Τρεις πόλεις που κτίστηκαν πριν από χιλιάδες χρόνια συνεχίζουν να φωτίζουν πτυχές της πλούσιας ιστορίας της Λάρνακας και να δίνουν πληροφορίες για τη ζωή των αρχαίων κατοίκων της. Στους χώρους όπου βρίσκονται θαμμένες οι πόλεις διενεργούνται εδώ και πολλές δεκαετίες ανασκαφές τόσο από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, όσο και από ξένες αποστολές και μέσω των ανεκτίμητων ευρημάτων συμπληρώνονται τα κομμάτια του παζλ μιας μακραίωνης ιστορίας, που έχουν καταστήσει διαχρονικά τη Λάρνακα ως ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Κύπρου.

Οι τρεις πόλεις δημιουργήθηκαν την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1600-1050 π.Χ.) που χαρακτηρίζεται ως μια περίοδος διεθνοποίησης και ανάπτυξης του εμπορίου. Αν και η πιο γνωστή είναι το αρχαίο Κίτιον, πολύ σημαντικοί είναι και οι οικισμοί κοντά στο Χαλά Σουλτάν Τεκκέ και νότια της Πύλας.

Μέχρι στιγμής οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως σωρεία ευρημάτων από τις τρεις πόλεις και συνεχίζονται. Πολλά από τα ευρήματα εκτίθενται στο ανακαινισμένο Αρχαιολογικό Μουσείο Λάρνακας, ενώ αρκετά θα εκτεθούν στο Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Κύπρου. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους το γεγονός πως την ίδια περίοδο στον κόλπο της Λάρνακας λειτουργούσαν τρία αστικά κέντρα και μάλιστα το ένα κοντά στο άλλο, καταδεικνύει τη μεγάλη γεωπολιτική της σημασία.

«Αυτές οι πόλεις, που για κάποια περίοδο συνυπήρχαν, λειτουργούσαν ως λιμάνια που βασίζονταν σ’ ένα δίκτυο οικισμών, που εξειδικεύεται στην εξόρυξη και επεξεργασία του χαλκού. Παράλληλα με την εξαγωγή του χαλκού έχουμε και την εισαγωγή εξωτικών αγαθών και πρώτων υλών στην Κύπρο. Οι πολυτελείς εισαγωγές ήταν τα μέσα με τα οποία γινόταν η προβολή του πλούτου της ελίτ κοινωνίας της περιοχής», ανέφερε στον «Φ» η δρ. Παντελίτσα Μυλωνά, αρχαιολογική λειτουργός στο Τμήμα Αρχαιοτήτων.

Μεγάλο ενδιαφέρον για τους ερευνητές προκαλεί η σχέση που είχε η πόλη στο Χαλά Σουλτάν, με αυτήν που δημιουργήθηκε λίγο αργότερα και είναι γνωστή ως Κίτιον. Μέχρι στιγμής έχουν γίνει μόνο υποθέσεις, με την πιθανότερη θεωρία να είναι πως όταν έκλεισε το λιμάνι στην περιοχή του Τεκκέ, εκεί όπου βρίσκονται σήμερα οι αλυκές, ενδεχομένως ο πληθυσμός να μετοίκησε στο Κίτιον συμβάλλοντας στη θεαματική του ανάπτυξη τον 12ο αιώνα π.Χ.

Θέση Κίτιον

Η πιο διάσημη πόλη της αρχαίας Λάρνακας είναι το Κίτιον, στο οποίο γίνονται ανασκαφές στις τοποθεσίες Καθαρή και Παμπούλα. Όπως εξηγεί η δρ. Μυλωνά, οι ανασκαφές που γίνονται στοχεύουν στους διαθέσιμους χώρους όπου μπορεί να γίνει αρχαιολογική έρευνα, αφού η αρχαία πόλη βρίσκεται κάτω από τη σημερινή. Οι επιστημονικές ανασκαφές στο αρχαίο Κίτιον, συμπληρώνουν σχεδόν έναν αιώνα, ωστόσο τα πρώτα ευρήματα ήρθαν στο φως τον 18ο αιώνα από ξένους περιηγητές και τυμβωρύχους.

Το 1845, μάλιστα, εντοπίστηκε η περίφημη στήλη του νεοασσύριου βασιλιά Σαργών Β, η οποία βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο και αντίγραφό της εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λάρνακας. Επί Αγγλοκρατίας και συγκεκριμένα το 1879, οι βρετανικές Αρχές εντόπισαν τυχαία κατά τη διάρκεια αποξήρανσης των ελών στην περιοχή Παμπούλα, διάφορα ευρήματα και επιγραφές που αναφέρονταν στην θεά Αστάρτη.

Οι επιστημονικές ανασκαφές ξεκίνησαν το 1929 από Σουηδική αποστολή, που εντόπισε στην περιοχή Παμπούλα ιερό της κλασικής περιόδου. Ο σημερινός Αρχαιολογικός Χώρος Κιτίου στην περιοχή Καθαρής άρχισε να βγαίνει στο φως το 1959, όταν ξεκίνησε ανασκαφές το Τμήμα Αρχαιοτήτων υπό τον αείμνηστο Βάσο Καραγιώργη.

Οι ανασκαφές αυτές διήρκεσαν πέραν των 25 χρόνων και εντόπισαν τα κατάλοιπα ιερών και μέρος του τείχους του Κιτίου της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. «Τα ευρήματα δείχνουν πως υπήρχαν χώροι λατρείας που σχετίζονταν με τον χαλκό και τη ναυτιλία. Εντοπίστηκαν επίσης εργαστήρια χαλκού και υφαντουργίας. Εκεί βρισκόταν το εμπορικό λιμάνι της πόλης, ενώ το πολεμικό λιμάνι είναι πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο στην Παμπούλα. Εκεί ξεκίνησε ανασκαφές το 1975 η Γαλλική αποστολή που έσκαβε στην περιοχή της Σαλαμίνας», σημείωσε η κ. Μυλωνά.

Θέση Πύλας-Κοκκινόκρεμος

Την πιο σύντομη διάρκεια ζωής, σύμφωνα με τα ευρήματα, είχε ο οικισμός που εντοπίστηκε στην κορυφή ενός ψηλού βραχώδους πλατώματος νότια της Πύλας. Όπως ανέφερε η κ. Μυλωνά ο οικισμός ιδρύθηκε στο τέλος του 13ου π.Χ. αιώνα και φαίνεται να εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. «Ο οικισμός κτίστηκε σ’ ένα σημείο που επέτρεπε να ελέγχει το πέρασμα από την παράκτια περιοχή της Λάρνακας, προς την κοιλάδα της Μεσαορίας.

Ακριβώς κάτω η μορφολογία του εδάφους δείχνει πως πιθανότατα υπήρχε ένα μικρό λιμάνι. Οι ανασκαφές έδειξαν πως υπήρχαν χώροι αποθήκευσης προϊόντων, ότι διεξάγονταν βιοτεχνικές δραστηριότητες για επεξεργασία χαλκού και υπήρχαν υφαντουργεία. Οι λόγοι που εγκαταλείφθηκε παραμένουν άγνωστοι και το γεγονός πως βρέθηκαν θησαυροί, δηλαδή κρυμμένα σύνολα μεταλλικών αντικειμένων, δείχνουν πως ήταν μια απότομη απόφαση η εγκατάλειψη της θέσης».

Η ύπαρξη του οικισμού ήρθε στο φως το 1952, όταν εντοπίστηκαν αγγεία έπειτα από παράνομη δραστηριότητα στην περιοχή. Οι ανακαλύψεις αυτές τράβηξαν την προσοχή του σπουδαίου αρχαιολόγου Πορφύριου Δίκαιου, ο οποίος έκανε μια σύντομη ανασκαφή στην περιοχή. Το 1953 εντοπίστηκαν κατάλοιπα υστερομινωικού πίθου με τις ανασκαφές να συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Φέτος, μάλιστα, ανακοινώθηκε από το Τμήμα Αρχαιοτήτων πως η τελευταία ανασκαφή, που έγινε εντός του 2023, έφερε στο φως κτίσμα, που εντοπίστηκε πριν από τέσσερα χρόνια, που βρίσκεται στην πλαγιά από την οποία εκτιμάται πως γινόταν η πρόσβαση στο λιμάνι του αρχαίου οικισμού.

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Μεγαλεπήβολα πλάνα για το αρχαίο Κίτιον

Τα πλάνα για ανάδειξη των ευρημάτων που έχουν σχέση με το αρχαίο Κίτιον είναι μεγαλεπήβολα και βρίσκονται ήδη σε τροχιά υλοποίησης. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με τον Δήμο Λάρνακας προγραμματίζουν ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων μέσω ενός συστήματος πεζογεφυρών, που θα κινούνται μέσα από τον ιστό της πόλης. Σε πρώτη φάση θα ενοποιηθούν το ανακαινισμένο Αρχαιολογικό Μουσείο με τον χώρο του αρχαίου λιμανιού στην περιοχή Παμπούλας και την οδό Αγίου Νεοφύτου, στην οποία εντοπίστηκε το 2016, κατά τις εργασίες για το αποχετευτικό, το μεγάλο ψηφιδωτό με τους άθλους του Ηρακλή. Η δεύτερη φάση του έργου προβλέπει σύνδεση και με τον αρχαιολογικό χώρο Κιτίου. Εντός του 2024 αναμένεται να προκηρυχθεί ο διαγωνισμός για τις κατασκευαστικές εργασίες της πρώτης φάσης, που εκτιμάται πως θα κοστίσουν €4,1 εκατ.