Το κτήριο της Βιβλιοθήκης Maisonneuve στο Μοντρεάλ του Καναδά, ένα νεοκλασικό του 1912, έχει μεταμορφωθεί χωρίς να χάνει την ταυτότητα του και θεωρείται από κριτικούς αρχιτεκτονικής ως ένα παράδειγμα σύγχρονης αντιμετώπισης ιστορικών κτισμάτων.

Το αρχικό κτήριο σχεδιάστηκε στις αρχές του αιώνα από τον Καναδό αρχιτέκτονα Louis-Joseph Cajetan Dufort για να στεγάσει το δημαρχείο της πόλης του Μοντρεάλ. Το 1981 μεταφέρθηκε εκεί η Βιβλιοθήκη Maisonneuve, ενώ το 2017 προκηρύχθηκε αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για αναβάθμιση και επέκταση του κτηρίου ώστε να καλύπτει τις νέες ανάγκες με σύγχρονα δεδομένα. Στο διαγωνισμό επικράτησε η πρόταση της ομάδας EVOQ, η οποία έχει αξιόλογα δείγματα στην αποκατάσταση κτηρίων στον Καναδά.  

Το βιβλιοκεντρικό πρότυπο, το οποίο υπαγόρευσε τη διάταξη των βιβλιοθηκών στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, είναι πλέον ξεπερασμένο, καθώς οι νέες βιβλιοθήκες έχουν αναλάβει διαφορετικό ρόλο και συχνά λειτουργούν ως κοινωνικοί κόμβοι στις κοινότητες όπου βρίσκονται. Έχοντας αυτά υπόψη οι αρχιτέκτονες επανασχεδίασαν την Maisonneuve χωρίς ωστόσο να αλλοιώνουν το αρχικό κτήριο, παρά τις σύγχρονες προσθήκες που τριπλασίασαν τον χώρο. Από τα 1.240 τετραγωνικά μέτρα διαθέτει πλέον 3.594 ώστε να καλύπτει τις ανάγκες μιας διαρκώς εξελισσόμενης κοινωνίας.

Το ιστορικό κτήριο επανήβρε την αρχική του λαμπρότητα: Οι πέτρινες προσόψεις και οι μνημειακές πόρτες αποκαταστάθηκαν προσεκτικά, όπως και τα αυθεντικά γύψινα καλούπια, οι ξύλινες επενδύσεις, τα ψηφιδωτά δάπεδα, η μαρμάρινη σκάλα και δύο επιβλητικά βιτρό. Παραμένοντας ο πυρήνας του συγκροτήματος, προστέθηκαν σε αυτό, δεξιά κι αριστερά, δύο σύγχρονα τμήματα από γυαλί και ανοξείδωτο ατσάλι. Η ευθυγράμμιση του νέου υαλοπετάσματος και ο ρυθμός στην πρόσοψη υπαγορεύτηκαν από τη νεοκλασική κιονοστοιχία του ιστορικού κτηρίου.

Μια σαφής δήλωση της σύγχρονης ταυτότητας είναι ο τρόπος διακίνησης. Η είσοδος γίνεται από το καινούργιο τμήμα και οι χρήστες με μειωμένη κινητικότητα μπορούν εύκολα να εισέλθουν και να φτάσουν στον ανελκυστήρα, έχοντας πρόσβαση σε κάθε όροφο, καθώς και σε μια μικρή βεράντα στον τελευταίο όροφο. Τα εξωτερικά πέτρινα σκαλοπάτια δεν εξυπηρετούν πλέον την αρχική τους λειτουργία, αλλά αποτελούν κυρίως εξωτερικά καθίσματα.

Από τον χώρο υποδοχής το κοινό κατευθύνεται ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του. Τα παιδιά οδηγούνται σε μια σειρά παιχνιδιάρικων χώρων, ενώ οι έφηβοι κατευθύνονται προς το δεύτερο επίπεδο, όπου τους περιμένουν διάφορες τεχνολογικές εμπειρίες όπως medialab, στούντιο κινούμενων σχεδίων και μια μικρή αίθουσα βιντεοπαιχνιδιών. Οι δύο επάνω όροφοι του πρώην δημαρχείου —καθώς και το ανώτερο επίπεδο της δυτικής πτέρυγας— εξυπηρετούν όσους αναζητούν ήσυχους χώρους ανάγνωσης και μελέτης.

Παρόλο που οι μελετητές συμμορφώθηκαν με τους κανονισμούς προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, ταυτόχρονα εισήγαγαν στο παλιό κτήριο ηλεκτρομηχανικά συστήματα για τη μεγιστοποίηση της θερμικής άνεσης, διατηρώντας παράλληλα την κατανάλωση ενέργειας στο ελάχιστο. Η γεωθερμική ενέργεια ήταν βασικός παράγοντας για την κάλυψη των αναγκών θέρμανσης και ψύξης της βιβλιοθήκης.

Το σύστημα υαλοπετάσματος, με ενσωματωμένη ηλιακή προστασία, αποτελεσματικές θερμικές διακοπές και μονάδες θερμικών υαλοπινάκων χαμηλής εκπομπής, συμβάλλει επίσης σημαντικά στην επίτευξη βέλτιστης απόδοσης.

Η Βιβλιοθήκη Maisonneuve βρίσκεται στην οδό Οντάριο, έναν άξονα Ανατολής-Δύσης που έχει υποστεί ριζική μεταμόρφωση την τελευταία δεκαετία. Μερικά κτίρια των αρχών του 20ου αιώνα, όπως η Maisonneuve, είναι εμπνευσμένα από το κίνημα City Beautiful.

Η ενσωμάτωση της νέας βιβλιοθήκης σε αυτή την ιστορικά σημαντική περιοχή επιτεύχθηκε με τον σχεδιασμό των εξωτερικών χώρων. Σχεδιάστηκαν μια σειρά από παρεμβάσεις που ενοποιούν τους χώρους της βιβλιοθήκης με τους δημόσιους, όπως και το γλυπτό του καλλιτέχνη Clément de Gaulejac στην αυλή συνηγορεί στο πνεύμα αυτό.

Το έργο αποκατάστασης της βιβλιοθήκης έχει τύχει τοπικών διακρίσεων και έχει χαρακτηριστεί ως «ένας όμορφος χορός μεταξύ εποχών, μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού και μεταξύ ενεργού και στοχαστικού».

Ελεύθερα, 24.3.2024