Η φράση κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα που θα πρέπει κατά την άποψή μου να αντηχεί στον ακαδημαϊκό αλλά και νομικό κόσμο της Κύπρου πρέπει να είναι η εξής: «Θα πρέπει κάποια στιγμή να τελειώνουμε με τα αυτονόητα για να πάμε και στα δύσκολα..». Και εξηγούμαι. Όταν ένα κράτος είναι αφοσιωμένο σε έναν αγώνα λύσης του εθνικού του ζητήματος εδώ και σαράντα εφτά χρόνια, αρκετά εύκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί ότι, κάτι παραπάνω από 3 ολόκληρες γενιές ανθρώπων έχουν αποστραγγίσει κάθε νομικό, συνταγματικό, πολιτικό, φιλοσοφικό και διπλωματικό σύγγραμμα το οποίο θα μπορούσε να καταστεί βοηθητικό κι ενισχυτικό στην όλη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού ζητήματος. Αφού όμως το Κυπριακό παραμένει άλυτο για διάφορους λόγους, αν μη τι άλλο, το τι θα έπρεπε να κληροδοτήσουμε στις ελεύθερες περιοχές, είναι μια κοινωνία η οποία, έχοντας ή μη, σχέση με τον νομικό κόσμο, θα έπρεπε τουλάχιστον να έχει κατακτήσει τη στοιχειώδη ¨νομική αντίληψη¨. Υπό την έννοια αυτή, η οποία νομίζω αποτελεί έλλογο και απλό συμπέρασμα, αναρωτιέμαι τον λόγο που περιμένουμε από το ίδιο κράτος που δεν αντιλαμβάνεται νομικά αντικείμενα και παραβιάζει ανθρώπινα δικαιώματα, να λύσει ένα δύσκολο και περίπλοκο ζήτημα.

Στο σημείο αυτό για να γίνει πιο κατανοητό το περιστατικό παραβίασης, αναφέρω το εξής απλό: Ο κάθε άνθρωπος που ζει σε ένα κράτος, για λόγους επιβίωσης κυρίως, έχει μία δουλειά και μαζί με αυτήν, αποκτά και την ανάλογη ιδιότητα, άλλος εργολάβος, άλλος δάσκαλος, άλλος ιδιωτικός υπάλληλος, δημόσιος, και πάει λέγοντας. Το ότι κάποιος άνθρωπος έτυχε να αποκτήσει την ιδιότητα Υπουργού σε ένα κράτος, δεν τον κάνει λιγότερο ή περισσότερο άνθρωπο/πολίτη από τους υπόλοιπους που έχουν διαφορετική ιδιότητα. Όταν λοιπόν, ένας άνθρωπος πιστεύει ότι έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον κάποιου άλλου-η Υπουργός Δικαιοσύνης με μία δασκάλα εν προκειμένω- τότε μπορούν πολύ εύκολα να τεθούν ενώπιων  δικαστηρίου και να λύσουν τις όποιες διαφορές τους. Το τί στην πραγματικότητα έγινε, αποτελεί το λιγότερο, μία κατακρεούργηση κάθε έννοιας της Δημοκρατίας. Αρχικώς, η Υπουργός Δικαιοσύνης ενοχλήθηκε από έναν σατυρικό λογαριασμό στο ΜΚΔ twitter. Μετά, αποφάνθηκε ότι υποπτεύεται συγκεκριμένο πρόσωπο για διαχείριση του εν λόγω λογαριασμού και ύστερα, αποφάσισε ότι δικαιούται να στείλει αστυνομικούς στο σπίτι του ανθρώπου που υποψιάστηκε ότι κρύβεται πίσω από την σάτιρα. Ο θεατρικός χαρακτηρισμός της τραγικής ειρωνείας εναγκαλίζεται με το περιστατικό από όλες του τις πλευρές του και σε όλες του τις εντάσεις..

Από που να ξεκινήσουμε; Από το γεγονός ότι η σάτιρα αποτελεί μορφή τέχνης και ως εκ τούτου δεν έχει όρια; Και ειδικά όταν πρόκειται για δημόσιο πρόσωπο, διαφορετικά,  φανταστείτε πόσα χρόνια φυλακής θα έπρεπε να αναλογούν στο Λαζόπουλο. Ένα λοιπόν το κρατούμενο με περίπτωση φαινομένου λογοκρισίας. Δεύτερο τραγικό είναι ότι θεώρησε απολύτως θεμιτό, το να χρησιμοποιήσει την ιδιότητα του υπουργικού αξιώματος για να στείλει αστυνομικούς στο σπίτι ενός πολίτη ‘’λόγω υποψιών’ ’άκουσον-άκουσον. Εξόφθαλμο περιστατικό κατάχρησης εξουσίας. Τρίτον, από πότε σπεύδουν οι αρχές σε έναν χώρο βάσει τέτοιου είδους υποψιών; Το ότι η Υπουργός είναι Υπουργός  και δη της Δικαιοσύνης, είναι απόφοιτη νομικός της Οξφόρδης με μεταπτυχιακά στην Ιταλία και υπότροφος δικηγόρος στη νομική υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με έδρα το Λουξεμβούργο νομίζω πως αποτελούν από μόνα τους αρκετές προσθέσεις στην λίστα των τραγικοτήτων της όλης κατάστασης. Ανώφελο πλέον να αναφερθεί ότι, ποτέ δεν απολογήθηκε η 44χρονη(λυπηρό από μόνο του κι αυτό) Υπουργός Δικαιοσύνης και ότι η Επίτροπος Διοικήσεως και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι για άλλη μια φορά άφαντη.

 

 

Υπάρχουν δύο σενάρια λοιπόν τα οποία μπορεί να ισχύουν. Είτε η Υπουργός είναι όντως τόσο αφελής που με τόση άνεση παραβιάζει νόμους και αρχές, είτε, έχει πλήρη επίγνωση ότι η κυπριακή κοινωνία είναι δουλοπρεπής. Για λόγους αρχής επιλέγω  το δεύτερο σενάριο στο οποίο και ανάγεται η όλη κυπριακή νοοτροπία όσον αφορά το θέμα του ‘’πως αντιλαμβάνονται οι Κύπριοι την σχέση μεταξύ πολίτη και εξουσίας’’. Η πραγματικότητα είναι πως αντί να καλλιεργηθεί μία κοινωνία με σεβαστή νομική αντίληψη, υπάρχει μία ακούσια έως και τυφλή, πίστη στο «σύστημα» και ότι «εκείνοι ξέρουν για να λαλούν…». Ε λοιπόν δεν είναι έτσι.  Αυτή η κουλτούρα αδιαμφισβήτητης εξουσιαστικότητας και άρα δουλοπρέπειας που παραμένει στο απυρόβλητο και που συμφέρει να συντηρείται πρέπει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να τελειώνει. Καθείς είναι υπεύθυνος για τις πράξεις και τις επιλογές του με ό τι αυτό συνεπάγεται. Διότι αν αποδεχτούμε ότι περιστατικά τέτοιου είδους αποτελούν μία πολιτειακή κανονικότητα, τότε, τι μέλλει γενέσθαι είναι μια αναπόφευκτη συρρίκνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την υπογραφή μας.