Ζούμε σε μια περίοδο απόλυτης τοξικότητας σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου βίου. Ένα φαινόμενο που πιθανόν να αποτελεί απόρροια της εποχής της παντοκρατορίας των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, όπου κυριαρχεί η τάση των παράλληλων μονολόγων, οι οποίοι ποτέ δεν συναντώνται. Ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο ευδοκιμεί η κουλτούρα της κουφαμάρας – όχι της παθολογικής, αλλά της εγωιστικής. Είναι η τάση του να μιλάς χωρίς να ακούς.
Ο δημόσιος διάλογος μετατρέπεται σε πεδίο μάχης, όπου οι λέξεις και το ύφος εκτοξεύονται σαν ρουκέτες εντυπώσεων. Το αποτέλεσμα είναι μια ατμόσφαιρα θολή από το «ττόζι», τη σκόνη που σηκώνουν οι εκρήξεις αυτών των μονολόγων, οι οποίοι εκτοξεύονται αλόγιστα σε ένα τοπίο όπου η λογοδοσία, σε μεγάλο βαθμό, απουσιάζει.
Είναι αυτές οι «λεγεώνες των ηλιθίων» στις οποίες αναφέρθηκε ο Ουμπέρτο Έκο, που κυριαρχούν πλέον στον δημόσιο χώρο, όπου ο όχλος υπερκαλύπτει κάθε φωνή λογικής και η ψυχολογία του πλήθους επικρατεί έναντι της ατομικής ευθύνης.
Το σκηνικό αυτό διαμορφώνει, σε μεγάλο βαθμό, και την πολιτική πραγματικότητα. Όπως φάνηκε στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, η κοινωνία διακατέχεται από ένα διάχυτο και απροσδιόριστο θυμό απέναντι στους πολιτικούς και τους κατόχους δημόσιων αξιωμάτων. Ιδιαίτερα απέναντι στα κόμματα και τους φορείς που έχουν ταυτιστεί στη συνείδηση των πολιτών με το «σύστημα». Αυτός ο θυμός εκφράζεται και στην κάλπη, διαμορφώνοντας μια εκλογική συμπεριφορά που δεν καθοδηγείται από πολιτικά κριτήρια, αλλά από αποστροφή και αντίδραση.
Πρόκειται για συνέπεια της τοξικότητας που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο, σε συνδυασμό με τη διαρκώς αυξανόμενη αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας. Μια σύνθετη εξίσωση, που απαιτεί εξίσου σύνθετες και ουσιαστικές απαντήσεις.
Η κοινωνία σκέφτεται και λειτουργεί πλέον διαφορετικά. Η ρευστότητα που χαρακτηρίζει το πολιτικό σκηνικό αποτελεί συνέπεια αυτής της νέας πραγματικότητας.
Στο φόντο αυτών των εξελίξεων, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στο κανάλι Plus, δήλωσε μεταξύ άλλων ότι «ο μηδενισμός, η τοξικότητα και η πλήρης απαξίωση δεν βοηθούν τα κόμματα που ακολουθούν τέτοιες προσεγγίσεις».
Επισήμανε επίσης πως «αυτό που γίνεται δεν επιφέρει πολιτικά οφέλη στα κόμματα που ασκούν κριτική με αυτόν τον τρόπο».
Προφανώς, με τις δηλώσεις αυτές θέλησε να στείλει μηνύματα τόσο προς τα κόμματα όσο και προς όλους εκείνους που, μέσα από επώνυμους ή ανώνυμους λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καλλιεργούν ένα κλίμα τοξικότητας που τελικά λειτουργεί καταστροφικά- και για τους ίδιους.
Ορθά επισημαίνει, επίσης, ότι η υπερβολική κριτική και η τοξικότητα ενδέχεται να επιφέρουν πολιτικό κόστος και στον ίδιο, αλλά ταυτόχρονα ενισχύουν όλους εκείνους που εμφανίζονται ως αντισυστημικοί ή «εκτός πλαισίου».
Το έχουμε δει, το έχουμε ζήσει -και συνεχίζουμε να το ζούμε.
Ο Πρόεδρος υπενθύμισε ότι «τον Μάιο του 2026 έχουμε βουλευτικές εκλογές, όχι προεδρικές», τονίζοντας παράλληλα ότι «η κυβέρνηση θα κριθεί το 2028», ενώ «το 2026 θα κριθούν τα κοινοβουλευτικά κόμματα – και αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η προεκλογική περίοδος δεν άρχισε πρόσφατα, αλλά ήδη από την 1η Μαρτίου 2023 – την επομένη της ανάληψης της Προεδρίας. Και όπως υποστηρίζει, «στη δική μας περίπτωση, δεν είναι κάτι που μας απασχολεί, ό,τι κι αν λέγεται, ό,τι κι αν γράφεται».
Η τοξικότητα στον δημόσιο διάλογο δεν είναι απλώς ένα επικοινωνιακό φαινόμενο. Από την εξίσωση δεν εξαιρείται ούτε ο ίδιος, αλλά ούτε και τα στελέχη της Κυβέρνησης. Η ευθύνη για την πολιτική απαξίωση, βαραίνει όλους.
Είναι μια βαθύτερη παθογένεια που διαβρώνει την πολιτική κουλτούρα, θολώνει τη λογική κρίση και ενθαρρύνει τη ρηχότητα και την πόλωση. Από την άλλη, η αποπολιτικοποίηση των πολιτών συνιστά εξίσου σοβαρή απειλή, καθώς στερεί από τη Δημοκρατία το πιο βασικό της θεμέλιο: τον ενημερωμένο, ενεργό και υπεύθυνο πολίτη.