Το πρώτο βήμα για εξαγγελία της υποψηφιότητάς του έκανε την Πέμπτη στην παλιά Λευκωσία ο νομικός Αχιλλέας Δημητριάδης. Μέσα στα πολλά νεοφανή περί διαφάνειας και καταπολέμησης της διαφθοράς, ψηφιακής διακυβέρνησης και σεβασμού στο περιβάλλον, ο νέος Βασιλείου (ας μας επιτραπεί ο όρος) επανέλαβε την εμμονή του στη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία και στη σύσταση μιας «Επιτροπής Αλήθειας» στο μοντέλο της Νότιας Αφρικής. Το τελευταίο είναι πρόταση που επαναλαμβάνει διαρκώς ο Αχιλλέας Δημητριάδης, χωρίς ωστόσο να εξηγεί τι ακριβώς συνέβη στη Νότια Αφρική με την περιβόητη «Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης» (TRC) και τι αποτέλεσμα είχε το εύηχο αυτό κατασκεύασμα.

Κατ’ αρχάς, ο κύριος Δημητριάδης αποφεύγει να επισημάνει πως η «Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης» δημιουργήθηκε στη Νότια Αφρική το 1996, χρόνια μετά την κατάργηση του Απαρτχάιντ και ενώ είχαν διαλυθεί οι θεσμοί της δουλείας, των διακρίσεων, της αποικιοκρατίας που βασάνιζε κυρίως τους μαύρους γηγενείς. Ιδρύθηκε και εξελίχθηκε υπό την ηγεσία τριών πολέμιων του Απαρτχάιντ, τον πρόεδρο Νέλσονα Μαντέλα, τον αρχιεπίσκοπο Ντέσμοντ Τούτου και τον Άλεξ Μπόραιν. 

Η «Επιτροπή» ξεκίνησε ακροάσεις το 1996, αναζητώντας μαρτυρίες και θύματα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μα και προσφέροντας αμνηστία σε όσους εγκλημάτησαν εναντίον των ιθαγενών και μπόρεσαν να εκφράσουν τη μεταμέλειά τους. Δημόσιες ακροάσεις έγιναν στο Κέιπ Τάουν, στο Γιοχάνεσμπουρκ και στο Ράντμπουργκ και μέχρι το τέλος των ακροάσεων το 2003, βρέθηκαν περισσότερα από 19.000 θύματα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ 2.975 εντοπίστηκαν μέσω των αιτήσεων για αμνηστία. 5.392 αιτήσεις απορρίφθηκαν και εγκρίθηκαν μόλις 849.

Η «Επιτροπή» της Νότιας Αφρικής επικεντρώθηκε στη «συμφιλίωση» και έτσι προέκυψε η σύγκριση (και η έντονη αντίθεση) με τη δίκη της Νυρεμβέργης ή άλλα μέτρα για την «αποναζιστοποίηση» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πάντως, όλες οι προσπάθειες είτε με σκοπό την αποκατάσταση είτε με σκοπό την τιμωρία, έγιναν μετά την πολιτική αλλαγή και όχι πριν, όπως επιχειρεί να πράξει ο επίδοξος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αχιλλέας Δημητριάδης. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσπάθεια για συμφιλίωση άρχισε μετά την κατάρρευση του Απαρτχάιντ, μετά την αποφυλάκιση του Νέλσον Μαντέλα, μετά την αναγνώριση των Μαύρων Αφρικάνων ως πλειοψηφία στη χώρα.

Φυσικά, δεν συζητάμε για τα ίδια μεγέθη ή για τις ίδιες καταστάσεις, μα είναι πιο δεοντολογικό να παραθέτει επακριβώς τα γεγονότα ο κ. Δημητριάδης, παρά να λέει απλώς πως θα φτιάξουμε «Επιτροπή Αλήθειας» στη θέση της «Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους». Έπρεπε να εξηγεί ότι το 1998, σύμφωνα με έρευνα του νοτιοαφρικανικού Κέντρου για τη Μελέτη της Βίας και της Συμφιλίωσης, αρκετές εκατοντάδες θύματα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια του Απαρτχάιντ, ένιωθαν πως η «Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης» απέτυχε να εφαρμόσει τη συμφιλίωση μεταξύ λευκών και μαύρων. Πίστευαν πως η δικαιοσύνη ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμφιλίωση παρά εναλλακτική και πως η «TRC» πήρε θέση υπέρ των θυτών. Ως αποτέλεσμα, αρκετά θύματα προτίμησαν την οδό της δικαιοσύνης παρά της εύθραυστης συμφιλίωσης, στις αρχές του 2000. 

Εν τέλει, για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή και οι Νοτιοαφρικάνοι ξέρουν πολύ καλά τι σημαίνει αυτό. Μια «Επιτροπή Αλήθειας» δεν φέρνει την άνοιξη, όσες αμνηστίες κι αν προσφέρει στους εγκληματίες των όποιων απαρτχάιντ -μέχρι κι ο ντε Κλερκ αξίωσε αμνηστία, αρνούμενος ότι υλοποίησε την πολιτική των διακρίσεων. Κατά το παράδειγμα, λοιπόν, της νοτιοαφρικανικής Επιτροπής, καθίσταται πολύ επικίνδυνο στην Κύπρο να προηγηθεί η «συμφιλίωση» από τη δικαιοσύνη και η αμνηστία από την τιμωρία -αυτό δηλαδή που επιχειρείται, εδώ και χρόνια, χωρίς ευφάνταστες επιτροπές. Τι περιμένεις, όμως, από ανθρώπους που προτάσσουν ένα νέο απαρτχάιντ, μια ρατσιστική λύση, αυτοπροτεινόμενοι ως κύριοι εκφραστές της ειρήνης και της αλήθειας; Υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη;