Το κράτος μας, η Κυπριακή Δημοκρατία, συμπληρώνει φέτος 65 χρόνια ζωής. Μια πορεία δύσκολη, ανηφορική, κατά την οποία απέδειξε, αποδεικνύει ότι αντέχει και επιβιώνει. Το κράτος προέκυψε ως αποτέλεσμα των γεωπολιτικών δεδομένων, σε μια δύσκολη διεθνώς περίοδο. Δεν ήταν το αποτέλεσμα και το τέλος της διαδρομής, η δικαίωση των αγώνων, αλλά όπως αποδείχθηκε, άνοιγε την πόρτα για συνεχείς περιπέτειες.
Οι Συμφωνίες περιόριζαν την ανεξαρτησία και «απαγόρευαν» την αυτοδιάθεση. Ήταν ένα μοντέλο τριπλής κυριαρχίας με συνταγματικές ρυθμίσεις, οι οποίες προδιέγραφαν αδιέξοδα και συγκρούσεις. Κι αυτό ήταν επιλογή γεωπολιτικού χαρακτήρα, που καθόριζε την πορεία της χώρας. Κράτος ανεξάρτητο, αλλά με εξαρτήσεις. Κράτος ελεύθερο, με πολλά βαρίδια. Κράτος «κανονικό», με περιορισμούς. Επιβλήθηκε μια έξωθεν λύση. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, τέτοιες λύσεις δεν είναι βιώσιμες.
Ένα κράτος με «κηδεμόνες», φανερούς και κρυφούς. Η Βρετανία είχε ξεκάθαρους στόχους, τους οποίους υπηρετεί μέχρι σήμερα. Όλες οι δράσεις του Φόρεϊν Όφις στο Κυπριακό διαχρονικά επιχειρούν να διασφαλίσουν τον μεταποικιακό ρόλο της χώρας στην Κύπρο. Αλλά και η Τουρκία είχε εξαρχής ξεκάθαρους στόχους. Υπενθυμίζεται ότι στην απόρρητη έκθεση του Νιχάτ Ερίμ προς τον Τούρκο Πρωθυπουργό, Αντνάν Μεντερές, στα τέλη του 1956, ο Ερίμ είχε αναφέρει πως «η ιδέα της διχοτομήσεως έχει συζητηθεί και μελετήθηκε σε ορισμένες μυστικές, επίσημες και ανεπίσημες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Τουρκίας, της Ελλάδος, της Αγγλίας και της Αμερικής». Υποστηρίζει δε πως «η Ελλάδα δέχθηκε παραχώρηση ενός στενού διαδρόμου στο βορείο μέρος του νησιού». Από τότε, όπως αναφέρεται, η Άγκυρα σχεδίαζε την αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα του νησιού και επιδίωκε τον διαχωρισμό.
Ο καθηγητής Βασίλης Φούσκας, στο βιβλίο του «Το Μελάνωμα της Κύπρου» (σελ.53), γράφει ότι «η γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης για το Κυπριακό δεν ήταν γραμμή που αντλείτο από τα συμφέροντα των Κυπρίων και των γεωπολιτικών συμφερόντων του ελληνικού κράτους, κάτι που συνέβαινε με την περίπτωση της Τουρκίας αλλά, πρωτίστως, από μια πολιτική υποτελούς παραχώρησης στις εμπλεκόμενες δυνάμεις του ΝΑΤΟ και ό,τι περισσέψει γίνεται Ελληνικό».
Όλα αυτά αναφέρονται επειδή είναι σαφές ότι η στρατηγική του άξονα- Βρετανία, Τουρκία και ΗΠΑ- διαμόρφωσε από το 1974 και μετά ένα πλαίσιο, το οποίο στηριζόταν στη μεταποικιακή λογική. Ένα πλαίσιο, το ίδιο διαχωριστικό με τις Συμφωνίες του 1960, θεωρώντας πλέον ως τετελεσμένο το αποτέλεσμα της παράνομης εισβολής και κατοχής. Ότι, δηλαδή, η όποια συμφωνία θα στηρίζεται στον γεωγραφικό, εδαφικό διαχωρισμό. Αυτά θεωρούνται και από τους διάφορους τρίτους, «κεκτημένο» της τουρκικής πλευράς, που για να μπορέσει- όπως υποστηρίζουν- να διασφαλίσει τα «λάφυρα του πολέμου», θα πρέπει να εξασφαλίσει μέσα από μια συμφωνία, ενισχυμένα σε όλα τα επίπεδα «δικαιώματα». Δικαιώματα που θέλουν να λειτουργούν σε βάρος εκείνων της ελληνικής πλευράς. Αυτό ανατρέπεται μέσα από την ανάδειξη του γεωπολιτικού ρόλου, που μπορεί να διαδραματίσει η χώρα και τη σημασία, να είναι κράτος χωρίς εξαρτήσεις. Χωρίς την παρουσία της Τουρκίας.
Αυτό το κράτος είναι το όχημα επιβίωσης μας. Είναι το ισχυρότερο όπλο που διαθέτουμε. Και κατά καιρούς το αξιοποιήσαμε στο έπακρο. Το αξιοποιούμε σήμερα με γεωπολιτική στόχευση. Είναι αγκάθι για την Τουρκία, η οποία μανιωδώς πολεμά την Κυπριακή Δημοκρατία. Την πολεμά επειδή αποτελεί εμπόδιο στις επεκτατικές της βλέψεις. Λάθη έγιναν και μάλιστα από την αρχή. Δεν πίστεψαν οι πρωταγωνιστές, αλλά και ο λαός, σε αυτό το κράτος. Δεν το αγάπησε. Αργά αντιλήφθηκαν πόσο σημαντικό είναι. Γι αυτό και αυτό το κράτος θα πρέπει να το προστατεύουμε, γιατί χωρίς αυτό η επιβίωσή μας θα φαντάζει δύσκολη.
Δυστυχώς αυτό το κράτος χρησιμοποιήθηκε από διάφορους για να πλουτίσουν. Άλλοτε, με τη σημαία μας να είναι πρώτης ευκαιρίας και είσπραξης χρήματος. Άλλοτε, τα διαβατήρια με… χρυσό περιτύλιγμα χρησιμοποιούνταν για διαδρομές διαφθοράς. Όλοι εκείνοι, που έχουν εμπλακεί σε όλα αυτά έχουν μια ικανότητα να κτυπούν «χρυσοφόρες φλέβες». Και έχουν μια έφεση να βρίσκουν τους διαδρόμους του χρήματος. Και λειτούργησαν σε βάρος της Κύπρου. Υπονομεύουν το κράτος, όπως υπονομεύεται και από τρίτους παράγοντες, με διαφορετικά κριτήρια και στοχεύσεις. Αλλά το υπονομεύουν.