Της Ελευθερίας Κούρταλη

Τον συνεχιζόμενο αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές τράπεζες από τις οικονομικές επιπτώσεις της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και μια πιθανή διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου αναλύει ο οίκος αξιολόγησης DBRS προειδοποιώντας πως μπορεί να βάλει φρένο στα σχέδιά τους για διανομές μερισμάτων ενώ θα ασκήσει πιέσεις στην κερδοφορία αλλά και στα κεφάλαιά τους.

Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει, οι προοπτικές ανάπτυξης της Ευρωζώνης επιδεινώθηκαν ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και των επιπτώσεων των κυρώσεων. Το σοκ εκτυλίσσεται σε μια περίοδο που η περιοχή αντιμετώπιζε ήδη υψηλό πληθωρισμό, ελλείψεις και συμφόρηση προσφοράς. Με την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, οι ευρωπαϊκές τράπεζες πιθανότατα θα δημιουργήσουν χαμηλότερα κέρδη και μπορεί να καταλήξουν να επανεξετάσουν τα σχέδια διανομής μερισμάτων και επαναγοράς μετοχών. Επιπλέον, σε περίπτωση αναστολής της παροχής ρωσικού φυσικού αερίου, οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα έχουν ακόμη πιο περιορισμένη ικανότητα διανομής μερισμάτων και οι τράπεζες με “σφιχτά” κεφαλαιακά μαξιλάρια μπορεί να χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν στα κεφαλαιακά τους αποθέματα.

Η ανάκαμψη στην ευρωζώνη επιβραδύνεται και οι κίνδυνοι αυξάνονται, όπως τονίζει η DBRS. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναθεώρησε σημαντικά προς τα κάτω τις προβλέψεις για την ανάπτυξη του ΑΕΠ των χωρών της Ευρωζώνης, συνολικά κατά 1,5% στο 2,8% για το 2022 σε σύγκριση με πριν από έξι μήνες. Η σύγκρουση θα μπορούσε να είναι πιο παρατεταμένη από ό,τι αναμενόταν και μπορεί να επιβληθούν περαιτέρω κυρώσεις και πιθανές ελλείψεις στο μέτωπο της ενέργειας. Σε περίπτωση διακοπής του ρωσικού φυσικού αερίου, η πλήρης αντικατάσταση άλλων πηγών εφοδιασμού δεν θα ήταν δυνατή σε σύντομο χρονικό διάστημα, σημειώνει ο οίκος. Σε μια τέτοια περίπτωση, εάν υποτεθεί ότι το ΑΕΠ της ευρωζώνης θα μειωθεί κατά 2,51% σε σχέση με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, η αύξηση του ΑΕΠ θα μπορούσε να είναι μόλις 0,3% αντί για 2,8% το 2022.

Μέχρι στιγμής, ο αναμενόμενος μακροοικονομικός αντίκτυπος του πολέμου είναι διαχειρίσιμος για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Ωστόσο, η DBRS θεωρεί ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες πιθανότατα θα δημιουργήσουν χαμηλότερα κέρδη και μπορεί να καταλήξουν να επανεξετάσουν τα σχέδια διανομής μερισμάτων και επαναγοράς μετοχών, ως αποτέλεσμα της αναμενόμενης επιδείνωσης στο μακροοικονομικό περιβάλλον.

Πριν από την πτωτική αναθεώρηση των προβλέψεων για την ανάπτυξη περίμενε ότι οι τράπεζες της ευρωζώνης θα διατηρήσουν το 2022 παρόμοιο επίπεδο συνολικής κερδοφορίας με πέρυσι, και ως εκ τούτου τα μαξιλάρια κεφαλαίου για το 2022 (πριν τις πληρωμές μερισμάτων) θα αυξηθούν. Οι αναθεωρημένες οικονομικές προοπτικές εκτιμάται ότι συνεπάγονται μείωση της ικανότητας παραγωγής κεφαλαίου κατά 84 bps στον CET1 κατά τη διάρκεια αυτού του έτους. Ως αποτέλεσμα, τα μαξιλάρια κεφαλαίου θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται αλλά σε χαμηλότερο επίπεδο από το αρχικά αναμενόμενο, επηρεάζοντας έτσι την ικανότητα των τραπεζών να αμείβουν τους μετόχους. 

Πιο σοβαρή θα ήταν η υλοποίηση ενός σεναρίου ενός πρόσθετου σοκ στην παροχή φυσικού αερίου, προειδοποιεί ο οίκος. Σε μια τέτοια κατάσταση, η αύξηση του ΑΕΠ της EA το 2022 θα μπορούσε να είναι αμελητέα. “Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις της σύγκρουσης στην Ουκρανία. Μια πιθανή διακοπή της παροχής ρωσικού φυσικού αερίου πιθανότατα θα οδηγήσει σε περιορισμό και ακόμη υψηλότερο πληθωρισμό, που θα θόλωσε σημαντικά τις προοπτικές ανάπτυξης της ευρωζώνης”, επισημαίνει ο Carlo Capuano, αντιπρόεδρος της DBRS.

Σε ένα τέτοιο σενάριο, η καθαρή παραγωγή κεφαλαίου θα ήταν πιθανότατα αρνητική και τα μαξιλάρια κεφαλαίου θα μπορούσαν να μειωθούν από 488 μονάδες βάσης στο τέλος του 2021 σε 397 μονάδες βάσης στο τέλος του 2022. Τα κεφαλαιακά σχέδια των ευρωπαϊκών τραπεζών θα αντιμετωπίσουν σημαντικές αναθεωρήσεις και οι τράπεζες εκτός από το ότι θα έχουν πολύ πιο περιορισμένη ικανότητα διανομής μερισμάτων, ορισμένες τράπεζες με σφιχτά κεφαλαιακά μαξιλάρια μπορεί να χρειαστεί να “καταναλώσουν” τα αποθέματα κεφαλαίου τους.

Πηγή: Capital.gr