Εδώ και μέρες διατυπώνονται στο δημόσιο διάλογο έντονες ανησυχίες για την όποια επικείμενη ένταξη του Κοσσυφοπεδίου στο Συμβούλιο της Ευρώπης, έτσι ώστε να εφαρμόζει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με σκοπό τη σταθερότητα στην περιοχή. Ο προβληματισμός έγκειται στις ομοιότητες και στις διαφορές, οι οποίες μπορεί να προκύπτουν με την υπόθεση της Κύπρου. Αν και το Κοσσυφοπέδιο αναγνωρίζεται από αριθμό κρατών, εντούτοις, το βασικότερο σημείο του προβληματισμού αφορά τη διεθνή αναγνώριση μιας αποσχιστικής οντότητας ή μια οποιαδήποτε πράξη που μπορεί να συνιστά αναγνώριση, κάτι, το οποίο ενδέχεται να συνδυαστεί με την απαίτηση της Τουρκίας προς αναγνώριση της δικής της αποσχιστικής οντότητας στην Κύπρο. 

Εδώ, προκύπτουν τρεις βασικές παραδοχές, οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψιν στο δημόσιο διάλογο και στην ευρύτερη διαχείριση του κυπριακού. Πρώτον, στη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για το Κοσσυφοπέδιο διαπιστώνεται ότι η Κύπρος είναι μια διαφορετική περίπτωση. Άλλωστε, η ανακήρυξη του 1983 για την απόσχιση τμήματος του κράτους της Κύπρου δεν συνάδει με το Διεθνές Δίκαιο και αποδοκιμάζεται από τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Επιπρόσθετα, η Κύπρος αποτελεί πλήρες κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν αναγνωρίζει ή δεν έχει πρόθεση να αναγνωρίσει την τουρκική αποσχιστική οντότητα. Όλα τα πιο πάνω καθιστούν την Κύπρο μια διαφορετική περίπτωση από το Κοσσυφοπέδιο.

Δεύτερον, πολύ λίγες αποσχιστικές οντότητες χαίρουν της διεθνούς αναγνώρισης, όπως είναι για παράδειγμα το Νότιο Σουδάν, το οποίο αποσχίστηκε το 2011, κατόπιν δημοψηφίσματος και φυσικά κατόπιν ενός αιματηρού εμφυλίου. Άλλες αποσχιστικές οντότητες στην αφρικανική ήπειρο, έστω κι αν διαθέτουν θεσμούς, οι οποίοι παραπέμπουν στην κρατική οργάνωση, δεν αναγνωρίζονται διεθνώς. Ωστόσο, τόσο μια ενδεχόμενη ένταξη του Κοσσυφοπεδίου στο ΣτΕ όσο και η αντίληψη πως η διεθνής αναγνώριση αποσχιστικών οντοτήτων αποτελεί, σε κάποιες περιπτώσεις, παράγοντα περιφερειακής σταθερότητας, ενθαρρύνουν αποσχιστικά κινήματα στην Ευρώπη, τα οποία επικαλούνται την εφαρμογή της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Τρίτον, η ευθύνη για την εφαρμογή της προαναφερθείσας Σύμβασης στα κατεχόμενα είναι στην κατοχική Τουρκία. Η Τουρκία επεδίωξε όπως η εφαρμογή της Σύμβασης αποτελέσει ευθύνη της αποσχιστικής της οντότητας, αίτημα το οποίο δεν έγινε αποδεκτό από το ΕΔΑΔ. Έτσι, αναγκάστηκε να αναλάβει η ίδια την ευθύνη και συνέστησε την «Επιτροπή Ακίνητης Ιδιοκτησίας» στην οποία μπορούν να προσφεύγουν οι Ελληνοκύπριοι με σκοπό τη διεκδίκηση της αποκατάστασης των περιουσιακών τους δικαιωμάτων. Η όποια προοπτική για την ένταξη του Κοσσυφοπεδίου στο ΣτΕ, μάλλον δεν αποτελεί ενθαρρυντικό παράγοντα για τη διεθνή αναγνώριση της τουρκικής αποσχιστικής οντότητας στην Κύπρο. Ο πραγματικός κίνδυνος έγκειται στο ενδεχόμενο, η Τουρκία να επαναφέρει το αίτημά της, έτσι ώστε να καταστούν υπεύθυνοι για την εφαρμογή της Σύμβασης στα κατεχόμενα, οι «θεσμοί» της τουρκικής αποσχιστικής οντότητας. Οντότητα, η οποία, βεβαίως, δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης. Καθότι απομακρυσμένο και δύσκολο σενάριο, δεν είναι απίθανο. 

Σε κάθε περίπτωση, η Κύπρος πρέπει να είναι πολύ προσεκτική στη διαχείριση ζητημάτων απόσχισης, όπως, προσεκτική πρέπει να είναι και με όσους ανακινούν τέτοιου είδους ζητήματα με κίνδυνο να δημιουργηθεί αρνητικό προηγούμενο για το κυπριακό. 

*Πολιτικός Επιστήμων, ερευνήτρια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, επικεφαλής της IS PegasusCoaching & Consulting Ltd