Όλα αυτά τα χρόνια που υφίσταται το Κυπριακό, όχι μόνο τα 44 μετά την εισβολή αλλά και πολύ πριν, αρκετά άλλαξαν και πολύ περισσότερα έμειναν ίδια. Ένα σημείο παραμένει αναλλοίωτο, όμως, που εμπεριέχεται σε κάθε φιλοσοφία, προσπάθεια, ιδέα και σχέδιο λύσης: Ο ρατσισμός. Οι Κύπριοι δεν χαρακτηρίζονται ποτέ ως τέτοιοι, αλλά πάντα με ένα ξεχωριστό πρόθεμα: «Ελληνο-» είτε «Τουρκο-». Το πρόβλημα προκύπτει από το ότι αυτό δεν γίνεται με σκοπό να προσδιορίσει απλώς την καταγωγή, αλλά να θέσει μια σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους ανθρώπους του τόπου. Απώτερος στόχος –γνωστός και ομολογημένος, αλλά που συνεχώς παραγνωρίζεται– είναι η συντήρηση του προβλήματος στο διηνεκές, εφόσον εξυπηρετεί συμφέροντα τρίτων – όλοι γνωρίζουμε καλά ποιων.

Όλες οι προσπάθειες λύσης ως τώρα ακολουθούν πιστά αυτό το διχαστικό μονοπάτι, το οποίο εκ φύσεως είναι αδύνατον να είναι κάτι άλλο, να οδηγήσει δηλαδή σε σύγκλιση. Σε καθετί τονίζονται οι διαφορές στην καταγωγή, στη γλώσσα, στη θρησκεία, στον πολιτισμό, πάνω στις οποίες σχεδιάζεται μια κοινή, υποτίθεται, πατρίδα. Η λέξη «επανένωση» είναι άνευ περιεχομένου εφόσον, πέρα από προσωπικές, στις περισσότερες περιπτώσεις, σχέσεις, το στοιχείο του διαχωρισμού ήταν ανέκαθεν κυρίαρχο. Την Τρίτη το βράδυ ο Πρόεδρος το επιβεβαίωσε μιλώντας για «ανησυχίες» –όχι των Κυπρίων, αλλά άλλες των Ελληνοκυπρίων και άλλες των Τουρκοκυπρίων– οι οποίες πρέπει να κατευναστούν. Τι ανησυχίες; Στο αν οι μεν θα επιβάλλονται στους δε, οι οποίοι ορίζονται από την καταγωγή κ.λπ. και όχι από τις ιδέες, τις απόψεις, την πολιτική και κοινωνική τοποθέτηση.
 
Με δυο λόγια, ο ρατσισμός συνεχίζει να αποτελεί τη βάση και το σκεπτικό των προσπαθειών για να ξεπεραστούν τα αδιέξοδα, στα οποία παραδέχθηκε πως οδηγηθήκαμε ο Πρόεδρος. Με τη διαφορά, όμως, πως ακριβώς αυτή η ρατσιστική βάση είναι η αιτία των αδιεξόδων. Άμα δεν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, άμα δεν μπορούμε να δούμε πως, όσο θα είμαστε «εμείς» και «οι άλλοι», ποτέ δεν πρόκειται να γίνουμε στ’ αλήθεια «Όλοι Εμείς». Δυο περιοχές ή κρατίδια, συνιστώντα, ομόσπονδα ή κάτι άλλο, με λιγότερη ή περισσότερη αυτονομία, πάντα θα είναι δύο και ποτέ ένα. Είτε υπάρχει η απαίτηση για μία θετική ψήφο στις αποφάσεις είτε όχι, συντηρείται η καχυποψία και όχι μόνο δεν θα λύσουμε τίποτα, αλλά θα μπλέξουμε κι άλλο τα πράγματα, χωρίς προοπτική διόρθωσης.
 
Η ανοχή δεν μας απαλλάσσει από τη συνενοχή, πολύ περισσότερο δεν μας λυτρώνει από τις τοξικές επιρροές της Τουρκίας. Το πρόθεμα «Τουρκο-», της παρέχει φαινομενικά τη νομιμοποίηση να «ενδιαφέρεται» για τους «συμπατριώτες», ενώ το άλλο πρόθεμα, «Ελληνο-», της προσφέρει τη δικαιολογία της εξισορρόπησης δυνάμεων, του αντίπαλου δέους. Και επειδή το ανήκειν είναι από αυτά που βρίσκουν ισχυρή ανταπόκριση στην ανθρώπινη ψυχολογία, κάθε προσπάθεια παραμερισμού αυτού του εξόφθαλμα ρατσιστικού στοιχείου πέφτει σε τοίχο. Το αδιέξοδο, κύριε Πρόεδρε, το χτίσαμε μόνοι μας και συνεχίζουμε να το συντηρούμε· είμαστε σαν το χάμστερ που τρέχει στη ρόδα, ελπίζοντας (μάταια) να φτάσει κάπου.
 
chrarv@phileleftheros.com