«Ο Καλός Άνθρωπος του Σε Τσουάν» του Μπέρτολντ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Κώστα Σιλβέστρου.

Πήγα να δω τον «Καλό Άνθρωπο του Σε Τσουάν» την Κυριακή πριν την Καθαρά Δευτέρα κι όπως ήταν επόμενο την ημέρα εκείνη οι ταξιθέτριες του ΘΟΚ δεν ζορίστηκαν ιδιαίτερα- για να το θέσω έτσι. Μια άλλου είδους «αποστασιοποίηση» είναι δεδομένη όταν βρίσκεσαι σε μια αίθουσα όπως η «Εύης Γαβριηλίδης» του κρατικού θεάτρου και το κοινό που καταλαμβάνει σκόρπια τις θέσεις δεν ξεπερνά τις μερικές- πολύ λίγες- δεκάδες. Ήταν η μέρα τέτοια. Ο πολύς κόσμος αξιοποίησε το τριήμερο για εξορμήσεις ή διασκέδαζε με την καρναβαλίστικη στολή του. Και το γεγονός ότι η διάρκεια της παράστασης φτάνει τις 3,5 ώρες δεν βοηθούσε.

Παρεμπιπτόντως, δεν μπορώ να μην εκφράσω τον θαυμασμό μου σε όσους πηγαίνουν στις βραδινές παραστάσεις της Παρασκευής και του Σαββάτου με ώρα έναρξης τις 8μ.μ., με δεδομένο ότι στην εποχή μας οι ρυθμοί και οι συνήθειές μας έχουν αλλάξει άρδην, η προσοχή μας είναι διασπασμένη, η υπομονή και οι αντοχές μας φθίνουν και είναι πολύ σπάνιες και συγκεκριμένες οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες δεν θα αποδειχτεί ταλαιπωρία, αν όχι και δεινοπάθημα, η επιλογή μιας πολύωρης παράστασης.

Μπρεχτ είναι, όμως. Και ή θα τον κάνεις ή δεν θα τον κάνεις. Ειδικά αν είσαι ο ΘΟΚ και υποτίθεται ότι κάνεις μια μελετημένη ρεπερτοριακή επιλογή, επιστρέφοντας σ’ε’ ένα έργο μετά από 45 χρόνια. Η παράσταση εκείνη του 1979 είχε έρθει ως επιστέγασμα μιας τριλογίας που ξεκίνησε το 1975 με τον «Καυκασιανό κύκλο με την κιμωλία» και συνεχίστηκε το 1977 με τη «Μάνα Κουράγιο», σε μια περίοδο προσγείωσης και αφύπνισης μετά την τραγωδία του 1974, αναδεικνύοντας τον Χάιντς- Ούβε Χάους σε παγκόσμιο ειδήμονα πάνω στην ανάγνωση της μπρεχτικής παραβολής.

Από τις καλλιτεχνικές του επιλογές από το 2016 μέχρι σήμερα, ο Κώστας Σιλβέστρος δίνει την εντύπωση ότι πάσχει από άγνοια κινδύνου. Υποθέτω, βέβαια, ότι αυτό μόνο η ψυχούλα του το ξέρει. Κάπως έτσι, έφτασε να αναμετρηθεί σκηνοθετικά με την Κεντρική Σκηνή του ΘΟΚ αλλά και με τον ογκόλιθο του Μπρεχτ, μια συνθήκη που και να θέλει κανείς δεν υπάρχει περίπτωση να την πάρει αψήφιστα.

Σε σχέση με την παράσταση του 1979, κοινό σημείο αναφοράς είναι οι πολύπειροι ηθοποιοί Αντώνης Κατσαρής και Σπύρος Σταυρινίδης που συνθέτουν τη «αγία δυάδα» των θεών, με τον πρώτο μάλιστα να συμμετέχει και στην τότε «αγία τριάδα» μαζί με τον Βλαδίμηρο Καυκαρίδη και τον Κώστα Δημητρίου. Δεν τους κάνει κάποιος χάρη, βέβαια, μάλλον αυτοί μάς κάνουν όλους εμάς χάρη που παραμένουν ετοιμοπόλεμοι μετά από σχεδόν 60 χρόνια επί των επάλξεων.

Από θεατρολογικής απόψεως, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι πριν από πέντε χρόνια τόλμησε να ανεβάσει τον «Καλό άνθρωπο του Σε Τσουάν» η ΕΘΑΛ, σε μια συντμημένη και συμπυκνωτική, αλλά τολμηρή –στα όρια της απερισκεψίας- πρόταση του Άδωνη Φλωρίδη, που, για να καταλάβετε, όταν παρουσιάστηκε στη Λευκωσία «χώρεσε» στο λυόμενο Flea Theatre.

Στον ΘΟΚ, καταλήγουμε λοιπόν σε μια ενδιάμεση λύση, σε μια πρόταση 3,5 ωρών, με τη μισή σχεδόν διανομή σε σχέση με το 1979, με τον Σιλβέστρο να έχει στη διάθεσή του ένα ευέλικτο σχήμα που φέρνει εις πέρας πολλαπλούς ρόλους. Προβαίνοντας στην απαραίτητη αναφορά στην ιστορική πορεία του οργανισμού, καλείται να θέσει σε διαλεκτική συζήτηση με το σήμερα ένα έργο που ανεξαρτήτως αποτελέσματος γνωρίζεις ότι θα δοκιμάσει τις αντοχές σου.

Το μεγάλο στοίχημα είναι ο θεατής. Πάντα είναι ζητούμενο το πώς θα «μιλήσει» το επί σκηνής πόνημα στον θεατή που το παρακολουθεί σε μια συγκεκριμένη συγκυρία. Ωστόσο, στην περίπτωση του Μπρεχτ και ειδικά με το συγκεκριμένο έργο το μεγάλο στοίχημα δεν είναι να τον εντάξεις στον μύθο, αλλά να καταστήσεις αδρές τις γραμμές της διαλεκτικής του πρότασης. Να τον εξοικειώσεις με τους κανόνες του παιχνιδιού, τους κώδικες, τη μηχανική του μπρεχτικού θεάτρου και με τη ρητορική του «Verfremdungseffekt», του εφέ της αποστασιοποίησης. Ο Μπρεχτ ήθελε τα έργα του να παίζονται σε τρεις τοίχους, το κοινό να μην ταυτίζεται με τα διαδραματισθέντα, αλλά να αναγκάζεται να δει τον κόσμο όπως είναι. Ει δυνατόν, να είναι εμφανείς έμμεσα ή άμεσα ακόμη και οι σκηνικές οδηγίες.

Εξ ορισμού μια τέτοια παράσταση δεν σκοπεύει να σε μαγέψει, να σε διασκεδάσει ή να σε ψυχαγωγήσει, αλλά να σε ταρακουνήσει, να σε αλλάξει και να σε απαλλάξει από την παθητικότητα. Αρκεί βέβαια κι εσύ ο ίδιος να θέλεις να αλλάξεις. Αν φεύγοντας αισθανθείς ότι διασκέδασες, ότι πέρασες καλά παρακολουθώντας απλώς την αναπαράσταση ενός εύληπτου, αρχετυπικού κινέζικου μύθου, τότε μάλλον κάτι δεν πήγε καλά.

Στην εποχή μας, ο θεατής είναι εκ προοιμίου αποστασιοποιημένος. Το στοίχημα για τους συντελεστές είναι να απαντήσουν στο ερώτημα πώς ταρακουνάς ένα κοινό σαν αυτό του 2024, εκτεθειμένο μέσω της τεχνολογίας στα πιο ακραία θεάματα, με χαμηλή συνείδηση της διαφοράς μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, ανθεκτικό στο σοκ, ατάραχο και κυνικό. Μην το πάρετε προσωπικά. Εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια.

Υπό αυτές τις συνθήκες, μια ευθεία αφαιρετική, αποστασιοποιητική συνδρομή ήταν αυτή της σκηνογράφου Μαρίζας Παρτζίλη, οι πλαισιακές κατασκευές της οποίας υπογραμμίζουν την εργαστηριακή συνθήκη. Η ενδυματολογική, η μουσική, η κινησιολογική αλλά και η ερμηνευτική παρέμβαση εστιάζουν στις αντιφατικές διαδικασίες που κινεί το κείμενο, ενώ ο σκηνοθέτης στο πίσω μέρος του μυαλού του είχε ως προτεραιότητα την προσαρμογή στα δεδομένα της εποχής με τρόπο δραματουργικά αποτελεσματικό.

Άξονας είναι η τιμία και καλοκάγαθη σεξεργάτρια Σεν Τε, τον τόνο της οποίας εντοπίζει με σκληρή δουλειά η πάντα φιλότιμη Μαρίνα Αργυρίδου. Το δηκτικό και ωμό μήνυμα του έργου είναι ότι καλοσύνη και επιβίωση απλά δεν συμβαδίζουν κι ότι σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο το κακό έχει πολλές όψεις και δεν είναι απλώς κανόνας και μονόδρομος, αλλά θέσφατο. Και μάλιστα με τον Θεό απλό θεατή. Για να το αλλάξεις αυτό πρέπει να αμφισβητήσεις ολόκληρη τη δομή του κόσμου.

Αν φεύγοντας ο κατά κανόνα κατασυγχυσμένος σύγχρονος θεατής πάρει μαζί του το μήνυμα ότι έτσι έχουν τα πράγματα, δεν υπάρχει εναλλακτική και πρέπει να το πάρουμε απόφαση, δεν είμαι σίγουρος ότι μιλάμε για μια απόλυτα ορθή ανάγνωση.

Ελεύθερα, 7.4.2024