγάλα έργα τέχνης. Όταν νιώθω πολύ θλιμμένη, ομοιοπαθητικά γιατρεύομαι διαβάζοντας τους ψαλμούς του Δαυίδ, εκεί που λέει «Κύριε, τί επληθύνθησαν οι θλίβοντές με;». Βαθιά μελαγχολία και κάθαρση συνάμα. Στο Θεό τώρα, δεν ξέρω αν πιστεύω. Μάλλον θέλω να πιστεύω ότι δεν τελειώνουν όλα με τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς. Μια ανάγκη για κάτι περαιτέρω. 
 
– Αν η ζωή σας ήταν τοπίο, πώς θα μου το περιγράφατε; Όπως μου βγαίνει στα όνειρά μου. Σχεδόν το ίδιο αλλά ποτέ το ίδιο. Κάθε φορά, όμως, μου αποπνέει ευδαιμονία. Είναι ώρα δειλινού, έχει αυτό το χρώμα που δεν είναι πια μέρα αλλά ούτε ακόμα νύχτα και έχει να κάνει με βουνά με δέντρα με ρεματιές… Και ξυπνώ με μια απίστευτη αγαλλίαση κάθε φορά που βλέπω αυτό το τοπίο. 
 
– Τι είστε τελικά κυρία Ζατέλη; Σταχυολογώ επίθετα που σας έχουν αποδώσει: Αερικό; Μάγισσα; Ξωτικό; Μου έχουν αποδώσει πολλά, είναι γεγονός. Είμαι η Ζυράννα. Λίγο πολύ τα εμπεριέχω όλα. Μα και γήινη συνάμα. Πολύ. Πατώ για να πετώ. 
 
– Κάτι τελευταίο. Τι αλήθεια μπορεί να υπάρχει πέρα από τις λέξεις; Αυτό ψάχνω.