Η μεταπολεμική πραγματικότητα

Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δημιούργησε και στην Κύπρο μεγάλες προσδοκίες, που πήγαζαν από την εθελοντική συμμετοχή χιλιάδων κατοίκων του νησιού στον πόλεμο, στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας (και της Ελλάδας), την αναμενόμενη συμμαχική “ανταπόδοση”, και τις ελπίδες από την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Ήδη, στη διάρκεια του πολέμου, η βρετανική Κυβέρνηση είχε εγκαταλείψει την αυστηρότητα της δικτατορικής διακυβέρνησης, για πρώτη  φορά μετά την Οκτωβριανή Εξέγερση του 1931, επιτρέποντας την ίδρυση πολιτικών κομμάτων και τη διεξαγωγή δημοτικών εκλογών (1943)  και επιδεικνύοντας ανοχή στην πολιτική δραστηριότητα. Πρώτο ιδρύθηκε το ΑΚΕΛ (“Ανορθωτικόν Κόμμα του Εργαζομένου Λαού”), στις 14 Απριλίου 1941. Στα ιδρυτικά του μέλη περιλαμβάνονταν στελέχη του παράνομου “Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου” (ΚΚΚ), αλλά και προσωπικότητες του “αστικού” χώρου, παλαιοί πολιτευτές ή διανοούμενοι. Η ποικιλομορφία στην προέλευση των μελών έδινε στο AΚΕΛ ευρύ πολιτικό χαρακτήρα και παρότι μετατράπηκε αργότερα σε αμιγές κομμουνιστικό κόμμα, αφού οι περισσότεροι “αστοί” συνιδρυτές του αποχώρησαν, ακολούθησε ηπιότερη τακτική και φρασεολογία από τους “σεχταριστές” πρωτοπόρους του ΚΚΚ, της δεκαετίας του 1920. Το νέο κόμμα είχε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης και μετά από ένα εξάμηνο αριθμούσε 1.300 μέλη. Στο πρώτο συνέδριό του (Λεμεσός, Οκτώβριος 1941), εξελέγη γενικός γραμματέας ο Πλουτής Σέρβας. 

Το ΑΚΕΛ, σύμφωνα με το πρώτο καταστατικό του (1941), ήταν “το κόμμα των εργατών, των εργαζομένων αγροτών και των εργαζομένων στρωμάτων των κυπριακών πόλεων”. Στο νέο καταστατικό, του 1946, αναφερόταν ως τελικός σκοπός “η ανοικοδόμηση της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κοινωνίας” και τονιζόταν “ότι στο σημερινό στάδιο -κάτω από συνθήκες εθνικής υποδούλωσης του κυπριακού λαού- το ΑΚΕΛ βάζει στην πρώτη γραμμή τον αγώνα για την εθνική αποκατάσταση του λαού την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα”. 

Τον Μάρτιο του 1943, στα πλαίσια της φιλελευθεροποίησης του αποικιακού καθεστώτος, έγιναν δημοτικές εκλογές, όπου το ΑΚΕΛ κέρδισε τους δύο μεγάλους παραλιακούς δήμους, της Λεμεσού, με τον Πλουτή Σέρβα, και της Αμμοχώστου, με τον Αδάμ Αδάμαντος. Τα αποτελέσματα προκάλεσαν τα αντικομμουνιστικά ανακλαστικά των αντιπάλων του ΑΚΕΛ, που άρχισαν να οργανώνονται θορυβημένοι. Από τότε ο αντικομμουνισμός αποτέλεσε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής σκηνής. Την κυπριακή Δεξιά εκπροσωπούσε κυρίως το ΚΕΚ (“Κυπριακόν Εθνικόν Κόμμα”), αφού οι υπόλοιποι σχηματισμοί ήταν τοπικής εμβέλειας. Ηγέτης του ΚΕΚ ήταν ο  δήμαρχος Λευκωσίας Θεμιστοκλής Δέρβης (νικητής των δημοτικών εκλογών του 1929 και του 1943 και διορισμένος στα χρόνια της Παλμεροκρατίας). Το ΚΕΚ διεκδικούσε την παροχή πολιτικών ελευθεριών και την ένωση με την Ελλάδα. 

Το 1943, ιδρύθηκαν επίσης οι πρώτες “Νέες Συντεχνίες”, που μετεξελίχθηκαν στη “Συνομοσπονδία Εργατών Κύπρου” (ΣΕΚ), ως αντίβαρο στην “Παγκύπρια Συνδικαλιστική Επιτροπή” (ΠΣΕ), τη μόνη μέχρι τότε Ομοσπονδία των εργατικών οργανώσεων, που ελεγχόταν από το ΑΚΕΛ. Η πλάστιγγα στον συντεχνιακό χώρο έκλινε σαφώς υπέρ της ΠΣΕ (“Παλαιών Συντεχνιών”), που διαλύθηκε αργότερα με δικαστική απόφαση, και αντικαταστάθηκε (1946) από την ΠΕΟ (“Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία”). Στην ύπαιθρο, όπου οι παραδοσιακές αξίες διατηρούσαν την ακτινοβολία τους, η ΠΕΚ (“Παναγροτική Ένωσις Κύπρου”) ήταν μαζικότερη από την ΕΑΚ (“Ένωση Αγροτών Κύπρου”), την οργάνωση της Αριστεράς. Την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν τα ΘΟΪ (“Θρησκευτικά Ορθόδοξα Ιδρύματα”), υπό την αιγίδα των Μητροπόλεων, για την καταπολέμηση των νέων, για την κυπριακή ύπαιθρο, κομμουνιστικών δοξασιών. Το ΑΚΕΛ απάντησε με την εξόρμηση για ίδρυση “Μορφωτικών Συλλόγων”. Ανάλογος πυρετός κατέλαβε και τους Τουρκοκύπριους. Ιδρύθηκαν, το 1943-1944, ο ΚΑΤΑΚ (“Σύνδεσμος Προστασίας της τουρκικής μειονότητας Κύπρου”), το “Ενιαίο Τουρκικό Εθνικό Κόμμα Κύπρου” με ηγέτη τον γιατρό Φαζίλ Κιουτσιούκ και οι πρώτες αμιγείς τουρκικές συντεχνίες.  

Στην Αθήνα, η ανακίνηση του Κυπριακού αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου έφερνε έκδηλη αμηχανία, καθώς η βρετανική στρατιωτική παρουσία παρέμενε έντονη (και απαραίτητη). Λόγω του Εμφυλίου, η εξάρτηση της Ελλάδας από τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες έγινε στενότερη και αφορούσε ουσιαστικά στην επιβίωση της χώρας ως δυτικής δημοκρατίας. Η εξάρτηση αυτή επισφραγίστηκε με την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, το 1952, σε εποχή κορύφωσης του Ψυχρού Πολέμου. Πάντως, ο αντιβασιλέας Δαμασκηνός έθεσε το Κυπριακό κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο (Σεπτέμβριος 1945), προσφέροντας στρατιωτικές βάσεις στη Βρετανία, εάν παραχωρούσε το νησί στην Ελλάδα, χωρίς ανταπόκριση. Οι ελληνικές Κυβερνήσεις δεν επιθυμούσαν να δημιουργήσουν επιπλέον πρόβλημα στις διεθνείς σχέσεις της χώρας και η πάγια τους θέση, πέρα από τη διατύπωση ευχολογίων, ήταν ότι η πραγματοποίηση του “κοινού πόθου” συνδεόταν αποκλειστικά με τη “στενότατην ελληνοβρετανικήν συνεργασίαν”. Έτσι, στο συνέδριο της Ειρήνης του Παρισιού το Κυπριακό δεν υποβλήθηκε επίσημα, επαναλαμβάνοντας το σκηνικό ύστερα από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1918-1920. Τη μη ανάμειξη του νησιού τους στον μεταπολεμικό εδαφικό διακανονισμό οι Κύπριοι θα χρέωναν στις ελληνικές Κυβερνήσεις, με συνέπεια την αποφυγή συμμόρφωσης στις μελλοντικές οδηγίες τους.

Προς το τέλος του πολέμου, η Κυβέρνηση της Κύπρου επανέφερε την ποινικοποίηση των πολιτικών δραστηριοτήτων, με αποκορύφωμα τις βαριές καταδίκες συνδικαλιστών της ΠΣΕ, με την κατηγορία της επιδίωξης “ανατροπής του υφισταμένου καθεστώτος”. Το κλίμα επιβάρυναν δύο αιματηρά επεισόδια, με συνολικά τέσσερις Έλληνες νεκρούς, στο Λευκόνοικο, στις 25 Μαρτίου 1945, και στην Αμμόχωστο, τον Οκτώβριο 1945, στη “μάχη της αποστράτευσης”. Ένα χρόνο αργότερα, στις δημοτικές εκλογές του 1946, το ΑΚΕΛ αναδείχθηκε η κύρια πολιτική δύναμη, σημειώνοντας θριαμβευτική νίκη, με τη διατήρηση των Δήμων Λεμεσού και Αμμοχώστου, και την επικράτηση στη Λάρνακα, στις έξι από τις οκτώ δημαρχευόμενες κωμοπόλεις αλλά και στην κεντρική μάχη της Λευκωσίας, με τον “συνοδοιπόρο” Ιωάννη Κληρίδη. 

Τον Οκτώβριο 1946 η εργατική βρετανική Κυβέρνηση εξήγγειλε την πρόθεσή της να προχωρήσει σε πολιτικές μεταρρυθμίσεις και σε μέτρα οικονομικής ανάπτυξης στην Κύπρο, συγκαλώντας αντιπροσωπευτική διάσκεψη των κατοίκων, με σκοπό την υποβολή προτάσεων για συνταγματικές μετατροπές και την εγκαθίδρυση φιλελεύθερου καθεστώτος με την επαναφορά του Νομοθετικού Συμβουλίου. Ταυτόχρονα, καταργήθηκαν οι εκκλησιαστικοί νόμοι του 1937, που εμπόδιζαν την εκλογή Αρχιεπισκόπου και νέων Μητροπολιτών και ανακλήθηκαν τα διατάγματα εξορίας των επιζώντων εξορίστων του 1931. Ο νέος Κυβερνήτης, λόρδος Γουίνστερ (Winster), κάλεσε τον Ιούλιο 1947 τους εκπροσώπους των κατοίκων στη “Συμβουλευτική Συνέλευση” (“Διασκεπτική”), με σκοπό τη συζήτηση για τη μορφή του Συντάγματος που θα εξασφάλιζε τη συμμετοχή των Κυπρίων στη διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων της νήσου, “δεόντως λαμβανομένων υπ’ όψιν των συμφερόντων των μειονοτήτων”. Ο νεοεκλεγείς Αρχιεπίσκοπος Λεόντιος και τα κόμματα της Δεξιάς επέμειναν στην αποχή και στα συνθήματα “Ένωσις και μόνον Ένωσις” και “Μακράν από συντάγματα, μακράν από τας κάλπας”. Αντίθετα, η ηγεσία του ΑΚΕΛ και οι οργανώσεις της Αριστεράς αποδέχθηκαν τη βρετανική πρόσκληση δικαιολογώντας τη συμμετοχή στη “Διασκεπτική” και την υποστήριξη της Αυτοκυβέρνησης ως ένα βήμα για την οικονομική ανόρθωση του τόπου και “διά την σταθεράν άνοδόν μας προς την εθνικήν απολύτρωσιν”. Θετικά απάντησαν και οι Τούρκοι της Κύπρου. 

Η συμμετοχή του ΑΚΕΛ στις συζητήσεις για παροχή Συντάγματος αποδείχθηκε ατελέσφορη, και τον Μάιο 1948 οι εκπρόσωποι του κόμματος και των “Λαϊκών Οργανώσεων” αποχώρησαν από τη “Διασκεπτική”, ζητώντας παραχώρηση πλήρους Αυτοκυβέρνησης και υποστηρίζοντας ότι όλες οι εξουσίες παρέμεναν στα χέρια του Βρετανού Κυβερνήτη. Η υπαναχώρηση του ΑΚΕΛ είχε σημαντικό πολιτικό κόστος και ήταν ο καταλύτης για την εκδήλωση σοβαρών εσωκομματικών διαφωνιών, που οδήγησαν σε εκκαθαριστική αναδόμηση της κομματικής ηγεσίας. 

Ο απόηχος του ελληνικού Εμφυλίου 

Στην Κύπρο, καθ’ ομοίωσιν του μητροπολιτικού Εμφυλίου, η πολιτική κατάσταση έφθασε σε επίπεδα διχασμού τον Ιούνιο 1947, όταν ο Μητροπολίτης Πάφου Λεόντιος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος, χάρη στην υποστήριξη και του ΑΚΕΛ. Ο νέος προκαθήμενος αντιμετώπισε την εχθρότητα των εκκλησιαστικών και πολιτικών παραγόντων της κυπριακής Δεξιάς, και λίγες ημέρες μετά την εκλογή του έμεινε πολιτικά εκτεθειμένος εξαιτίας της συμμετοχής του ΑΚΕΛ στη “Διασκεπτική”. Ήταν το έναυσμα για μιαν εκστρατεία εναντίον του ΑΚΕΛ ως “ανθενωτικού” και “προδοτικού”, σε εποχή έξαρσης του αντικομμουνισμού στην Ελλάδα και τον δυτικό κόσμο.

Σαράντα μόνο ημέρες μετά την εκλογή του, ο απροσδόκητος θάνατος του Λεοντίου, στις 26 Ιουλίου 1947, άλλαξε εντελώς το σκηνικό. Νέος Αρχιεπίσκοπος εξελέγη ο γηραιός Μακάριος Β’, ο από Κυρηνείας, εξόριστος στην Αθήνα από τα Οκτωβριανά του 1931 μέχρι το 1946.  Με την ανάδειξη νέων επισκόπων στις Μητροπόλεις Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας, η Ιερά Σύνοδος επιβλήθηκε ως ο κορυφαίος ελληνικός κυπριακός πολιτικός θεσμός. Στο νέο “Εθνικό Συμβούλιο” που ορίστηκε από την Εθναρχία αντιπροσωπεύονταν πλέον μόνο τα “εθνικά κόμματα και σωματεία”. 

Εκτός από τη συμμετοχή μερικών Κυπρίων στα δύο στρατόπεδα του Εμφυλίου και την αποστολή οικονομικής ενίσχυσης από αντίστοιχους παγκύπριους εράνους, το ιδεολογικό (και λεκτικό) οπλοστάσιο της κυπριακής Δεξιάς και Αριστεράς αναβαθμίστηκε και εμπλουτίστηκε από την τραυματική μητροπολιτική εμπειρία. Οι εκπαιδευτικές εκδρομές των τελειοφοίτων των κυπριακών Γυμνασίων στην Ελλάδα περιλάμβαναν, μετά τη συμβολική ανάβαση στην Ακρόπολη, και “ξενάγηση” στον “Παρθενώνα” της Μακρονήσου, ενώ, από την άλλη πλευρά, το ΑΚΕΛ οργάνωσε μεγάλη εκστρατεία υπέρ της απελευθέρωσης των πολιτικών κρατουμένων και εναντίον των θανατικών εκτελέσεων.  

 Η ένταση μεταφέρθηκε στον συνδικαλιστικό χώρο και το 1948 υπήρξε χρονιά κορύφωσης των εργατικών κινητοποιήσεων, με την τετράμηνη απεργία 2.000 μεταλλωρύχων της “Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας” και των οικοδόμων στα αστικά κέντρα, με κύρια αιτήματα την οκτάωρη εργασία και αυξήσεις στα ημερομίσθια. Οι απεργοί ανήκαν στην ΠΕΟ και υποστηρίχθηκαν από το ΑΚΕΛ, ενώ αντιμετώπισαν την πολεμική της ΣΕΚ, των κομμάτων της Δεξιάς, της Εκκλησίας και της Κυβέρνησης. Οι πολυήμεροι απεργιακοί αγώνες συνοδεύθηκαν από ξυλοδαρμούς απεργών ή εργαζομένων, δυναμιτιστικές επιθέσεις και δράση ανεξέλεγκτων ομάδων τραμπούκων. Ο φανατισμός που επικράτησε οδήγησε στον λεγόμενο οικονομικό πόλεμο, με την απαγόρευση συναλλαγών με επαγγελματίες που ανήκαν στην αντίπαλη πολιτική παράταξη. Τις κυπριακές εφημερίδες της εποχής κοσμούν εκατοντάδες “δηλώσεις παραταξιακής πίστης” εργαζομένων ή επαγγελματιών και των δύο στρατοπέδων. Ο Κύπριος καταναλωτής επέλεγε τα βασικά είδη διατροφής ανάλογα με την κομματική του τοποθέτηση, ενώ δημιουργήθηκαν παντοπωλεία, καφενεία, κέντρα διασκέδασης και κινηματογράφοι των “Δεξιών” ή “Αριστερών” κατοίκων, ακόμη και “αμιγείς”, κομματικά, ποδοσφαιρικοί και αθλητικοί σύλλογοι και κατ’ επέκταση, ξεχωριστές αθλητικές ομοσπονδίες και πρωταθλήματα. Η τομή στον κυπριακό μικρόκοσμο ήταν βαθύτατη.

Τον Δεκέμβριο 1948 ο διάδοχος του Πλουτή Σέρβα στην ηγεσία του ΑΚΕΛ Φιφής Ιωάννου και ο γ.γ. της ΠΕΟ Ανδρέας Ζιαρτίδης είχαν συνάντηση στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας με τον Νίκο Ζαχαριάδη, που ανέτρεψε ριζικά την πολιτική του κόμματος. Ο ηγέτης του  ΚΚΕ τόνισε ότι δεν ήταν δυνατό οι Έλληνες κομμουνιστές να πολεμούν εναντίον “των Αγγλοαμερικάνων” και οι Κύπριοι σύντροφοί τους να συνεργάζονται με τη βρετανική Κυβέρνηση για παραχώρηση συντάγματος Αυτοκυβέρνησης και υπέδειξε την ανάγκη μαχητικής διεκδίκησης της ένωσης, εκφράζοντας τη βεβαιότητά του για τη νίκη του “Δημοκρατικού Στρατού”, που θα σήμαινε και τη λύση του Κυπριακού. Το ΑΚΕΛ ενέτεινε έκτοτε την ενωτική του συνθηματολογία, ενώ δρομολογήθηκαν οι εξελίξεις για την αναρρίχηση στην κομματική ηγεσία του Εζεκία Παπαϊωάννου, αφού στις 8 Μαρτίου 1949 η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος, ακολουθώντας το παράδειγμα των πρόσφατων εκκαθαρίσεων στο ΚΚΕ, διαπίστωσε ομόφωνα “πως στην πλειοψηφία της η Κ.Ε. αποτελείται από στοιχεία με μικροαστικές επιδράσεις και τάσεις, που δεν μπορούν να ανήκουν στην κομματική ηγεσία”. 

Ένα ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί ακόμη από την ιστορική έρευνα είναι κατά πόσο το ΑΚΕΛ ως επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα είχε πρόθεση ή επιδίωξε να αποκτήσει τα μέσα να αγωνιστεί με κάθε τρόπο για την ένωση, ακόμη και με τα όπλα. Την απάντηση δυσκολεύει η έλλειψη ή η αδυναμία πρόσβασης στις κομματικές πηγές. Πάντως, στη συνάντηση στη Δυτική Μακεδονία το 1948, οι δύο Κύπριοι σύντροφοί του άκουσαν εμβρόντητοι τον ηγέτη του ΚΚΕ να τους προτρέπει: “Κοιτάξετε να μπείτε στην άμεση συνθηματολογία για Ένωση και να αναπροσαρμόσετε ανάλογα τη στρατηγική και την τακτική σας. Δεν έχετε στην Κύπρο βουνά; Δεν έχετε όπλα;” Ο πρώτος Έλληνας πολιτικός ηγέτης που υποστήριξε το ένοπλο αντάρτικο στην Κύπρο ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης, τον τελευταίο χειμώνα του Εμφυλίου…

Οι δημοτικές εκλογές του Μαΐου 1949 (με δύο νεκρούς) ήταν το τέλος της πρώτης περιόδου του κυπριακού διχασμού. Πήραν χαρακτήρα δικομματικού δημοψηφίσματος και επιφύλαξαν εκλογική ήττα για το ΑΚΕΛ, που έχασε στη Λευκωσία και σε άλλους 10 από τους 15 δήμους. Η επιβεβαίωση της πρωτοκαθεδρίας της Εθναρχίας στην κυπριακή πολιτική σκηνή και η ήττα του “Δημοκρατικού Στρατού” στον Εμφύλιο σηματοδοτούσαν την αλλαγή εποχής. Το ΑΚΕΛ ξεκίνησε τη σταυροφορία για τη διεθνοποίηση του Κυπριακού και την υποβολή του στον ΟΗΕ, στέλλοντας υπόμνημα στις 21 Νοεμβρίου 1949 στον Διεθνή Οργανισμό, ζητώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος υπό την αιγίδα του στην Κύπρο. Το τέλος του Εμφυλίου βρήκε την κυπριακή Δεξιά (υπό την Εκκλησία, η οποία δεν δεχόταν πλέον αμφισβήτηση των πρωτείων της) και την Αριστερά να διαγκωνίζονται για το ποια εκ των δύο θα αποδεικνυόταν πιο μαχητική, στη διεκδίκηση της Ένωσης με την Ελλάδα. Ασχέτως εάν το ΑΚΕΛ θεωρούσε “μοναρχοφασιστικές” τις ελληνικές Κυβερνήσεις του 1946-1955 και είχε υιοθετήσει το ασαφές σύνθημα του Νίκου Ζαχαριάδη “Λεύτερη Κύπρος σε λεύτερη Ελλάδα”. Και, από την άλλη, η αντικομμουνιστική παράταξη στην Κύπρο, φυσική σύμμαχος της Βρετανίας ως προς τις θεμελιώδεις ιδεολογικές της αξίες και τα στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου, την εύρισκε αντίπαλο για την πραγματοποίηση της Ένωσης…

Το Δημοψήφισμα του 1950

Στα τέλη του 1949 η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με σκοπό την έκφραση της θέλησης του κυπριακού λαού για το πολιτικό μέλλον του τόπου, καλώντας την Κυβέρνηση να αναλάβει τη διοργάνωσή του. Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν ήταν ποικίλες. Το ΑΚΕΛ δήλωσε ότι θα υποστήριζε το Δημοψήφισμα, αφού η Εθναρχία ακολουθούσε τις πρωτοβουλίες του στο εθνικό ζήτημα. Ο κυβερνήτης Α. Ράιτ (Andrew Wright) επανέλαβε ότι “το κυπριακόν ζήτημα είναι κλειστόν”, ενώ ανάλογη στάση κράτησε και η ελληνική Κυβέρνηση, χαρακτηρίζοντας επιζήμια την ανακίνηση του ζητήματος και ανώφελη τη διεξαγωγή του Δημοψηφίσματος. Απαντώντας ο Μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος (18 Δεκεμβρίου 1949) διακήρυξε ότι οι Κύπριοι είχαν παύσει να πιστεύουν στο “φιλελεύθερον πνεύμα της Αγγλίας” και στην “ελληνοαγγλική φιλία”. Όσο για τις ενστάσεις της ελληνικής Κυβέρνησης ο Μακάριος αποτόλμησε μια πρωτοφανή “ασέβεια”: “Την Ελλάδα άλλως τε δεν αποτελεί μία Κυβέρνησις. Αι Κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, αλλ’ η Ελλάς μένει αιωνία.”

Το Δημοψήφισμα, στο οποίο για πρώτη φορά πήραν μέρος και οι γυναίκες, πιστοποίησε την καθολικότητα του ενωτικού αιτήματος. Σύμφωνα με την Εθναρχία, τα τελικά αποτελέσματα ήσαν:

Εγγεγραμμένοι στους καταλόγους: 224.747

Υπέγραψαν υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα: 215.108 (ποσοστό 95,1%)

Ήταν μια τεράστια ηθική νίκη, χωρίς ουσιαστικό πολιτικό αντίκρισμα. Τις δέλτους του δημοψηφίσματος μετέφερε στο Λονδίνο, την Αθήνα και τη Νέα Υόρκη ειδική “πρεσβεία”, με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό. Στην “κυπριακή πρεσβεία” επιφυλάχθηκε ενθουσιώδης λαϊκή υποδοχή στην Αθήνα, όμως ο Πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας αρνήθηκε να παραλάβει τους τόμους με τις υπογραφές του ενωτικού Δημοψηφίσματος, επαναλαμβάνοντας ότι η ανακίνηση του ζητήματος ήταν άκαιρη. Αντίθετα, τους τόμους παρέλαβε ο Πρόεδρος της Βουλής, Κωνσταντίνος Γόντικας, ενισχυμένος με ένα ψήφισμα υπέρ της Ένωσης της Κύπρου 200 περίπου βουλευτών. Στο Λονδίνο η βρετανική Κυβέρνηση αρνήθηκε την παραλαβή των τόμων του Δημοψηφίσματος, ενώ ούτε στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών οι επαφές της πρεσβείας έφεραν τα αποτελέσματα που ανέμεναν οι Κύπριοι. 

Στις 20 Οκτωβρίου του 1950 (μετά τον θάνατο του Μακαρίου Β’ τον Ιούνιο 1950) εξελέγη Αρχιεπίσκοπος ο Μακάριος ο Γ’, ο 37χρονος Μητροπολίτης Κιτίου. Από την ημέρα της ενθρόνισής του στην Αρχιεπισκοπή, επιβλήθηκε σκληρή ενωτική γραμμή στο εσωτερικό, που επικράτησε σταδιακά και στην Αθήνα, την οποία ο νέος πρωθιεράρχης επισκεπτόταν συχνά. Η ένωση της Κύπρου έγινε το καθολικό αίτημα ενός έθνους που εξερχόταν βαρύτατα τραυματισμένο από τη δεκαετία του 1940. Παράλληλα, η μορφή του Μακαρίου προστέθηκε στις μεγάλες προσωπικότητες του αντιαποικιακού κινήματος του μεταπολεμικού κόσμου. Μια από τις άμεσες προτεραιότητες του νέου Αρχιεπισκόπου ήταν η αναδιάρθρωση του Γραφείου Εθναρχίας (όπου ο Μακάριος προήδρευε, ως Μητροπολίτης Κιτίου και επί Μακαρίου Β’). Ιδιαίτερο βάρος έδωσε ο Μακάριος στην οργάνωση της νεολαίας, θέτοντας τις βάσεις για την ίδρυση της “Παγκύπριας Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας” (ΠΕΟΝ), που λίγα χρόνια αργότερα, μαζί με τις χριστιανικές νεανικές ομάδες, θα αναδεικνύονταν οι κυριότερες δεξαμενές στελεχών για τον κυπριακό απελευθερωτικό αγώνα.

Η τελευταία πράξη της διεθνοποίησης ήταν η κατάθεση της πρώτης προσφυγής για το Κυπριακό από την ελληνική Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ του 1954. Τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα και η βρετανική αδιαλλαξία παρέμενε προκλητική, όπως επιβεβαιώθηκε με τη δήλωση του υφυπουργού Αποικιών Χ. Χόπκινσον (H. Hopkinson) τον Ιούλιο του 1954, ότι ορισμένα εδάφη της Κοινοπολιτείας δεν μπορούσαν ποτέ να γίνουν πλήρως ανεξάρτητα. Το “ουδέποτε” απέδειξε ως χιμαιρώδεις τις εξαγγελίες των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για “ελευθερία και δικαιοσύνη” και αποκάλυψε ως παραπειστικές τις βρετανικές υποσχέσεις για παροχή Αυτοκυβέρνησης “κατά στάδια” και θέσπιση φιλελεύθερου Συντάγματος. 

Η προετοιμασία του ένοπλου αγώνα

Σε αντίθεση με τον Γιώργο Σεφέρη, που είχε αντιληφθεί κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο ότι το “προζύμι της πίκρας” είχε αρχίσει να φουσκώνει, η 1η Απριλίου 1955 εξέπληξε τους Βρετανούς, καθώς η εικόνα που είχαν σχηματίσει για τους Κυπρίους ήταν ότι ήταν αδύνατο να καταφύγουν στα όπλα. Ο Βρετανός ιστορικός Ρόμπερτ Χόλαντ (Robert Holland) στέκεται στις καυχησιολογίες του Κυβερνήτη Άντριου Ράιτ στις αρχές της δεκαετίας του 1950, “αν δείξεις το ραβδί στους Κύπριους, δεν χρειάζεται να φωνάξεις τους στρατιώτες”. Και πράγματι, αυτή ήταν η κατάσταση που αντιμετώπισε ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, με τις υπόλοιπες δυσκολίες που περιγράφει ο ίδιος ο Γρίβας – Διγενής  στα Απομνημονεύματά του: Είτε λόγω χώρου (εύκολος αποκλεισμός του ανεφοδιασμού σε πολεμοφόδια από το εξωτερικό, έλλειψη ορεινών δύσβατων όγκων για κινήσεις και απόκρυψη ανταρτικών ομάδων) είτε λόγω τοπικών συνθηκών (ανυπαρξία οπλισμού, το απειροπόλεμο των  Κυπρίων, δυνατότητα μεταφοράς στην Κύπρο σε σύντομο χρονικό διάστημα μεγάλων βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων). Τα μειονεκτήματα επιβάρυνε η ανάμνηση της σκληρής αποικιακής αντεπανάστασης μετά τα Οκτωβριανά του 1931 και ο φόβος επανάληψής της σε πιθανή αποτυχία, όπως και η αδυναμία των ελληνικών Κυβερνήσεων να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια.

Η βρετανική αδιαλλαξία φαινόταν να δικαιολογούσε την προσφυγή στα όπλα, ως μόνης διεξόδου που είχε απομείνει για να πειστεί η αποικιακή Αυτοκρατορία να παραχωρήσει στους Κυπρίους την ελευθερία τους. Οι πρώτες επίμονες συζητήσεις για ένοπλη αντίσταση κατά της βρετανικής κατοχής έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ανάμεσα στους κύκλους των λιγοστών, όμως καλά δικτυωμένων στα κέντρα αποφάσεων, Κυπρίων της Αθήνας. Πρωταγωνιστές ήταν η οικογένεια Κύρου, της εφημερίδας “Εστία”, και οι αδελφοί Σάββας και Σωκράτης Λοϊζίδης, δικηγόροι από το Δίκωμο και εξόριστοι των Βρετανών: ο πρώτος ύστερα από τα Οκτωβριανά κι ο δεύτερος (τότε γραμματέας της ΠΕΚ) τον Φεβρουάριο του 1950. Τον Μάρτιο του 1951, όπως αφηγήθηκε ο Σωκράτης Λοϊζίδης μετά το τέλος του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, ενημέρωσε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για την ιδέα της οργάνωσης ένοπλου αγώνα. Ακολούθησε η ενημέρωση του αδελφού του, Σάββα Λοϊζίδη, και του τέως υπουργού Γεώργιου Στράτου, και τον Μάιο του 1951, του συνταγματάρχη Γεώργιου Γρίβα. 

Τον Ιούλιο του 1951 έκανε το πρώτο του ταξίδι στην Κύπρο για τους επαναστατικούς σκοπούς ο Γεώργιος Γρίβας, για να προβεί στη μελέτη των τοπικών συνθηκών και στην αναγνώριση του εδάφους. Ο Γρίβας ήταν ήδη γνωστός στον ελλαδικό χώρο για την πρωταγωνιστική του ανάμειξη στην οργάνωση “Χ”, με δράση κατά την Κατοχή και κατά τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια (η οργάνωση είχε κατέλθει και στις μεταπολεμικές εκλογές του 1946 και 1950, ως “Κόμμα Χιτών Εθνικής Αντιστάσεως” και “Εθνικόν Αγροτικόν Κόμμα Χιτών”, με πενιχρά εκλογικά αποτελέσματα.) Ο Γ. Γρίβας αφοσιώθηκε στην αποστολή του και πραγματοποίησε και μια δεύτερη αναγνωριστική επίσκεψη στην Κύπρο, διάρκειας πέντε μηνών κατά το 1952-1953.

Στη συνέχεια η Επιτροπή συμπληρώθηκε με νέα μέλη και όποτε βρισκόταν ο Μακάριος στην Αθήνα η επιτροπή συνεδρίαζε στην παρουσία του. Σε μια από τις πρώτες συνεδριάσεις της Επιτροπής μετά την αύξηση των μελών της, στις 21 Ιουλίου 1952, τέθηκε το ζήτημα της αρχηγίας. Γράφει ο Σωκράτης Λοϊζίδης: “Κατά την συνεδρίασιν ταύτην ο καθηγητής κ. Βεζανής εξέφρασε την γνώμην, ότι καλόν θα ήτο να ώριζεν η επιτροπή έναν “επί κεφαλής”. Ως είναι ευνόητον άπαντες εθεωρήσαμεν ως φύσει και θέσει “επί κεφαλής” τον Εθνάρχην Μακαριώτατον, προσέτι δε απεφασίσαμεν όπως, απουσιάζοντος του Μακαριωτάτου, προεδρεύη της Επιτροπής ο κ. Στράτος.” 

Οι προσπάθειες για την ανάληψη αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου επισημοποιήθηκαν στις 7 Μαρτίου 1953, με την ορκωμοσία των πρωτεργατών, στην παρουσία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στο σπίτι του καθηγητή Γεράσιμου Κονιδάρη, στα Εξάρχεια. Παράλληλα, η Επιτροπή ομόφωνα ανέθεσε τη στρατιωτική ευθύνη του αγώνα στον Γεώργιο Γρίβα, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, είχε ήδη πραγματοποιήσει δύο αναγνωριστικές επισκέψεις στο νησί. Τα σχέδια προνοούσαν αγώνα μερικών μηνών, αφού υπήρχε η πίστη ότι η εξέγερση θα επιτάχυνε την επίλυση του Κυπριακού. Τον Μάρτιο του 1954 στάλθηκε το πρώτο φορτίο οπλισμού και πυρομαχικών στο νησί και στις 10 Νοεμβρίου 1954 έφτασε μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι στην ακτή Αλυκές της Χλώρακας, στην Πάφο, ο Γεώργιος Γρίβας, μαζί με τον Σωκράτη Λοϊζίδη. Η οργάνωση της επαναστατικής εξέγερσης είχε μπει στην τελική της φάση. 

Οι πρώτες ενέργειες επικεντρώθηκαν στη δημιουργία μικρών πυρήνων και την επιλογή έμπιστων προσώπων για την οργάνωση ενός πολύπλοκου δικτύου συνδέσμων, τροφοδοσίας και πληροφοριοδοτών. Παρά τις δυσκολίες στη στρατιωτική εκπαίδευση των απειροπόλεμων πρωτομυηθέντων και στην εξασφάλιση οπλισμού και πυρομαχικών, η στρατολόγηση απέδωσε καρπούς, με βασικά φυτώρια στις πόλεις την ΠΕΟΝ και την ΟΧΕΝ, και στην ύπαιθρο τις τοπικές ΠΕΚ.

 Τον Ιανουάριο του 1955, ο Γ. Γρίβας μύησε στα επαναστατικά σχέδια τον Γρηγόρη Αυξεντίου, οδηγό ταξί, έφεδρο αξιωματικό του ελληνικού στρατού. Ο Αυξεντίου ανέλαβε την περιοχή Αμμοχώστου και αποτέλεσε με τις στρατιωτικές του γνώσεις σημαντική ενίσχυση. Για οργανωτικούς λόγους η Κύπρος είχε χωριστεί από τον Γρίβα σε “τομείς”, με επικεφαλής τους “τομεάρχες”, και στις τέσσερις μεγάλες επαρχίες είχαν οργανωθεί μικρές ομάδες δολιοφθορών, δύναμης 5-6 ανδρών. Βασικό γνώρισμα της οργάνωσης και απαραίτητο στοιχείο για την επιτυχία της ήταν ο αυστηρά συνωμοτικός χαρακτήρας, με την ορκωμοσία όλων των μελών και τη χρήση ψευδωνύμων.  

Του Πέτρου Παπαπολυβίου
(Αναπλ. καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου)