Μετά από σχεδόν 30 χρόνια, η κυπριακής καταγωγής ζωγράφος και καθηγήτρια γραφιστικής επιστρέφει στην (εικονογραφημένη) πεζογραφία με τη συλλογή διηγημάτων «Οι ξένες». Σ’ αυτά, γράφει για τις δικές της ξένες, από τη μητέρα, τη γιαγιά και τη θεία της μέχρι πρόσφυγες και μετανάστριες. Οι ιστορίες ξεκινούν από κάποια αλήθεια που στη συνέχεια διασαλεύεται. Σχέδια και κείμενα λειτούργησαν ξεχωριστά, αλλά στη ενώθηκαν σ’ ένα σύνολο δουλειάς.

Ποιο ερέθισμα σας οδήγησε να γράψετε για τις δικές σας «Ξένες»; Η παιδική μου ηλικία σημαδεύτηκε από βιώματα δίπλα σε μια διπλά ξεριζωμένη γυναίκα, τη μάμα μου, που υπέφερε γιατί ήταν ξένη. Άκουγα συνεχώς ιστορίες που με συγκινούσαν και που σίγουρα με ευαισθητοποίησαν στο θέμα των ξένων γυναικών. Έτσι, όταν φούντωσε στην Ελλάδα το προσφυγικό και μεταναστευτικό πρόβλημα, από φτώχεια κι από πολέμους, συγκλονίστηκα και με αφετηρία τις δικές μου ξένες, άρχισαν να παίρνουν μορφή μέσα μου οι πολύ πιο δύσκολες ζωές των «άλλων» ξένων γυναικών και ξεκίνησα να γράφω γι’ αυτές. Πάντα με γοήτευαν και με συγκινούσαν οι αυτοβιογραφικές ιστορίες με την ιερότητα της εξομολόγησης τους, με πρώτο από όλα το διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Βιζυηνού, που διάβασα στην εφηβεία μου. Όμως εδώ, ως κύριο ερέθισμα για να γραφτούν οι δικές μου «ξένες» ήταν η  σύνδεση με το θέμα του βιβλίου μου: τις ξένες πρόσφυγες και μετανάστριες. Άμεσο, πάντως, ερέθισμα οφείλω να πω πως ήταν και το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Άγγλου ιστορικού και συγγραφέα Μαρκ Μαζάουερ «Όσα δεν είπες», με   ιστορίες κοντινές με τις ιστορίες της οικογένειάς μου.

Σας προβληματίζει η δαιμονοποίηση του «άλλου» στην εποχή μας; Η δαιμονοποίηση του «άλλου» είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο και η ιστορία δυστυχώς είναι γεμάτη από γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις. Η δαιμονοποίηση, όμως, στην εποχή μας, μια εποχή τεράστιας τεχνολογικής ανάπτυξης και προόδου που έπρεπε να φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά, όχι μόνο με προβληματίζει αλλά με εξοργίζει και με φοβίζει. Λανθασμένοι στόχοι στην παιδεία, χειραγώγηση και υποκουλτούρα στα ΜΜΕ που οδηγεί σε έλλειψη ενσυναίσθησης και αδιαφορία, πολιτικές σκοπιμότητες και άγρια οικονομικά  συμφέροντα, πιστεύω πως είναι μερικοί από τους λόγους. Ο ρατσισμός στις «αναπτυγμένες» χώρες καλπάζει με επικίνδυνους ρυθμούς, κι ενώ είμαι φύσει αισιόδοξη, ανησυχώ πολύ για το μέλλον.

Σε ποιο βαθμό και υπό ποιες συνθήκες αισθάνεστε κι εσείς ξένη; Αρκετές φορές αισθάνομαι ξένη ακόμα κι απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μου, γατί όπως λέει και ο Φρόιντ «ο ξένος δεν είναι έξω, αλλά μέσα μας». Με τους άλλους, στις χώρες μου Κύπρο και Ελλάδα, αισθάνομαι ξένη ανάμεσα σε ανθρώπους, που δεν καταλαβαίνουν τη «γλώσσα» μου και δεν κατανοώ τη δική τους. Ανάμεσα σε ρατσιστές, εγωπαθείς, νεόπλουτους επιδειξίες, ανθρώπους δήθεν αλλά και κουλτουριάρηδες που δεν γνωρίζουν τη λέξη «εμείς».

Με ποιον τρόπο συνομιλούν και αλληλεπιδρούν τα κείμενα και τα σχέδια στο βιβλίο αυτό; Δεν γνωρίζω πως ακριβώς συνομιλούν και αλληλεπιδρούν με τους αναγνώστες. Ελπίζω συμπληρωματικά. Αυτό που εγώ γνωρίζω είναι ότι σχεδόν πάντα γράφω και ζωγραφίζω ταυτόχρονα ή εναλλάξ, επιδιώκοντας να είμαι έντιμη και αληθινή και στα δυο. Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Εικονογραφώ τα γραπτά μου και γράφω πάνω στους πίνακές μου. Είναι δυο γλώσσες που θέλουν ν’ αγκαλιαστούν κι όταν τα καταφέρνουν αισθάνομαι όμορφα.

Με ποια ιδιότητα αισθάνεστε μεγαλύτερη οικειότητα: της εικαστικού ή της συγγραφέως; Δεν μπορώ ν’ απαντήσω κατηγορηματικά, καθώς και οι δύο ιδιότητες υπάρχουν  μέσα μου και πότε υπερισχύει η μια, πότε η άλλη ή συνυπάρχουν αρμονικά. Δεν μπόρεσα να διαλέξω μια απ’ τις δυο και να της αφοσιωθώ, πράγμα που θα με πήγαινε ίσως μακρύτερα. Οφείλω, όμως, να πω ότι σχεδιάζω και ζωγραφίζω με μεγαλύτερη άνεση, ενώ οι λέξεις με γοητεύουν αλλά και με παιδεύουν. Πιστεύω πως αυτό συμβαίνει γιατί  σπούδασα στην ΑΣΚΤ, δούλεψα πολλά χρόνια ως καθηγήτρια εικαστικής γλώσσας και η τριβή μου με τα εικαστικά πράγματα ήταν συνεχής και μεγάλη. Νομίζω, όμως, πως πάντα θα εκφράζομαι γράφοντας  και  ζωγραφίζοντας.

«Οι ξένες»
Εκδ. Περισπωμένη
Σελ. 240
€18.00

Ελεύθερα, 18.2.2024