Για τον Κώστα Σιλβέστρο η λύση στην Κύπρο είναι σαν τον Γκοντό: δεν έρχεται, άρα υπάρχει.

Σε ποιο άλλο σημείο του πλανήτη θα μπορούσε να βρει δικαίωση το θέατρο του παραλόγου αν όχι στην παρεμβαλλόμενη γραμμή του ΟΗΕ στην Κύπρο; Μια εκδοχή του «Περιμένοντας τον Γκοντό» στην κυπριακή διάλεκτο, ελληνική και τουρκική, στην ταράτσα του Σπιτιού της Συνεργασίας αποτελεί κάτι περισσότερο από μια ενδιαφέρουσα ιδέα: η φόρτιση του χώρου μοιάζει να ξεκλειδώνει εξ ορισμού το αινιγματικό σύμπαν και την παραληρηματική γλώσσα του Μπέκετ. Λίγο πριν αναχωρήσει για την Αθήνα για να σκηνοθετήσει όπερα για παιδιά σε παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής («Να μην και Θα»), ο Κώστας Σιλβέστρος σκοπεύει να μάς αφήσει να προβληματιζόμαστε με τη δίπρακτη ιλαροτραγωδία του Ιρλανδού νομπελίστα.

– Πόσο απέχει η δική σας προσέγγιση από το όραμα του Μπέκετ; Δεν πιστεύω πως ο πυρήνας της προσέγγισής μας απέχει από το όραμα του Μπέκετ. Άλλωστε, επέλεξα το συγκεκριμένο έργο ακριβώς επειδή μ’ ενδιαφέρει ο τρόπος που ο ίδιος ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το θέμα της αναμονής. Μια αναμονή άναρχη, που όσο διαρκεί τόσο προκαλεί τον δημιουργό που θα καταπιαστεί μαζί της να τη ζωντανέψει. Στην πραγματικότητα, όμως, ποτέ δεν ζωντανεύει. Κρατιέται ζωντανή μέσα στη στασιμότητά της. Τα έργα του Μπέκετ κουβαλούν από μόνα τους τα υλικά που επιτρέπουν τις γεωγραφικές μετακινήσεις, χωρίς να χρειάζονται περιττά σκηνοθετικά ή άλλα ευρήματα.

– Η δική σας ανάγνωση αντικατοπτρίζει τη γενικότερη απαισιοδοξία για τα πολιτικά τεκταινόμενα -ή την πολιτική στασιμότητα- στην Κύπρο; Οι ήρωες του έργου στερούνται μνήμης αλλά και ιστορικής συνείδησης. Ήταν ένας από τους λόγους που ήθελα οι πρωταγωνιστές να είναι συνομήλικοί μου, να έχουμε παρόμοια μνήμη απέναντι στα πολιτικά τεκταινόμενα. Από τη μια η γενιά που μεγαλώσαμε μ’ ένα «δεν ξεχνώ»- χωρίς να έχουμε καμιά μνήμη γι’ αυτό που να μην πρέπει να ξεχάσουμε- κι από την άλλη κάτι αντίστοιχο για τις τραυματικές εμπειρίες των θυλάκων. Καλούμαστε να μην ξεχάσουμε κάτι το οποίο δεν έχουμε ζήσει. Σίγουρα μέσα από την παράσταση, αλλά κι από το ίδιο το έργο αντικατοπτρίζεται τόσο η απαισιοδοξία όσο και η στασιμότητα της κυπριακής πραγματικότητας. 

 

– Είναι ένα πολυδαίδαλο έργο. Σε απασχόλησε το ενδεχόμενο η δική σας συγκεκριμένη ανάγνωση να το «καπελώσει»; Δεν πιστεύω ότι κείμενα με τέτοια δυναμική μπορούν να καπελωθούν. Πιθανότερο είναι να καπελωθούν απ’ την ίδια την πραγματικότητα που βιώνουμε, παρά από μια δική μας ανάγνωση. Αισθάνομαι πως δεν θα μπορούσα να βρω καταλληλότερο τρόπο να επικοινωνήσω το τι νιώθω για το κυπριακό πρόβλημα, πέρα απ’ το θέατρο του παραλόγου.

– Τι πιστεύεις ότι θα αποκομίσει ο θεατής; Αυτό είναι πάντοτε μια προσωπική υπόθεση. Αν με ρωτάς για το τι θα επιθυμούσα να συμβεί, αυτό θα ήταν σίγουρα η καθεμιά κι ο καθένας που θα παρακολουθήσει την παράσταση να εξαλείψει και την παραμικρή αμφιβολία που μπορεί να έχει για το ότι όλοι οι κάτοικοι αυτού του νησιού μπορούμε να συνυπάρξουμε χωρίς διαχωριστικές γραμμές. Θέλω μέσα από τη δουλειά μας να στείλουμε γι’ άλλη μια φορά το μήνυμα ότι αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ περισσότερα απ’ όσα μας χωρίζουν. Μπορούμε σίγουρα να φτιάξουμε όμορφα πράγματα μαζί και μπορούμε να εξοστρακίσουμε κάθε εμπόδιο στην επικοινωνία, ακόμη κι αυτό της γλώσσας. Όπως ακριβώς καταφέραμε εμείς να φτιάξουμε από κοινού μια παράσταση, σε μια περίοδο όπου οι δυσκολίες για μια δικοινοτική συνεργασία δεν ήταν λίγες.

– Ποιες ήταν οι σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε κατά την προετοιμασία; Σίγουρα τα μέτρα κατά της πανδημίας με τα σημεία διέλευσης κλειστά ήταν μια σοβαρή πρόκληση. Οι δυσκολίες ήταν πολλές αλλά με τη βοήθεια των ανθρώπων του θεάτρου Αντίλογος και του Σπιτιού της Συνεργασίας μπορώ να πω ότι τα προβλήματα μπορεί να λειτούργησαν τελικά κι ως προτερήματα. Οι καθημερινές συναντήσεις στη νεκρή ζώνη, για παράδειγμα, μάς έφεραν σε καθημερινή επαφή με την ενέργεια και το βάρος που φέρει η συγκεκριμένη τοποθεσία, ένα μέρος στο οποίο ο χρόνος σταμάτησε για τους ανθρώπους, όχι όμως για τη φύση που συνεχίζει να εξελίσσεται μιας και δεν γνωρίζει σύνορα. Ένα απόλυτα μπεκετικό μέρος θα έλεγα. Επίσης, η πρεμιέρα έχει ήδη αναβληθεί για τις 12 Μαΐου και αναμφίβολα αυτή η αναμονή κάτι προσθέτει στην ανάγκη μας να παρουσιάσουμε το συγκεκριμένο έργο.  Όσον αφορά στις προκλήσεις της σκηνοθετικής προσέγγισης, νομίζω ότι το να μιλάει κάθε ηθοποιός στη δική του διάλεκτο και ταυτόχρονα να επικοινωνούν και ν’ αλληλεπιδρούν σαν να μιλάνε την ίδια, ήταν ένα σημείο που έχρηζε ιδιαίτερου χειρισμού ώστε να μη χαθούν τα νοήματα. Γι’ αυτό τον λόγο δώσαμε ιδιαίτερη σημασία στις αναγνώσεις και στην ανάλυση του κειμένου.   

 

– Πώς γεμίζεις κενά όπως λ.χ. αυτά στη διανομή; Τι γίνεται με τον Πότζο και τον Λάκι; Ακριβώς επειδή ήθελα να επικεντρωθώ στους δυο βασικούς ήρωες και κατ’ επέκταση στις δύο ιστορικές κοινότητες του νησιού, αποφάσισα να μην εμφανίσω επί σκηνής τους υπόλοιπους ήρωες του έργου. Ο ρόλος του Πότζο και του Λάκι αποκτούν έναν αφαιρετικό και μάλλον αλληγορικό χαρακτήρα στην παράσταση μας. Στις στιγμές που εισβάλουν στο έργο εμείς θα έχουμε μια ηχητική «εισβολή», όχι ξεκάθαρα από έναν αφέντη κι έναν δούλο αλλά σίγουρα από μια μορφή εξουσίας που γεννά και γεννάται μέσα κι έξω από το ίδιο της το σώμα.

– Στην περίπτωση αυτή, ποιος θα έλεγες ότι είναι ο Γκοντό; Τον ίδιο Γκοντό περιμένει ένας Ελληνοκύπριος κι ένας Τουρκοκύπριος; Ο ίδιος ο Μπέκετ επέλεξε να μη δώσει καμία ερμηνεία για το ποιος τελικά είναι ο κύριος Γκοντό. Οι ήρωες του Μπέκετ αναμένουν καρτερικά τον Γκοντό ως τη «λύση» που θα δώσει νόημα στη ζωή τους, που θα τους λυτρώσει και που θα τους συμφιλιώσει με την ιδέα της ίδιας τους της ύπαρξης. Αυτό τον Γκοντό λοιπόν καρτερούμε κι εμείς, με τον ίδιο τρόπο Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, χωρίς να είμαστε σε θέση βέβαια να γνωρίζουμε ούτε το πρόσωπο, ούτε τις προθέσεις του.

– Με ποιον τρόπο το ασφυκτικό πλαίσιο της πανδημίας δημιουργεί συνθήκες ταύτισης με όσα απασχολούσαν τον Μπέκετ πριν από 70 χρόνια; Το θέμα της αναμονής πιστεύω ότι είναι σε απόλυτη ταύτιση με το σήμερα σε σχέση με τα της πανδημίας. Εδώ και ενάμιση χρόνο περίπου περιμένουμε να πάρουμε τις ζωές μας πίσω. Από την άλλη σκέφτομαι ότι κι η πανδημία να μην ήταν, πάλι κάτι θα περιμέναμε. Αυτό πιστεύω είναι που καθιστά το έργο διαχρονικό. Το ότι ο άνθρωπος πάντα περιμένει κάτι να έρθει αύριο, ξεχνώντας να ζήσει το εδώ και το τώρα.

– Πώς βλέπεις το αύριο του κυπριακού θεάτρου; Εύχομαι να δημιουργηθεί ένα Υφυπουργείο Πολιτισμού το οποίο θα έχει ως επίκεντρο του τον καλλιτέχνη. Να συναντήσουμε μέσα στο υφυπουργείο ανθρώπους με τους οποίους θα μπορούμε να συζητήσουμε για οράματα και ιδέες που θα πάνε το πεδίο του πολιτισμού μπροστά. Το θέατρο της χώρας μας χρειάζεται πολυχρωμία, ποικιλόμορφες, τολμηρές και απενοχοποιημένες φωνές που θα βρουν έδαφος ώστε να γεννήσουν νέες και πιο εξωστρεφείς  προτάσεις.

* Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» παρουσιάζεται κάθε Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 8μ.μ. στην ταράτσα του Σπιτιού της Συνεργασίας, 99251331