Το νέο πεζογραφικό βιβλίο της Νένας Φιλούση: «Φρούτα στο πιάτο και άλλες τρυφερότητες» περιλαμβάνει δεκατρία διηγήματα κοινωνικής ευαισθησίας, δημοσιολογικού σαρκασμού και αστικής ειρωνείας. Το κύριο υφολογικό εργαλείο σε όλα τα διηγήματα θεωρώ πως είναι το καυστικό χιούμορ της λογοτέχνιδας. Μέσα από μια ανάλαφρη διάθεση καθιστά το άχθος που συνεπάγεται η κοινωνική κριτική λιγότερο επαχθές και πιο βατό για το αναγνωστικό της κοινό. 

Η Ν.Φ. έχει στο λογοτεχνικό «παλμαρέ» της τέσσερα ποιητικά βιβλία και δυο πεζογραφικά, περιλαμβανομένου και αυτού του οποίου επιχειρώ την παρουσίαση τώρα. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ν.Φ. «Ας ρώταγες ποιον αγαπώ», κυκλοφόρησε το 2010 και τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Έκτοτε, μέχρι το υπό παρουσίαση πεζογραφικό βιβλίο, μεσολάβησαν δώδεκα χρόνια. Ο χρόνος και η τριβή με τα λογοτεχνικά δρώμενα όλη αυτή την περίοδο, πιστεύω πως διαδραμάτισαν θετικό ρόλο. Στο νέο βιβλίο αποτυπώνεται η συναφής αισθητική ωρίμανση, αλλά και η αναπόφευκτη, έστω και ελαφρά, θεματική μετατόπιση. Όποτε υποχωρεί ο συναισθηματισμός προς όφελος του κυνισμού, η λογοτεχνία βγαίνει κερδισμένη. 

Επτά από τα δεκατρία διηγήματα στο νέο βιβλίο έχουν πιότερο κυπροκεντρικό χαρακτήρα και μάλιστα τρία από αυτά τα επτά έχουν την καταβολή τους στο Κυπριακό. Θα ξεκινήσω από τα τελευταία. Το πρώτο διήγημα στον τόμο «INTRO» (σελ. 7-10) αποτελεί ένα νοσταλγικό, εισαγωγικό πρελούδιο στο τι θα ακολουθήσει. Πρόκειται για ένα κριτικό και χιουμοριστικό δοκίμιο – μινιατούρα  αναφορικά με τη δεκαετία του ‘80. Θα το χαρακτήριζα και ως ωδή σε μια χαμένη εφηβεία: «Η δεκαετία του ‘80 ήταν περίεργη εποχή. Σχεδόν πόρνικη. Εύρωστη, μεταπολιτευτική, τραυματισμένη, αλλά και ψεύτικη, ποζαρισμένη, σινιέ – μια κακή αντιγραφή ανέμελης αμερικανιάς». (σελ. 7)

Στο διήγημα «ΕΟΚΑ – ΒΗΤΑ – ΞΑ  – ΝΑ  – ΧΤΥΠΑ» (σελ. 18 -27) αναπαράγεται το πολιτικό κλίμα μιας εποχής. Ένα κλίμα που με σημερινούς όρους θα χαρακτηρίζαμε τοξικό, με μίση και πάθη, υποχθόνιες και υπόγειες αλλά κυρίως αγελαίες συμπεριφορές του πλήθους. Κι όλα αυτά διανθισμένα με πολλά υποσυνείδητα σύνδρομα: «Είχαμε μάθει να φοβόμαστε τους αριστερούς μη μας προδώσουν, τους μακαριακούς μη μας βάλουν φυλακή, τους ‘μεταστραφέντες’ μη μας σκοτώσουν, τους παλιούς ενωτικούς μη μας το πάρουν και το παραδώσουν παρά τη θέλησή μας και τους αμετανόητους μήπως μας φτύσουν». (σελ. 19)

Η συγγραφέας πραγματεύεται συχνά μικρές τραγωδίες, η κορύφωση των οποίων βρίσκεται, συνήθως, στη μέση της αφήγησης. Στο διήγημα «Γενέθλια» (σελ. 28-34) έχουμε να κάνουμε με την ιστορία του πολλαπλού βιασμού μιας ανήλικης το ‘74 από τους Τούρκους, τη σεξουαλική εκμετάλλευση της ίδιας μετά στις ελεύθερες περιοχές και στο τέλος την «αποκατάσταση» της με ψευδείς, αλλά ιδιαιτέρως τραγικές παραστάσεις. Πρόκειται για ένα διήγημα – χαστούκι στον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία του κοινωνικού μας ιστού. 

Το διήγημα «Αύγουστος» (σελ. 56) είναι ίσως το πιο λυρικό σε όλο το βιβλίο. Με σπιρτάδα, γλύκα, φινέτσα, ανεμελιά αλλά και χιουμοριστική διάθεση συνδυάζει λειτουργικά τις παιδικές αναμνήσεις με τη σεξουαλική αφύπνιση. Θέατρο δρωμένων ένα αγροτόσπιτο στο χωριό, που τον Αύγουστο μυρίζει ξερές φλούδες από αμύγδαλά, τον Σεπτέμβρη σταφύλι και ζουμί σταφυλιού και τον Οκτώβρη ελιές και φρέσκο λάδι. Όλες ανεξαιρέτως οι εικόνες πάλλουν από λυρισμό και νοσταλγία. 

Ολοκληρώνω τις αναφορές μου στα κυπροκεντρικά διηγήματα της Ν.Φ. με το «Ο Χαβάης». (σελ. 63-74) Μια μικροαστική ιστορία διαβολής προσώπων και ευσεβοποθισμών μέσα σ’ ένα συντηρητικό και γνώριμό μας επαρχιώτικο κλίμα που όζει υποκρισίας και φαρισαϊσμού. Στο επίκεντρο πάντα οι μύχιοι σαρκικοί πόθοι των πρωταγωνιστών. Εδώ αναπαρίσταται γλαφυρά ένας χαρακτηριστικός κυπριακός μικρόκοσμος στη σύγχρονη εποχή. 

Από τα «ελλαδικά» διηγήματα της Ν.Φ., αυτά δηλαδή που διαδραματίζονται στην ελληνική επικράτεια, ξεχώρισα ιδιαίτερα το «Η Παξινού». (σελ. 11-17) Θεματικό υπόβαθρο η αφύπνιση της σεξουαλικότητας ενός έφηβου, πρόσφυγα Κύπριου στην Αθήνα αμέσως μετά το 1974. Το πέπλο της νοσταλγίας σκεπάζει και πάλι απαλά την όλη αφήγηση. Το κλίμα της εποχής είναι διάχυτο παντού. Την ίδια ώρα στην όλη αφήγηση εμφιλοχωρεί και κάμποση ποίηση. Ο ποιητής εαυτός της Ν.Φ. δεν την εγκαταλείπει ποτέ, ακόμα και όταν αυτή πεζογραφεί. 

«Ελλαδικό» είναι και το διήγημα «Ο Τουταγχαμών και η Μπο – Μεκ» (σελ. 87-95) όπου η συγγραφέας πραγματεύεται το χρυσό κλουβί του έρωτα με μια γυναικά ανώτερης κοινωνικής τάξης. Ένα διήγημα ευτράπελο, χιουμοριστικό και συνάμα πικρά τραγικό. Μια εύστοχη, σοβαρή και ταυτόχρονα ανάλαφρη αφήγηση για τη βιοπάλη, τα πάθη, τις φοβίες, τις εμμονές, αλλά και τη μπέσα, το φιλότιμο και άλλα συναφή συναισθήματα που μόνο στους απλούς καθημερινούς ανθρώπους συναντάς. 

Αν μπορούσα να μιλήσω με μουσικούς όρους, θα έλεγα ότι η πεζογράφος Ν.Φ. κινείται περισσότερο σε ρυθμούς ματζόρε, σπιρτόζικους. Σε αντίθεση με την ποιήτρια Ν.Φ. που αρέσκεται περισσότερο σε συγχορδίες μινόρε, πιο απαλές, πιο ήπιες. Ωστόσο, και στην μια και στην άλλη περίπτωση το αισθητικό αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον και αξιοσημείωτο. 

[email protected]