Οι αναμνήσεις του, μηχανουργεία και οικοδομές, νυσταγμένα λεωφορεία και φτωχοί εργάτες –Τούρκοι και Έλληνες– να σκληραίνουν την ψυχή τους κάτω από την εκμετάλλευση, στην Αμμόχωστο. Ευαίσθητος αλλά και αιχμηρός, ο Κύπριος ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής, μας ταξιδεύει στον κόσμο του και τον κόσμο της Κύπρου.

– Το γεγονός ότι κατάγεστε από τη Λύση επηρέασε το ενδιαφέρον σας για την ποίηση και τα γράμματα; Σίγουρα με επηρέασε. Στη Λύση υπήρχε μεγάλη και ζωντανή ποιητική παράδοση. Λαϊκοί ποιητές απάγγελλαν σε διάφορες εκδηλώσεις. Είχαμε και τον Παύλο Λιασίδη, με τον οποίο συνδέθηκα φιλικά από τα νεανικά μου χρόνια. Γίνονταν, επίσης, θεατρικές παραστάσεις. Έτσι, τα ακούσματα ήταν πολλά. 

– Είχατε στην οικογένειά σας ποιητές;  Δεν είχαμε ποιητές με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Όπως το λέω και στο ποίημα «Άνθρωποι της γενιάς μου» στην τελευταία μου συλλογή: 

Την ιστορία της γενιάς μου δεν την σημαδεύουν

δοξασμένοι στρατηγοί, πολιτικοί,

έμποροι, ταξιδευτές, τοκογλύφοι ή, έστω

ονομαστοί φονιάδες και ληστές. Τίποτε.

Ούτε και ένας ποιητής

που να άφησε πίσω του κάποιο στίχο.

  

Στη μια άκρη ένας παππούς

που έμοιαζε ποιητής

κι όμως δεν έγραψε ούτε ένα στίχο

να μου τραγουδά ένα τραγούδι που το ξέχασα.

Στην άλλη ένας πλανόδιος αγιογράφος,

που έζησε όλη τη ζωή του μακριά από την αγιότητα… 

 

Χωρίς προγόνους ποιητές, λοιπόν, ένιωσα να με συγκινεί η ποίηση όταν ο δάσκαλος, στο νυχτερινό σχολείο που φοιτούσα στο χωριό, μας διάβαζε ποιήματα του Σολωμού, του Καβάφη, του Παλαμά και άλλων. Τότε άρχισα να γράφω τους πρώτους μου στίχους. ​

– Πήγατε σχολείο και στην Αμμόχωστο; Ποιες εικόνες ανακαλείτε στη μνήμη σας από εκείνη την εποχή; Μα δεν πήγα σχολείο. Οι γονείς μου δεν είχαν τα μέσα να με σπουδάσουν. Στην Αμμόχωστο εργάστηκα ως ηλεκτροκολλητής σε διάφορα μηχανουργεία από τα δεκατέσσερα μέχρι τα δεκαεννιά μου χρόνια και, μετά τη στρατιωτική μου θητεία, εργάστηκα ως ελαιοχρωματιστής στις οικοδομές. Σ’ αυτές τις εμπειρίες αναφέρομαι στο ποίημα «Γράμμα στον Κυριάκο Χαραλαμπίδη», στη συλλογή «Περαστική άνοιξη», 1984.

Οι αναμνήσεις μου

μηχανουργεία κι οικοδομές,

νυσταγμένα λεωφορεία και φτωχοί εργάτες 

– Τούρκοι και Έλληνες – 

να σκληραίνουν την ψυχή τους κάτω από την εκμετάλλευση.

Οι αναμνήσεις μου

εργολάβοι, χρηματιστές κι ιδιοκτήτες που θησαύριζαν 

την πόλη εκδίδοντας

σε ντόπιους εκποιητές και ξένους εραστές…   

– Οι γονείς σας πώς είδαν την έφεσή σας στα γράμματα; Θεωρούσαν ότι είναι σημαντικό να μάθω μια τέχνη. Έτσι έμαθα δυο τέχνες, τις οποίες δούλεψα μέχρι τα εικοσιπέντε μου χρόνια. Τότε βρήκα μια νυχτερινή εργασία και τα πρωινά έγινα μαθητής στο Αγγλικό Κολλέγιο Λευκωσίας, στο Τμήμα Γενικού Πιστοποιητικού Εκπαίδευσης (G.C.E), όπου απέχτησα τα αναγκαία εφόδια για σπουδές στο πανεπιστήμιο, που ήταν πάντα η μεγάλη μου επιθυμία.  

– Θυμάστε το πρώτο σας ποίημα; Έρχονται κάποτε στο νου μου κάποιοι στίχοι από τις πρώτες μου απόπειρες να γράψω, αλλά πιο πολύ θυμούμαι τους τόπους που τα έγραψα, τις διαθέσεις και τους προβληματισμούς μου. Το τελευταίο δεν ξέρω πότε θα είναι. 

– Ξεκινήσατε με σπουδές στο Κίεβο. Πώς βιώσατε εκείνη την περίοδο;  Στο Κίεβο έζησα ένα χρόνο, το 1973 – 1974, ως φοιτητής στην προπαρασκευαστική σχολή του Πανεπιστημίου. Ζούσα σ’ ένα δωμάτιο με τρεις Ουκρανούς φοιτητές που σπούδαζαν, παράλληλα με την ουκρανική φιλολογία, και την ελληνική γλώσσα. Κάποιες φορές, σε μέρες αργίας, με έπαιρναν στα χωριά τους και έτσι γνώρισα άλλες πλευρές της ζωής που δεν μπορούσες να τις δεις στην πόλη. Γνώρισα και τους καθηγητές τους των ελληνικών, το ζεύγος των σπουδαίων νεοελληνιστών και μεταφραστών ελληνικής λογοτεχνίας στα ουκρανικά Αντρέι Μπελέτσκι και Τατιάνας Τσιερνισιόβα, με τους οποίους συνδέθηκα φιλικά. Όλα αυτά με έκαναν να συνδεθώ με τη χώρα. Γι’ αυτό και τώρα, παρακολουθώντας τα όσα συμβαίνουν στον τραγικό αυτόν πόλεμο, θλίβομαι βαθιά.

– Συνεχίσατε με σπουδές στη ρωσική λογοτεχνία. Τι σας προκάλεσε το ενδιαφέρον να εστιάσετε στους Ρώσους συγγραφείς; Σπούδασα ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία για οχτώ χρόνια στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας. Έζησα εκεί μια ζωή, είχα σπουδαίους καθηγητές, είχα συμφοιτητές που μετά εξελίχτηκαν σε σημαντικούς ακαδημαϊκούς, συγγραφείς και λογοτέχνες. Με κάποιους κρατάμε επαφή μέχρι σήμερα. Αλλά για να έρθω στην ερώτηση, οι πρώτες μου γνώσεις για τη ρωσική λογοτεχνία προήλθαν από τα βιβλία που δανειζόμουν από την κοινοτική βιβλιοθήκη του χωριού μου, καθώς και από τη βιβλιοθήκη που υπήρχε σ’ ένα δωμάτιο που νοίκιαζα στην Αμμόχωστο: Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τουργκένιεφ, Τσέχοφ… Έτσι γεννήθηκε το ενδιαφέρον μου γι’ αυτή τη μεγάλη και πλούσια πραγματικά λογοτεχνία, την οποία και επέλεξα, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, ως θέμα των σπουδών μου. Ασχολήθηκα ιδιαίτερα με την ποίηση των αρχών του εικοστού αιώνα, του αργυρού αιώνα, όπως αποκαλείται. Πρόκειται για σπουδαία ποίηση, με μεγάλους ποιητές, πολλούς από τους οποίους μετάφρασα στα ελληνικά. Το 2004 βγήκε, σε δίγλωσση έκδοση, από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και τις αθηναϊκές εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, στη σειρά των εκδόσεων Μεσόγειος, η ανθολογία «Ρώσοι ποιητές του 20ού αιώνα» η οποία έκανε τρεις εκδόσεις από το 2004 μέχρι το 2009, ενώ το 2018 κυκλοφόρησε σε νέα έκδοση, με το ελληνικό μόνο κείμενο και με τον τίτλο «Ρωσική ποίηση 20ού αιώνα» από τις εκδόσεις Βακχικόν. Από τις εκδόσεις Βακχικόν βγήκε το 2019 και το βιβλίο μου «Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι: Προεπαναστατικά ποιήματα». ​

– Ποιοι Ρώσοι λογοτέχνες και ποιητές επηρέασαν το έργο σας; Είναι δύσκολο να πω ποιοι και πώς με έχουν επηρεάσει. Παρόλο που ασχολήθηκα πολύ με τον Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, πιο κοντά στις δικές μου προσεγγίσεις, αναζητήσεις και ευαισθησίες βρίσκονται ποιητές όπως ο Αλεξάντρ Μπλόκ, ο Μπορίς Παστερνάκ, ο Όσιπ Μαντελστάμ, ο Ιοσίφ Μπρόντσκι, ο Αρσένι Ταρκόφσκι. Η συγγένεια αυτή βγαίνει και στις μεταφράσεις.

– Η λογοτεχνία σάς έχει διαμορφώσει ως άνθρωπο; Η λογοτεχνία με οδήγησε στις σπουδές, μου έδωσε το όραμα της μόρφωσης και αυτό άλλαξε την πορεία της ζωής μου. Ταυτόχρονα καθόρισε και τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, τον τρόπο πρόσληψης της ζωής και του κόσμου, την ερμηνεία της Ιστορίας, την πορεία του ανθρώπου μέσα στον χρόνο, τους μύθους του και άλλα. Μου άνοιξε ένα παράθυρο να βλέπω τον κάθε λαό μέσα από το πρίσμα της κουλτούρας του. Έτσι ασχολήθηκα και με το αρμενικό λαϊκό έπος «Δαβίδ ο Σασούνιος», το οποίο μετέφρασα στα ελληνικά και βγήκε το 2021 από τις εκδόσεις Βακχικόν. 

– Στην τελευταία σας ποιητική συλλογή «Ανοιχτός Ουρανός», σ’ ένα ποίημα αφιερωμένο στον Μιχάλη Πασιαρδή, γράφετε «αυτό που αποζητούν οι ποιητές συμβαίνει τώρα ερήμην τους». Τι είναι αυτό που αποζητούν οι ποιητές; Οι στίχοι αυτοί επισημαίνουν κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει συχνά. Ο θάνατος του ποιητή γίνεται αφορμή να θυμηθούμε τους στίχους του, να τους δημοσιεύουμε στο διαδίκτυο ή σε διάφορα έντυπα. Το ποίημα εστιάζει σ’ αυτό που θα ήθελαν περισσότερο οι ποιητές: Να έχουν όσο ζουν περισσότερη επικοινωνία με τον κόσμο, οι στίχοι τους να είναι μέρος της καθημερινότητάς τους. Όπως λέει και το ποίημα:

…μια καλημέρα ζωντανή ζητούσαν

μ’ ένα στίχο τους να πέφτει μες στη ζυγαριά

του έμπορα στην αγορά και του πλανοδιοπώλη

στον δρόμο όπου περιφέρονται τα πλήθη

κι ερωτεύονται οι νέοι… 

– Ποιο είναι το κίνητρο κάθε φορά για να βάλετε τις λέξεις στο χαρτί; Όπως λέω στο ποίημα «Σαν τον μεταξοσκώληκα», στη συλλογή «Το ημιτελές ποίημα», εκδόσεις Μεταίχμιο 2014:

Κάποτε νιώθω σαν τον μεταξοσκώληκα

που χόρτασε φύλλο χλωρό και υφαίνει το μετάξι του.

Ό,τι γράφω είναι πράγματα 

που ταξίδεψαν πολύ μέσα μου

και φτάνουν τελικά στον προορισμό τους.

……………………………………………

Το ποίημα είναι σαν μια εποχή του χρόνου

που έρχεται και με βρίσκει…….  

Έτσι πέφτουν οι στίχοι στο χαρτί. Απ’ εκεί και πέρα, βέβαια, ακολουθεί μια περίοδος επεξεργασίας, που μπορεί να είναι σύντομη ή διαρκείας, όσο να φτάσεις στο τελικό αποτέλεσμα. 

– Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί τον ποιητή από τον μη ποιητή; Το ότι ο ποιητής γράφει στο χαρτί αυτά που νιώθει, αυτά που σκέφτεται παρατηρώντας τον κόσμο. Έχω συναντήσει πολλούς ανθρώπους που νιώθουν και σκέφτονται ποιητικά, αλλά δεν γράφουν ποιήματα. Μπορεί να χορεύουν, να ζωγραφίζουν, να παίζουν μουσική, θέατρο, ή απλά να αφηγούνται ιστορίες. 

– «Ευτυχής και ποιητής κατ’ εμέ δεν υπάρχει», έχει πει η Κική Δημουλά. Συμφωνείτε; Δεν μπορούμε να το ανάγουμε αυτό στο απόλυτο και να διαχωρίζουμε έτσι τον ποιητή από τους άλλους ανθρώπους, που μπορεί να βιώνουν με τραγικό τρόπο τις καταστάσεις του κόσμου, να θλίβονται, αλλά δεν γράφουν.  ​

– Θα λέγατε ότι το βιβλίο σας «Κάθε Ιούλιο επιστρέφω» είναι το πιο εμβληματικό έργο σας; Το «Κάθε Ιούλιο επιστρέφω» είναι ένα βιβλίο που αγαπώ πολύ γιατί μέσα σ’ αυτό υπάρχουν πολλά προσωπικά βιώματα και ιστορίες και αποτελεί, ταυτόχρονα, και μια κατάθεση για την πρόσφατη τραγική ιστορία του τόπου, δεν θα έλεγα όμως ότι το ξεχωρίζω σε τέτοιο βαθμό από τα άλλα βιβλία, πεζά και ποιητικά. 

– Έχετε ζήσει από κοντά τις τραγικές μέρες του πραξικοπήματος και της εισβολής. Πώς βιώσατε τον πόλεμο; Τι άφησε μέσα στην ψυχή σας αυτό το τραύμα; Το 1974 ήμουν φοιτητής στη Σοβιετική Ένωση. Επέστρεψα για τις καλοκαιρινές διακοπές στις αρχές Ιουλίου ταξιδεύοντας με πλοίο από την Οδησσό και βρέθηκα στη δίνη των γεγονότων. Το πραξικόπημα με βρήκε στη Λευκωσία, με την έναρξη της εισβολής κατατάγηκα στον στρατό. Υπηρετώντας σ’ ένα φυλάκιο στην Πράσινη Γραμμή στη Λευκωσία κατά τη δεύτερη εισβολή, έμαθα για την κατάληψη του χωριού μου. Μετά τον πόλεμο, αναζητώντας τους δικούς μου στους τόπους της προσφυγιάς, είδα ανθρώπους σκορπισμένους εδώ κι εκεί, στριμωγμένους σε αντίσκηνα και μισοχαλασμένα παραπήγματα, ανθρώπους να με πλησιάζουν και να με ρωτούν για τους δικούς τους, με τους οποίους είχαμε καταταγεί μαζί στον στρατό, άλλους να πιστεύουν ότι σύντομα θα επέστρεφαν πίσω… Όλα αυτά τα πήρα μαζί μου, πηγαίνοντας στη Μόσχα για να συνεχίσω τις σπουδές μου, και προσπαθούσα να τα εκφράσω μέσα στην ποίησή μου. Είναι πράγματα που μένουν για πάντα, δεν ξοφλούνται.  

– Στο ποίημα «Η νεκρή μας ζώνη» γράφετε ότι «στην κάθε της πλευρά περπατά η Λήθη». Πιστεύετε ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι δεν έχουμε διδαχθεί από την ιστορία και το παρελθόν μας; Ότι επαναλαμβάνουμε τα λάθη μας; Ναι, δεν έχουμε διδαχθεί. Εδώ έχει αποδειχτεί άλλη μια φορά ότι η ιστορία δεν διδάσκει. Όπως το έγραψε και ο Τόμας Έλιοτ, «people learn nothing from other’s experiences». Αν μπορούσαμε να διδαχτούμε δεν θα φτάναμε ούτε στο 1963 ούτε στο 1974.

– Είσαστε από τους ανθρώπους που έχουν στενές σχέσεις με Τουρκοκύπριους. Ποια είναι τα μηνύματα που σας μεταφέρουν τον τελευταίο καιρό; Οι Τουρκοκύπριοι φίλοι μου είναι άνθρωποι που πιστεύουν στην ειρήνη και στην επανένωση του τόπου. Τους έχουμε απογοητεύσει μερικές φορές με τη στάση μας, όμως εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το μέλλον του τόπου είναι να είμαστε μαζί. Τα πράγματα όμως όσο πάνε και δυσκολεύουν, το καταλαβαίνουν αυτό, το ζουν, όμως εξακολουθούν να πιστεύουν γιατί νιώθουν, πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο, ότι είναι Κύπριοι.​

– «Τραγικοί σαλτιμπάγκοι ακόμη και οι ποιητές» γράφετε. Γιατί; Αυτός ο στίχος είναι από το ποίημα «Οι ρόλοι», στη συλλογή «Ανοιχτός ουρανός», όπου όλοι οι ρόλοι εκτίθενται προκειμένου να στηλιτευτούν φαινόμενα που παρατηρούμε στην κοινωνία μας. Ο στίχος περιέχει, μπορεί να πούμε, και μια δόση αυτοσαρκασμού, γιατί οι στίχοι μας δεν αλλάζουν την πορεία των πραγμάτων.  

– Με αφορμή τον «Κόσμο της Κύπρου» του Αδαμάντιου Διαμαντή, σχολιάζετε πόσο γρήγορα  χάθηκε ο κόσμος εκείνος. Εσείς έχετε ζήσει από κοντά τον κόσμο που ζωγράφισε ο Διαμαντής; Τον έχω ζήσει. Γεννήθηκα το 1946, μέσα στον κόσμο της Κύπρου, μεγάλωσα στο χωριό, θυμούμαι και τον παππού μου τον Τομπούλα, που είναι στον πίνακα

…τελευταίος στη σειρά, με το τεράστιο σώμα του

γερμένο στην καρέκλα, όπως εξήντα χρόνια πριν

στο καφενείο του χωριού μας… 

Ήταν ένας πολύ καλός λαϊκός καλλιτέχνης, που έφτιαχνε γλυπτά από πέτρα και ξύλο και σχεδίαζε με μεγάλη εκφραστικότητα τα πορτρέτα των χωριανών και τους τα χάριζε.

– Ένα από τα ποιήματά σας είναι αφιερωμένο στη σύζυγό σας Νόνα, με την οποία ζείτε 45 χρόνια. Υπήρξε πηγή έμπνευσης για σας; Ζητάτε τη γνώμη της για τα γραπτά σας; Σαράντα πέντε ήταν όταν γράφτηκε το ποίημα, τώρα είναι σαράντα οχτώ. Η ιστορία μας είναι πηγή έμπνευσης, αλλά και μέσα από τις κουβέντες και τις συζητήσεις μας γεννιούνται ιδέες για ποιήματα. Πάντα, πριν αποφασίσω να δημοσιεύσω κάτι, το συζητώ μαζί της. 

– Τελικά «το φως και ο ανοιχτός ουρανός είναι πάντα μια διέξοδος»; Αυτό είναι από το πρώτο ποίημα, που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή:

….Ένα αχάραγο, πυκνό, μαύρο σύννεφο

κάθισε επάνω μου σαν πηχτό μολύβι

κι έκλεισε όλες τις εξόδους προς τον κόσμο.

……………………………………………..

Είναι η ώρα που θέλεις ν’ αναζητήσεις τον θεό

ακόμη κι αν είσαι άθεος. Κι ο κόσμος βαρύς

σαν τη μοναξιά και σαν τη θλίψη σου.

Γιατί το φως κι ο ανοιχτός ουρανός

είναι πάντα μια διέξοδος. 

 

Ελεύθερα, 14.8.2022.