Ποιος θυμάται αλήθεια τον καθηγητή Λαπαβίτσα; Η ηγεσία του ΑΚΕΛ, πάντως, πολύ θα ήθελε να τον είχε ξεχάσει. Το όνομά του παραπέμπει άλλωστε σε ένα κυβερνητικό παρελθόν που οι περισσότεροι θα επιθυμούσαν να είχε ως διά μαγείας διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη. Ο κύριος καθηγητής ήταν ένθερμος υποστηρικτής της επιστροφής στη λίρα, μια θέση που το ΑΚΕΛ πρόβαλε δειλά μετά τον όλεθρο του 2013 αλλά πολύ σύντομα επέλεξε να ξεχάσει. Ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, μια πρόταση που το ίδιο εκφύλισε καθώς ποτέ δεν πείσθηκε για την αποτελεσματικότητά της. 

Αν σκαλίζω σήμερα παλιές ιστορίες, είναι γιατί από εκείνη την κρίση μέχρι την πρόσφατη κατάρρευση του Συνεργατισμού το κόμμα της Αριστεράς παραμένει στην ίδια κατάσταση ιδεολογικής και πολιτικής αμφισημίας: αναποφάσιστο, εκκρεμές και αμήχανο. Με το ένα πόδι στην κομμουνιστική (του) φαντασίωση και το άλλο στη σοσιαλδημοκρατική (του) πραγματικότητα. Στο Φεστιβάλ της ΕΔΟΝ, για παράδειγμα, το κόμμα αναβαπτίζεται στα επαναστατικά του ιδεώδη παπαγαλίζοντας τσιτάτα. Στην καθημερινή πολιτική πρακτική όμως αποδεικνύεται εντελώς ανίκανο να διατυπώσει μια συγκροτημένη αριστερή οικονομική πρόταση. Όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά γιατί φοβάται το εκλογικό κόστος. Είναι πολύ βολικό εξάλλου να το παίζεις π.χ. ΚΚΕ μόνο για να εκτονώσεις τον ιδεολογικό σου οίστρο. Θέλει κότσια να το μεταφράσεις αυτό σε πολιτική θέση γιατί αναπόδραστα θα γίνεις δυσάρεστος. Η περίπτωση Λαπαβίτσα και η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα είναι ένα τέτοιο παράδειγμα ρηξικέλευθης αριστερής οικονομικής πολιτικής. Την οποία φυσικά, όταν κατάλαβαν ότι απομάκρυνε τους ψηφοφόρους, εγκατέλειψαν κακήν κακώς.

Αλλά και τώρα, με τον Συνεργατισμό, δεν έγινε κάτι αντίστοιχο; «Ποιο είναι το Σχέδιο Β που προτείνετε;» τούς έριξε το γάντι ο Νικόλας Παπαδόπουλος. Και δεν έλαβε καμία απάντηση. Γιατί ενώ οι βουλευτές του ΑΚΕΛ είχαν να πουν πολλά (και δικαιολογημένα) για τους κακούς χειρισμούς της Κυβέρνησης Αναστασιάδη, για το «διά ταύτα» σώπαιναν. Τους εξυπηρετούσε η σύμπραξη ΔΗΚΟ – ΔΗΣΥ αφού τους έβγαζε από τη δύσκολη θέση να προτείνουν κάποιαν εναλλακτική. Τους τρόμαζε δε η ιδέα να μην περάσει η κυβερνητική πρόταση, γιατί ήξεραν πως το τσουνάμι της λαϊκής οργής θα τους παρέσυρε κι εκείνους. 

Αυτός είναι ο λόγος που στην τωρινή, εξαιρετικά αρνητική, συγκυρία για την Κυβέρνηση το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης στέκεται αμήχανο απέναντι στα γεγονότα. Δεν είναι σε θέση να κεφαλαιοποιήσει την απαξίωση προς την κυβέρνηση Αναστασιάδη γιατί δεν έπεισε ακόμα ότι διαθέτει «Σχέδιο Β». Δεν αρκεί να κάνεις μόνο κριτική και να ψέγεις την κακή διαχείριση των άλλων. Οι πολίτες θέλουν να γνωρίζουν τι διαφορετικό θα έκανες εσύ εάν είχες την εξουσία. Τα διαπιστωτικά του τύπου «πώς φτάσαμε ώς εδώ» είναι δουλειά των δημοσιογράφων. Οι πολιτικοί κρίνονται από τα έργα τους. 

Το πιο εύκολο για την ηγεσία του ΑΚΕΛ είναι να συνεχίζει να κοροϊδεύει τον εαυτό της ότι ακόμα πληρώνει την κακή διακυβέρνηση Χριστόφια. Όσο και να ισχύει αυτό (είναι νωπές οι μνήμες του Μαρί και του στραπάτσου της οικονομίας), η πραγματικότητα είναι ότι οι πολίτες έχουν πια στο στόχαστρο τους σημερινούς κυβερνώντες. Εάν το ΑΚΕΛ θέλει να το πάρουμε στα σοβαρά, θα πρέπει να εγκαταλείψει τις ερμαφρόδιτες πολιτικές και να ξεκαθαρίσει επιτέλους τι είδους αριστερό κόμμα θέλει να είναι. 

[email protected]