Η ανθρωπότητα που κάποτε ήταν, κατά τον Όμηρο, θέαμα για τους θεούς του Ολύμπου, τώρα έχει γίνει θέαμα για τον εαυτό της. Η αλλοτρίωσή της έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που την οδηγεί να βιώνει την ίδια της την καταστροφή σαν αισθητηριακή απόλαυση πρώτου μεγέθους.

Ωραίο απόσπασμα αυτό, αλλά δεν είναι δικό μου. Το αναφέρει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο γνωστό του δοκίμιο «Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας». Αξίζει να πούμε ότι γράφτηκε το 1935 σε μια Γερμανία όπου ο ναζισμός βρισκόταν ήδη σε μεγάλα ντουζένια. Με αυτό θέλω να πω ότι δεν έχουμε πάρει τώρα την κατιούσα, αλλά είναι μια εξελικτική πορεία, πότε κυκλική, πότε σπειροειδής, όμως αρκετά προβλέψιμη και σχεδόν προδιαγεγραμμένη.

Ζούμε και πάλι σε μια εποχή που η πυκνότητα στο σκοτάδι και τη θολούρα που μας περιβάλλει είναι τέτοια που την κόβεις με το μαχαίρι. Πολλά απάγκια ελπίδας δεν μάς απέμειναν, οπότε στρεφόμαστε, σχεδόν ενστικτωδώς, στους ποιητές και στους στοχαστές, περιμένοντας τουλάχιστον απ’ αυτούς να ανοίξουν μια χαραμάδα φωτός. Αντ’ αυτού, κυριαρχεί μάλλον μια σιγή ασυρμάτου από εκείνους που, υποτίθεται, ότι έχουν το χάρισμα να μεταστοιχειώνουν το άναρθρο σε λόγο και το άμορφο σε εικόνα. Οι πλείστοι ποιητές σήμερα μοιάζουν να αποσύρονται σε μια ιδιωτεία, επιλέγοντας να μην παρέμβουν, να μην αρθρώσουν φωνή- κραυγή απένατι στα μεγάλα και αμείλικτα ερωτήματα του καιρού μας.

Σαν να μη φτάνει αυτό, βλέπουμε κάποιους από αυτούς, αντί να στέκονται απέναντι στο σκοτάδι, να συμβάλουν ενεργά στη διόγκωσή του. Να αναπαράγουν το ίδιο πλέγμα από προκαταλήψεις, θρησκοληψίες και μικροπολιτικές ιδιοτέλειες, που στραγγαλίζει τη δημόσια σφαίρα. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η ποίηση κινδυνεύει έτσι να καταντήσει προέκταση του ίδιου συστήματος αδράνειας και σκοταδισμού. Όμως, ποτέ δεν κινδυνεύει η ποίηση. Εμείς κινδυνεύουμε.

Συνήθως αποφεύγω να σχολιάσω απευθείας αναρτήσεις στα ΜΚΔ, κυρίως γιατί ένα ξεροκέφαλο κομμάτι του εαυτού μου αρνείται ακόμη δονκιχωτικά να νομιμοποιήσει την κυριαρχία τους στον δημόσιο διάλογο. Ελατήριο, όμως, για το σημερινό κείμενο είναι μια ανάρτηση στο Facebook του Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδη, οικονομολόγου, λογοτέχνη και τέως προέδρου της (κακοπαθημένης) Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου, o οποίος καταλογίζει στον μείζονα ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη ότι σε 4 ποιήματά του «εκθέτει τον άνθρωπο Χριστό, την Παναγία και αγίους».

Η ανάρτηση δεν είναι απλώς μια κριτική σε ποίημα ή μια αισθητική διαφωνία, αλλά φτάνει στο επίπεδο της καταγγελίας και ζητά από τον Αρχιεπίσκοπο (;) και τις Ακαδημίες Αθηνών και Κύπρου να αντιδράσουν. Δεν διατυπώνει την όποια, θεμιτή, ενόχλησή του με σεβασμό στην ποιητική ελευθερία, όπως θα ταίριαζε σ’ έναν λογοτέχνη, αλλά τοποθετεί τον εαυτό του στη θέση ενός «θεματοφύλακα του ήθους».

Η ανάρτηση δεν έχει τόση σημασία ως μεμονωμένο γεγονός. Αποκτά όμως βαρύτητα ως σύμπτωμα. Μια λεκτική «καταγγελία» για βλασφημία, που επικαλείται θεσμούς και εκκλησιαστικές αρχές να επιληφθούν, ανασύρει στο προσκήνιο ένα ερώτημα σχεδόν τόσο παλιό όσο και η ίδια η ποίηση: ποια είναι τα όριά της όταν αγγίζει το ιερό; Αν ο Χαραλαμπίδης, ένας ποιητής που δεν χρειάζεται θρησκευτικά ή εθνικά διαπιστευτήρια, φτάνει να κατηγορείται για «αμετρία», τι έπεται; 

Πίσω από τέτοιες αντιδράσεις δεν μπορεί να βρίσκεται η γνήσια ευλάβεια, αλλά μια νεοθρησκοληπτική αγωνία να περιφρουρηθεί το δόγμα ακόμη και απέναντι στην τέχνη. Άλλωστε, η ευλάβεια φωτίζει· η θρησκοληψία σκοτίζει. Αποτελεί, εξάλλου, κανόνα πως όσοι  καταγγέλλουν βλασφημίες, σπανίως ενδιαφέρονται για τον ποιητικό λόγο καθαυτό. Πιο πολύ τους καίει να επιβάλουν όρια, να υπερασπιστούν μια συλλογική «τάξη» που απειλείται από τη φαντασία.

Η παρέμβαση, λοιπόν, αυτή πυροδότησε –έστω σε περιορισμένα διαδικτυακά περιβάλλοντα– μια συζήτηση που αξίζει να ιδωθεί πέρα από το πνεύμα της φιλολογικής αντιπαράθεσης. Το ανησυχητικό δεν είναι η προσωπική θέαση του Ιωσηφίδη, αλλά ότι τέτοιας ποιότητας παρεμβάσεις βρίσκουν ευήκοα ώτα και δημιουργούν κλίμα λογοκριτικής καχυποψίας. Προφανώς, στα πλείστα από τα ώτα αυτά, η ίδια η ποίηση δεν έχει ιδιαίτερη πέραση- για να το θέσω κομψά. Πέρα από αυτό, όμως, το πρόβλημα με την ανάρτηση δεν είναι ότι εκφράζει θρησκευτική ενόχληση, αλλά ότι σπέρνει κλίμα δίωξης και αποκλεισμού.

Δεν νοείται ποίηση με προληπτικά φίλτρα και κανονισμούς. Αλίμονο αν οι ποιητές αρχίσουν να γράφουν με φόβο μην ενοχλήσουν τους «φρουρούς του ήθους». Ακόμη περισσότερο αν αυτοί προσδίδουν στον εαυτό τους και την ιδιότητα του ποιητή. Όταν, λοιπόν, προσφέρεις πεδίο για διαδικτυακό λιντσάρισμα και για σχόλια που κατακεραυνώνουν έναν ποιητή με πρόσχημα την «προσβολή του θρησκευτικού αισθήματος», σε ένα περιβάλλον όπου οι απλοϊκές βεβαιότητες θεωρούνται ασφαλέστερες από τον δημιουργικό προβληματισμό, τότε στρώνεις το χαλί στον σκοταδισμό και ευλογείς την ευρύτερη κοινωνική στροφή προς αυτόν. Μάλλον, δεν είναι τυχαίο ότι οι ίδιες κοινότητες που μπορεί να καταγγέλλουν ένα ποίημα ως «βλάσφημο» ανέχονται χωρίς αντιδράσεις την προσβολή της ίδιας της ζωής και της αξιοπρέπειας.

Τα κοινωνικά δίκτυα, που θα μπορούσαν να είναι χώροι πολυφωνίας, λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές απλουστευτικών κραυγών. Το θυμικό υπερισχύει του στοχασμού, η αγανάκτηση της κατανόησης. Ζούμε σε μια εποχή υπερπληροφόρησης, όπου οι αλγόριθμοι επιβραβεύουν τον θυμό και την αγανάκτηση κι έτσι κάθε «καταγγελία» αποκτά αμέσως μεγαλύτερη απήχηση από την ψύχραιμη σκέψη. Σ’ αυτό το κλίμα, ο εθνολαϊκισμός και η συνωμοσιολογία βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, ντύνονται με τον μανδύα του «παραδοσιακού ήθους» και επιτίθενται σε ό,τι διαφέρει, σε ό,τι διαταράσσει τη βολική άπνοια. Η ποίηση, αν έχει ακόμη λόγο ύπαρξης σήμερα, είναι ακριβώς για να αντισταθεί σ’ αυτή την κατρακύλα.

Αν όμως η ποίηση δεν έχει το δικαίωμα να αναμετρηθεί με το θείο, το ανθρώπινο, το αμφιλεγόμενο, τότε ποιος είναι ο ρόλος της; Να επαναλαμβάνει κοινοτοπίες; Να υπηρετεί τον ηθικισμό; Αν κάτι χρειαζόμαστε σήμερα είναι να θυμηθούμε ότι ο κόσμος δεν σώζεται με κηρύγματα, αλλά φωτίζεται μέσα από ρωγμές, σαν αυτές που ανοίγει η δημιουργία.

Ελεύθερα, 14.9.2025