Από τις 14 Μαρτίου 1957 η ΕΟΚΑ είχε κηρύξει εκεχειρία ως ένδειξη καλής θέλησης που αποσκοπούσε στην ανάκληση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από την εξορία. Όντως, στις 28 Μαρτίου 1957, το Λονδίνο, ως ανταπόκριση στην εκεχειρία και κατόπιν πίεσης των ΗΠΑ, ανακάλεσε τους εξόριστους αλλά τους απαγόρευσε να επιστρέψουν στην Κύπρο. Όμως, παρά την εκεχειρία, ο Κυβερνήτης Χάρτιγκ συνέχιζε εντατικά τις προσπάθειες εξάρθρωσης της ΕΟΚΑ με μεγάλης κλίμακας έρευνες. Επιπλέον, τον Νοέμβριο του 1957, μετά από μήνες στασιμότητας, το Κυπριακό επανήλθε στο προσκήνιο. Στις 5 Νοεμβρίου 1957 ο Κυβερνήτης Χάρτιγκ αναχώρησε για το Λονδίνο αφού λίγες μέρες προηγουμένως είχε ανακοινωθεί η αντικατάστασή του από τον Χιου Φουτ. Επιπλέον, η Αθήνα είχε ανακοινώσει την πρόθεσή της να εγείρει το ζήτημα της Κύπρου για τέταρτη συνεχόμενη φορά στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ που θα συνερχόταν τον Δεκέμβριο του 1957.

Σε αυτό το πλαίσιο, της συνεχούς πίεσης λόγω των βρετανικών ερευνών στο νησί και της διεθνούς κινητικότητας γύρω από το Κυπριακό, ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, Γεώργιος Γρίβας-Διγενής, μελετούσε τρόπους να δείξει ότι, παρά την εκεχειρία, η ΕΟΚΑ παρέμενε ισχυρή και ετοιμοπόλεμη. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Το ηρωικό έπος του Αγώνα της ΕΟΚΑ 1955 – 1959

Ο τομεάρχης Λεμεσού Δήμος Χατζημιλτής είχε κατανοήσει τη σπουδαιότητα διενέργειας δολιοφθοράς στις εγκαταστάσεις Ακρωτηρίου, η ανέγερση των οποίων είχε ολοκληρωθεί μόλις το 1956. Όταν ανέλαβε υπεύθυνος των ομάδων ο 17ετής Πανίκος Σωτηρίου οι διεργασίες εντάθηκαν. Ο Σωτηρίου ήλθε σε επαφή με τον επίσης 17χρονο Γιάγκο Κάπωνα, ο οποίος εργαζόταν στο Ακρωτήρι ως ηλεκτρολόγος και μύησαν στην ΕΟΚΑ τον επίσης 17ετή Ανδρέα Βασιλείου, ο οποίος τότε εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος σε υπόστεγο στρατιωτικών αεροσκαφών.

Κατόπιν διαταγής, και μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα, ορίστηκε η 25η Νοεμβρίου 1957 ως μέρα διενέργειας δολιοφθοράς στην καρδιά της αποικιοκρατίας, στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις Ακρωτηρίου. Οι βόμβες κατασκευάστηκαν από τον Πανίκο Σωτηρίου και τον Γιάγκο Κάπωνα από πλαστική εκρηκτική ύλη τύπου Νόμπελ. Αφού αφαιρέθηκαν οι ασφάλειες των ωρολογιακών μολυβδοκόνδυλων ώστε να έκαναν έκρηξη τα μεσάνυκτα της επόμενης μέρας, οι βόμβες παραδόθηκαν από τον Γιάγκο Κάπωνα στον Ανδρέα Βασιλείου. Την επόμενη μέρα ο Βασιλείου τοποθέτησε τις βόμβες, που είχαν σχήμα πορτοκαλιού, μέσα σε χαρτοσακούλα με σταφύλι που είχε στη τσάντα του. Οι έρευνες στην είσοδο της στρατιωτικής βάσης ήταν εξονυχιστικές. Ο Βασιλείου ερευνήθηκε αλλά οι φρουροί δεν εντόπισαν κάτι ύποπτο. Κατευθύνθηκε στην εργασία του, σε ένα υπόστεγο όπου υπήρχαν τέσσερα βομβαρδιστικά αεροσκάφη τύπου «Καμπέρα» και ένα καταδιωκτικό τύπου «Βένομ».

Όλη τη μέρα ο Βασιλείου έψαχνε ευκαιρία για να τοποθετήσει τις βόμβες. Η ευκαιρία τού δόθηκε το μεσημέρι. Στις 13:00 σχόλασαν οι Άγγλοι τεχνικοί. Στο υπόστεγο με τα πολεμικά αεροσκάφη παρέμεινε ένας Άγγλος φρουρός και τέσσερις άλλοι Κύπριοι ηλεκτρολόγοι. Όταν τελείωσαν το μεσημβρινό τους φαγητό ο Ανδρέας Βασιλείου βρήκε ευκαιρία να τοποθετήσει την πρώτη βόμβα. Οι δύο άλλοι ηλεκτρολόγοι είχαν απομακρυνθεί από το υπόστεγο, ενώ ο τρίτος είχε αποκοιμηθεί. Ο Άγγλος φρουρός εξέταζε το αεροσκάφος κοντά στην είσοδο. Τότε ο ριψοκίνδυνος 17χρονος πήρε τη βόμβα, και κινήθηκε αθόρυβα στο αεροσκάφος τύπου «Καμπέρα» που βρισκόταν στη μέση του υποστέγου. Τοποθέτησε με μεγάλη προσοχή τη βόμβα σε κούφωμα δίπλα από τη δεξαμενή καυσίμου του αεροπλάνου. Στη συνέχεια κρύβοντας την αγωνία του, περπάτησε ατάραχος και βγήκε έξω από το υπόστεγο. 

Όταν τελείωσε το διάλειμμα, το μυαλό του Ανδρέα Βασιλείου απασχολούσε η σκέψη πότε και πώς θα κατάφερνε να τοποθετήσει και τη δεύτερη βόμβα. Η ώρα ήταν πλέον 14:30. Σε περίπου μιάμιση ώρα θα σχολνούσαν. Με πρόφαση ότι θα πήγαινε στο αποχωρητήριο κινήθηκε, χωρίς να τον αντιληφθούν, κοντά σε ένα από τα αεροσκάφη. Με την καρδιά του να χτυπά δυνατά, τοποθέτησε και τη δεύτερη βόμβα κοντά στη δεξαμενή καυσίμου άλλου αεροσκάφους τύπου «Καμπέρα». Συνέχισε ατάραχος την εργασία του μέχρι που σχόλασαν.

Την επόμενη μέρα ο Ανδρέας Βασιλείου επέστρεψε στη δουλειά του αναμένοντας να δει το εύρος της καταστροφής. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι οι βόμβες δεν είχαν εκραγεί. «Ήταν μια από τις δυσκολότερες μέρες της ζωής μου», έγραψε. Βρέθηκε προ διλημμάτων. Αν οι βόμβες έκαναν έκρηξη όσο βρισκόταν στο υπόστεγο θα σκοτωνόταν. Αν έφευγε και εντόπιζαν τις βόμβες οι τεχνικοί που εργάζονταν στα αεροσκάφη, θα θεωρείτο ύποπτος. Αποφάσισε να παραμείνει στο υπόστεγο διακινδυνεύοντας τη ζωή του. Όλη τη μέρα εργαζόταν με την αγωνία της επικείμενης έκρηξης. Στις 16:00 ήρθε η ώρα να σχολάσει και απομακρύνθηκε όπως και οι υπόλοιπο από το υπόστεγο, σαν να μην συνέβαινε οτιδήποτε. Στις 16:10 είχε μόλις μπει στα γραφεία της εταιρείας που δούλευε όταν ακούστηκαν δύο ισχυρές εκρήξεις που ταρακούνησαν τη σιδηρόφρακτη στρατιωτική βάση. Ακολούθησαν άλλες εκρήξεις που προκλήθηκαν από τις αναφλέξεις των δεξαμενών καυσίμων των αεροσκαφών και επακολούθησε μεγάλη πυρκαγιά. Όλο το υπόστεγο στο οποίο βρίσκονταν μέσα πέντε αεροσκάφη τυλίχτηκε στις φλόγες.

Άγγλοι στρατιώτες σαστισμένοι, έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει αλλά η φωτιά ήταν τόσο δυνατή που δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν. Η φωτιά συνέχισε για ώρα το καταστρεπτικό της έργο. Λίγο πριν καταρρεύσει το υπόστεγο Άγγλοι αεροπόροι κατάφεραν να ρυμουλκήσουν έξω από αυτό μισοκαταστρεμμένα τα τρία από τα τέσσερα «Καμπέρα» και το «Βένομ».  Την επόμενη μέρα ανακοινώθηκε ότι όλα τα αεροσκάφη είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές και η επισκευή τους ήταν ασύμφορη. Οι ζημιές κοστολογήθηκαν στο υπέρογκο για τα δεδομένα της εποχής, του ενός εκατομμυρίου στερλινών, ενώ άλλες πηγές ανεβάζουν το κόστος στα τεσσεράμισι εκατομμύρια στερλίνες.

Ο αντίκτυπος στις πηγές

Η είδηση έγινε αμέσως γνωστή στη Βρετανία. Η εφημερίδα Times του Λονδίνου χαρακτήρισε την πράξη «ενοχλητική επίδειξη της δυνατότητας της ΕΟΚΑ να διενεργεί σαμποτάζ παρά τα προληπτικά μέτρα», ενώ η Manchester Guardian τοποθέτησε στο πρωτοσέλιδό της την είδηση. Στην αγγλική βιβλιογραφία η δολιοφθορά χαρακτηρίστηκε ως «μια από τις εντυπωσιακότερες δολιοφθορές της ΕΟΚΑ» και ως «σημαντικότατα ντροπιαστική» για την αποικιοκρατική δύναμη που πρόσθεσε «ακόμη ένα καρφί στο φέρετρο του ισχυρισμού ότι η Κύπρος αποτελούσε μια αποτελεσματική στρατηγική βάση». Στα βρετανικά αρχεία εντοπίζεται μια εξαιρετικής σημασίας παραδοχή σε έγγραφο της Βρετανικής Συντονιστικής Επιτροπής Άμυνας για τη Μέση Ανατολή (British Defense Coordinating Committee-Middle East) που βοηθά να κατανοήσουμε τον αντίκτυπο της δολιοφθοράς. Στο έγγραφο καταγραφόταν ότι οι επιθέσεις είχαν μειώσει «την αποτελεσματική υποστήριξη που μπορούμε να παράσχουμε στο Σύμφωνο της Βαγδάτης κατά 12,5%» και ως εκ τούτου η Επιτροπή πρότεινε τη λήψη ριζοσπαστικών μέτρων για την αποφυγή νέων παρόμοιας έκτασης δολιοφθορών. Σε άλλα υπηρεσιακά έγγραφα οι Βρετανοί σημείωναν ότι μέσω των δολιοφθορών η ΕΟΚΑ αποδείκνυε ότι οι απειλές για επανέναρξη της δράσης της δεν ήταν προπαγανδιστικές κορόνες αλλά η ένοπλη οργάνωση μπορούσε να τις πραγματοποιήσει. Την επόμενη μέρα από τις δολιοφθορές, στις 27 Νοεμβρίου 1957, παραδέχτηκαν: «Το ηθικό της ΕΟΚΑ μπορεί τώρα να αξιολογηθεί ως ακμαιότατο».

Στον κυπριακό Τύπο δόθηκε ευρεία δημοσιότητα με δημοσίευση φωτογραφιών από τα καμένα αεροσκάφη. Στην ελληνική βιβλιογραφία η συγκεκριμένη δολιοφθορά αντιμετωπίζεται ως μια ηρωική πράξη και χαρακτηρίζεται ως το μεγαλύτερο και σοβαρότερο πλήγμα που επέφερε η ΕΟΚΑ στους Βρετανούς. Μάλιστα το 1989 στη Λεμεσό έγινε αναπαράστασή της δολιοφθοράς στο πλαίσιο εκδήλωσης του ΣΑΠΕΛ. Ο Διγενής τη χαρακτήρισε ως την «καταστρεπτικωτέρα δολιοφθορά εις την ιστορίαν της νήσου και της Αγγλίας». Κατέγραψε ότι η πράξη των μελών της ομάδας αποδείκνυε την καλή οργάνωση, τη συστηματική εργασία, την αποφασιστικότητα και την αυτοθυσία των μελών της ΕΟΚΑ, ενώ στη συνέχεια χαρακτήρισε «ηρωικές» τις πράξεις τους. 

67 χρόνια μετά τις πρώτες εκρήξεις της 1ης Απριλίου, θυμόμαστε πώς γράφτηκε το έπος του 1955-1959 από αμούστακα παλληκάρια, που διακινδυνεύοντας τη ζωή τους τόλμησαν να τα βάλουν με μια αυτοκρατορία καταφέρνοντας να την ταπεινώσουν.

*Πρόεδρος Ιδρύματος Απελευθερωτικού Αγώνα ΕΟΚΑ